2.6.14

Η κυρία Μάνια πέρασε "απέναντι"





γράφουν: Γιώργος Κορδομενίδης, Αλέξανδρος Στεργιόπουλος, Χρήστος Χωμενίδης


Η Μάνια (Μαρίνα) Καραϊτίδη, η μεγάλη κυρία του βιβλίου στην Ελλάδα, η κυρία Μάνια των Εκδόσεων της Εστίας, που κράτησε στιβαρά το τιμόνι αυτού του μεγάλου και σημαντικού εκδοτικού οίκου από το 1972 μέχρι πριν από μερικά χρόνια, πριν από λίγη ώρα πέρασε "απέναντι". Ήταν μια σπάνια, μοναδική γυναίκα.

Σπάνια με λύπησε τόσο πολύ ο θάνατος ενός προσώπου που ουσιαστικά δεν γνώριζα όσο της Κυρίας Μάνιας. 

Πληροφορήθηκα τον θάνατό της από την ανάρτηση, εκ μέρους της Αναστασίας Λαμπρία, μιας φωτογραφίας της, χωρίς κανένα σχόλιο, σήμερα το πρωί στο Facebook. Μου έκανε εντύπωση, ρώτησα και επιβεβαίωσα τη δυσάρεστη υποψία μου.

Τη γνώριζα ελάχιστα, τη συνάντησα λίγες φορές, μπήκα μόνο μία φορά στο μικρό γραφείο της που λειτουργούσε σαν λογοτεχνικό σαλόνι, αξιώθηκα πάντως μερικά γοητευτικά χαμόγελά της. 

Η Κατερίνα Δασκαλάκη ήταν εκείνη που ουσιαστικά με έσπρωξε (εγώ δίσταζα) στο μυθικό γραφειάκι της, στο βάθος του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, στη Σόλωνος. Μιλήσαμε πολύ λίγο. Μου είπε καλά λόγια για το Εντευκτήριο, που τότε μόλις είχε χρονίσει, αλλά μου έκανε εντύπωση ότι ανέφερε συγκεκριμένα κείμενα του τελευταίου τεύχους. Με συγκίνησε, γιατί καταλάβαινα ότι, όντως, το είχε τουλάχιστον ξεφυλλίσει, αν όχι διαβάσει. Για μένα αυτό και μόνο ήταν τότε μεγάλη φιλοφρόνηση, που από στόματος Μάνιας Καραϊτίδη αποκτούσε τεράστιες διαστάσεις. Τα τελευταία χρόνια τη συναντούσα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. «Ο κύριος Κορδομενίδης», βοηθούσε τη μνήμη της η εύα καραϊτίδη, που τη συνόδευε. «Μα τον θυμάμαι» διαμαρτυρόταν γλυκά εκείνη. Φέτος (νομίζω ούτε και πέρυσι) δεν ήρθε. Ρώτησα την Εύα και έμαθα για την κατάσταση της υγείας της. Δεν περίμενα το τέλος τόσο σύντομα. Θα τη θυμάμαι με τρυφερότητα.
Συλλυπητήρια στην κόρη της, την άξια Εύα Καραϊτίδη, στους άλλους συγγενείς, τους συνεργάτες, τους ανθρώπους που την αγάπησαν και τιμήθηκαν με τη φιλία της.
 
Γιώργος Κορδομενίδης



Παρατίθεται μια συνέντευξή της στο Αλέξανδρο Στεργιόπουλο, δημοσιευμένη στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 23.10.2010:



Η συνομιλία με την κυρία Μάνια (έτσι την ξέρουν όλοι) έγινε στο βιβλιοπωλείο τής Εστίας, Σόλωνος 60. Για σχεδόν 30 χρόνια ήταν υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου. Τώρα τα ηνία έχουν περάσει στον γιο της, Γιάννη.
Η πορεία, μεγάλη, και συνεχίζεται. Πώς αντέχει κανείς 125 χρόνια; Υπάρχει μυστικό; «Είναι κάτι απλό», λέει η κυρία Καραϊτίδη. «Είναι οικογενειακή παράδοση. Ο θείος του παππού μου, Γεώργιος Κασδόνης, ήρθε από τη Ρουμανία και άνοιξε τον εκδοτικό οίκο. Αυτός ο άνθρωπος είχε την επιθυμία τα βιβλία που θα έβγαζε να είναι ωφέλιμα και ευχάριστα. Αυτό προσπαθήσαμε να κρατήσουμε. Το μυστικό, λοιπόν, είναι η συνέχεια μιας οικογένειας που δούλεψε και αγάπησε το βιβλιοπωλείο και τον εκδοτικό οίκο, χωρίς καμία εξωτερική, κρατική ή άλλη, βοήθεια».
Οι σωστές οικογένειες είναι έντιμες και η εντιμότητα ακολουθεί το βιβλιοπωλείο. Το αναφέρει με σαφήνεια η κυρία Καραϊτίδη. «Από το 1885 μέχρι και σήμερα είμαστε έντιμοι απέναντι στο κοινό». Η διαύγειά της αναλλοίωτη και μας εξιστορεί πώς επιλέχθηκε η Σόλωνος για μόνιμη εγκατάσταση του βιβλιοπωλείου. «Αρχικά, ήμασταν στην Σταδίου. Κάποια στιγμή ήρθε η τράπεζα και μάς έκανε έξωση. Τότε μας έπιασε απελπισία. Κάποιος μου είπε: Κυρία Μάνια, γίνεται ένα μαγαζί στην οδό Σόλωνος και ο Νίκος Παντελάκης μού επισήμανε πως είναι ό,τι χρειάζεται. Ενας φίλος δικηγόρος προφήτεψε πως θα αλλάξετε αυτόν τον δρόμο και θα γίνει δρόμος των βιβλιοπωλείων.

