Στον
Σ.,
που
τίποτε δεν κατάλαβε
Τις νύχτες γίνομαι αράχνη και υφαίνω τον
ιστό της ζωής μου. Λεύκα της Ακροναυπλίας γίνομαι, αγριελιά στο πατρογονικό
αμπέλι της Ξάνθης.
Ένα κεραυνοβολημένο πεύκο στη Γαλάτιστα,
μια σπασμένη βάρκα στην παραλία Πλαταμώνος, θεατής των συνευρέσεών σας γίνομαι,
θύμα και αυτόπτης μάρτυς της σκληρότητας και της απανθρωπίας σας.
Ντύνομαι οδοκαθαριστής και μαζεύω τα σημάδια
της νυχτερινής σας ευωχίας, αφουγκράζομαι ομιλήματα και εκλιπαρώ χειρονομίες...
Κοντοστέκομαι στα φανάρια και χαζεύω τις βιτρίνες, ενώ βήματα με προσπερνούν
και σβήνουν στο σκοτάδι.
Τα βράδυα ονομάζομαι Παύλος, σε μικρούς
δρόμους με κλειστά μαγαζιά και ρολά κατεβασμένα βυθίζομαι, ένα με την ξεβαμμένη
ώχρα στους τοίχους και με τα απεγνωσμένα μηνύματα «Σούλα σ’ αγαπώ».
Το πρωί βέβαια ξαναβρίσκω το κοινωνικό μου
πρόσωπο και το βαφτιστικό όνομά μου, διαλέγω το κουστούμι της ημέρας, ένας
Πέτρος γίνομαι, ντύνομαι αξιοπρεπής και αδιαπέραστος ―έτσι νομίζουν― πλην
παραμένω ανυπεράσπιστος και εκτεθειμένος στα μάτια των περαστικών και στων
πλανόδιων πωλητών τις φωνές.
Μόλις πέσει η νύχτα, αράχνη πάλι είμαι και
συνεχίζω τον σπασμένο ιστό της ζωής μου.
Ευχαριστίες στον Τέλλο Φίλη, που υπέδειξε την εικονογράφηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου