της Δήμητρας Ρουμπούλα
πηγή: http://www.ethnos.gr
Tι μπορεί να συνδέει μια σύγχρονη συντηρήτρια ωρολογοποιό σε ένα μουσείο του Λονδίνου, η οποία θρηνεί τον ξαφνικό θάνατο του αγαπημένου της, με έναν συμπατριώτη της αριστοκράτη, ο οποίος ενάμιση αιώνα πριν ταξίδεψε στον Μέλανα Δρυμό νοτιοδυτικά της Γερμανίας προκειμένου να σώσει το γιο του; Η απάντηση είναι ένας αυτόματος κύκνος, ένα μεγαλοπρεπές μα και απόκοσμο πλάσμα με αληθοφανείς κινήσεις που μπορεί να τινάζει τις φτερούγες, να πίνει νερό, να χωνεύει τους σπόρους, να αφοδεύει.
Αυτή η άψυχη μηχανή με ευφυΐα, που φτιάχτηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και επανασυναρμολογήθηκε και συντηρήθηκε το 2010, αποτελεί μια εξαιρετική αφορμή για να κτίσει ο ευρηματικός Αυστραλός συγγραφέας (δύο φορές τιμημένος με Μπούκερ) μια διπλή ατμοσφαιρική περιπέτεια, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να προβληματιστεί γύρω από τη σύγχυση «για το τι είναι έμψυχο και τι ζωντανό». Για να μας πει ότι τα δάκρυα παράγονται μόνο από τα συναισθήματα τα οποία «διαφέρουν χημικά από εκείνα που χρειαζόμαστε για την ύγρανση των οφθαλμικών βολβών».
πηγή: http://www.ethnos.gr
Tι μπορεί να συνδέει μια σύγχρονη συντηρήτρια ωρολογοποιό σε ένα μουσείο του Λονδίνου, η οποία θρηνεί τον ξαφνικό θάνατο του αγαπημένου της, με έναν συμπατριώτη της αριστοκράτη, ο οποίος ενάμιση αιώνα πριν ταξίδεψε στον Μέλανα Δρυμό νοτιοδυτικά της Γερμανίας προκειμένου να σώσει το γιο του; Η απάντηση είναι ένας αυτόματος κύκνος, ένα μεγαλοπρεπές μα και απόκοσμο πλάσμα με αληθοφανείς κινήσεις που μπορεί να τινάζει τις φτερούγες, να πίνει νερό, να χωνεύει τους σπόρους, να αφοδεύει.
Αυτή η άψυχη μηχανή με ευφυΐα, που φτιάχτηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και επανασυναρμολογήθηκε και συντηρήθηκε το 2010, αποτελεί μια εξαιρετική αφορμή για να κτίσει ο ευρηματικός Αυστραλός συγγραφέας (δύο φορές τιμημένος με Μπούκερ) μια διπλή ατμοσφαιρική περιπέτεια, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να προβληματιστεί γύρω από τη σύγχυση «για το τι είναι έμψυχο και τι ζωντανό». Για να μας πει ότι τα δάκρυα παράγονται μόνο από τα συναισθήματα τα οποία «διαφέρουν χημικά από εκείνα που χρειαζόμαστε για την ύγρανση των οφθαλμικών βολβών».