«Το βιβλίο δεν είναι προϊόν για πλουτισμό»
Η κυρία Μάνια μιλά για τη φιλοσοφία και τη λειτουργία του σήμερα. «Ο χώρος είναι πολύ πιο μεγάλος. Συγχρονιζόμαστε με την εποχή. Διατηρούμε μεγάλο απόθεμα βιβλίων. Οι αναγνώστες μπορούν να βρουν εδώ τίτλους που δεν υπάρχουν αλλού. Επειτα, είναι το προσωπικό. Οι βιβλιοπώλες της Εστίας ανέκαθεν γνώριζαν το βιβλίο, ήταν και είναι έμπειροι και επαγγελματίες».
Η αναφορά στην οικονομική κρίση, αναπόφευκτη. Η κυρία Καραϊτίδη παραδέχεται πως «έχουμε κάνει περικοπές. Εχουμε μειώσει την ποσότητα, αλλά όχι την ποικιλία των τίτλων. Δεν έχουμε ελιτίστικη άποψη για το βιβλίο. Σημειώστε πως με τον Κυριάκο Ντελόπουλο είμαστε οι πρώτοι που κάναμε το Βιβλιογραφικό Δελτίο, την περίοδο 1974-1975. Δεν υπήρχε τότε κάτι ανάλογο. Θυμάμαι πως όταν πήγα στη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον, οι υπεύθυνοι του νεοελληνικού τμήματος μου είπαν ότι τα βιβλία τα αγοράζουμε από το δελτίο σας. Το δελτίο ήταν μεγάλου ατού για μας».
Το όραμα του ιδρυτή τής Εστίας Γεωργίου Κασδόνη παραμένει ζωντανό. Προσφορά αξιόλογων, καλαίσθητων βιβλίων σε προσιτές τιμές. Δεν γίνονται διακρίσεις στο βιβλιοπωλείο. Η κυρία Μάνια αναφέρει ότι «κρατούμε ένα επίπεδο που δεν είναι εύκολο να κρατηθεί. Τα αμιγή βιβλιοπωλεία είναι δύσκολο να κρατηθούν, είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Κρατούμε την παράδοση. Απορροφήσαμε την αύξηση του ΦΠΑ και έχουμε σχέδια για το μέλλον».
Η κυρία Καραϊτίδη ξέρει το αναγνωστικό κοινό και τονίζει: «Πάντα ήταν περιορισμένο στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι που διαβάζουν, συνήθως δεν έχουν πολλά χρήματα. Αυτοί που έχουν, σπανίως ενδιαφέρονται να διαβάσουν. Σ' αυτό φταίει η εκπαίδευση. Ποτέ δεν βοήθησε το σχολείο να αγαπηθεί το βιβλίο». Το πρόβλημα με την έλλειψη σχολικών βιβλιοθηκών αναδύεται αυθόρμητα και η κυρία Μάνια μάς λέει: «Προσπαθεί κατά καιρούς το κράτος με ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, αλλά στην πράξη ουδέποτε λειτούργησαν συνολικά. Πριν βρεθώ στη διοίκηση του βιβλιοπωλείου, εργαζόμουν στη βιβλιοθήκη της Χ.Ε.Ν. Εθελοντικά. Είχα μάθει από τον Παπανούτσο πως δεν πειράζει να κλέβουν βιβλία. Ερχόμενη εδώ, σκέφτηκα το βιβλίο δεν είναι εμπόριο, είναι πολιτιστικό αγαθό. Είχα κάνει λάθος, είναι και τα δύο. Τώρα το γνωρίζουμε. Δεν είναι προϊόν για πλουτισμό, αλλά πρέπει να επιβιώσεις ώστε να μπορέσεις να το στηρίξεις ως πολιτιστικό αγαθό».