Ο Πίτερ Κάρεϊ, αυτός ο μετρ της λογοτεχνικής αφήγησης, συνθέτει μια ιστορία που κινείται ανάμεσα στο άλλοτε και στο τώρα και συσχετίζει τη ζωή δύο κεντρικών ηρώων: Του Βρετανού Χένρι Μπράντλινγκ, ενός απελπισμένου πατέρα που έχει χάσει την πρωτότοκη κόρη του από φυματίωση και πρέπει να σώσει τον μικρότερο γιο του από πιθανό παρόμοιο τέλος. Οταν ο μικρός Πέρσι είδε σε μια έκδοση τα σχέδια της περίφημης νήσσας του Ζακ ντε Βοκανσόν, ένιωσε μια εντυπωσιακή ζωτικότητα. Πιστεύοντας λοιπόν ο Μπράντλινγκ ότι μέσω μιας «μαγνητικής κινητοποίησης» το παιδί του θα γίνει καλά, αποφάσισε να παραγγείλει την κατασκευή του μαγικού αυτόματου που σχεδίασε ο Γάλλος εφευρέτης των ρομποτικών συσκευών. Ετσι, αψηφώντας το κόστος, ταξίδεψε στα 1854 στον Μέλανα Δρυμό, νότια της Καρλσρούης, όπου εργάζονταν φημισμένοι Γερμανοί τεχνίτες. Ηθελε ο ίδιος να ελέγξει επιτόπου την κατασκευή της ρομποτικής πάπιας. Ενάμιση αιώνα αργότερα, στο (επινοημένο) Μουσείο Σουίνμπορν, στο κέντρο της βρετανικής πρωτεύουσας, η Κάθριν Γκέρινγκ, ειδικευμένη συντηρήτρια ωρολογοποιίας, καλείται να αναλάβει μια γοητευτική αλλά δύσκολη δουλειά: να ανασυστήσει το «αυτόματο» που είχε παραγγείλει άλλοτε ο Χένρι Μπράντλινγκ.
Η συντηρήτρια βρίσκεται στην πιο δύσκολη φάση της ζωής της, καθώς πενθεί για τον αδόκητο χαμό του επί δεκατρία χρόνια κρυφού (παντρεμένου) εραστή της, επικεφαλής έφορου του Νομισματικού Μουσείου. Ο τακτοποιημένος, αν και μυστικός, κόσμος της έχει καταρρεύσει. Η ίδια σβήνει στα κρυφά από τον υπολογιστή της τα ερωτικά μηνύματα που αντάλλασσαν, γιατί κανείς δεν έπρεπε να τα δει. Ταυτόχρονα την παρακολουθούμε να εργάζεται για τη συντήρηση του «αυτόματου», έργου που της ανέθεσε ο φίλος και έφορος ωρολογοποιίας του μουσείου για να ξεχάσει τη θλίψη της. Επιρρεπής λόγω ψυχολογικής κατάστασης στο αλκοόλ, συγκρούεται με τη βοηθό της, τη χαρισματική αλλά «ταραγμένη» Αμάντα, η οποία διακατέχεται από αποκρυφιστικές εμμονές και εξοργίζεται για την οικολογική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού λόγω της πετρελαιοκηλίδας που προκάλεσε η BP.
Με ένα διαρκές πηγαινέλα στο άλλοτε και το τώρα, στον Μπράντλινγκ ο οποίος καβγαδίζει διαρκώς με τον μεγαλόσωμο Γερμανό Χάινριχ Σάμπερ, σατανικό πλην όμως άριστο τεχνίτη, μέχρι να ολοκληρώσει το μηχανικό πτηνό, και την Γκέρινγκ που έχει ανακαλύψει τα ημερολόγιά του και τα διαβάζει με επιμέλεια νιώθοντας την αγωνία του. «Πέρσι, Πέρσι, τελείωσε (...) Ολόκληρος ο ωρολογιακός μηχανισμός είναι μέσα στη γάστρα του, όλα τοποθετημένα με προσοχή...», γράφει στο ημερολόγιό του ο Μπράντλινγκ. Το «αυτόματο», ως κύκνος τελικά, με έναν φιδίσιο λαιμό, έτοιμο να αρπάξει τα ψάρια (στην αυτόματη σύνθεση κι αυτά), έκθεμα πλέον, «ήταν όμορφος και ανελέητος, έτσι όπως έστρεφε το κεφάλι του πότε αριστερά, προς τον υπουργό, και πότε δεξιά προς τον δημοσιογράφο του Guardian», λέει η αφηγήτρια Γκέρινγκ περιγράφοντας την τελετή των αποκαλυπτηρίων, με τους αρμόδιους να ευελπιστούν ότι θα