Ενας σπάνιος άνθρωπος
Στην κουβέντα μας αναφέρθηκε το όνομα του Νίκου Παντελάκη. Ο λόγος, στην κυρία Μάνια. «Περίφημος άνθρωπος και λαμπρός συνεργάτης. Εργάστηκε εδώ σχεδόν ογδόντα χρόνια. Ηταν ευπρεπέστατος, ένα ζωντανό κομπιούτερ. Τον ρωτούσες για βιβλίο του 1910, και απαντούσε "ναι, είχε πράσινο εξώφυλλο" και θυμόταν το περιεχόμενο. Εμεινε μέχρις ότου άρχισε να έχει δυσκολίες ακοής και μου είπε: Θέλω να φύγω γιατί δεν μπορώ να εξυπηρετήσω τους πελάτες.
Η σκέψη αυτού του ανθρώπου και οι υποθήκες του είναι πηγή αισιοδοξίας για το μέλλον».

Και ένα κείμενο του Χρήστου Χωμενίδη, από το Ποντίκι/Art (4.4.2013)

Ψυχή της «Εστίας» – όπως την έζησαν τουλάχιστον οι δύο τελευταίες γενιές – υπήρξε η κυρία Μάνια Καραϊτίδη. Όσοι δεν τη γνώρισαν, δεν ξέρουν τι σημαίνει κληρονόμος που εμπλουτίζει και ανανεώνει την κληρονομιά του, επιχειρηματίας ο οποίος αποσκοπεί όχι μονάχα στο προσωπικό, αλλά και στο συλλογικό, στο κοινωνικό κέρδος.
Η κυρία Μάνια Καραϊτίδη έδρευε όλες τις εργάσιμες ημέρες, από το πρωί μέχρι αργά το μεσημέρι, στο μικρό της γραφείο – βία δέκα τετραγωνικά – στο πίσω μέρος του βιβλιοπωλείου. Εκεί, με παραστάτες τα δυο της ημίαιμα σκυλιά, τον Μάγκα και τον Ήρθα, καλοδεχόταν όποιον επιθυμούσε να τη συναντήσει. Δεν είχε σημασία εάν επρόκειτο για καθιερωμένο ή για «νεοσσό» συγγραφέα, για μεταφραστή, για κριτικό (ο οποίος είχε ενδεχομένως γράψει αρνητικά για τα βιβλία του οίκου της) ή ακόμα και απλώς για φανατικό αναγνώστη. Εκεί – καθισμένη κάτω από έναν χάρτη της Μεγάλης Ελλάδας του 1920, της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών – η κυρία Μάνια μάς κερνούσε τσίπουρο και κουλουράκια και έφερνε κοντά τούς πιο αταίριαστους ανθρώπους: έλιωνε τον πάγο ανάμεσα στον ακαδημαϊκό Άγγελο Βλάχο και στον παράφορο ποιητή Ηλία Λάγιο. Έβρισκε κοινή γλώσσα για τον μετρ της εκλαΐκευσης Φρέντυ Γερμανό και τον κρυπτικό ενίοτε φιλόσοφο Κώστα Αξελό. Μέχρι ειδύλλια ενθάρρυνε, έως και χωρισμούς μπορούσε να αποτρέψει εφόσον το έκρινε σκόπιμο η κυρία Μάνια. («Κυρία Μάνια» την φώναζαν όλοι και δεν ηχούσε, παραδόξως, διόλου σόλοικο…).
Από τις συζητήσεις στα έγκατα της «Εστίας» δεν συγκρατώ πια λεπτομέρειες. Έχει όμως χαραχτεί βαθιά μέσα μου το πνεύμα τους, το οποίο συνοψίζεται στο ότι το διακύβευμα είναι κοινό. Στο ότι, παρά τις όποιες αντιθέσεις μας, ανηφορίζουμε όλοι την κοίτη του ίδιου ποταμού. Ή αρμενίζουμε έστω στους παραποτάμους του…
Το τέλος του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας» αποτελεί αναμφισβήτητα τέλος μιας εποχής. Προσωπικά, άλλες στιγμές παρηγοριέμαι με τη σκέψη και την προσμονή ότι οι επερχόμενες γενιές θα φτιάξουν τα δικά τους στέκια, όπου παρέες πιο ενδιαφέρουσες και ανοιχτόμυαλες απ’ τις δικές μας θα γράψουν τη δική τους ιστορία. Άλλες πάλι στιγμές μελαγχολώ: Φοβάμαι μήπως η «Εστία» – η «Εστία» της κυρίας Μάνιας και των προκατόχων της – έμελλε να φωτίσει και να ζεστάνει την Ελλάδα κατά το σύντομο σχετικά διάστημα που η πατρίδα μας είχε πάψει να νιώθει και να φέρεται σαν επαρχία. Μήπως η «Εστία» – όπως και το «Ποπ 11» των αδελφών Φαληρέα – δεν αποτελούσε παρά μία φωτεινή παρένθεση ανάμεσα στην Ψωροκώσταινα του 19ου αιώνα και στην Ψωροκώσταινα του 21ου…


Δεν υπάρχουν σχόλια: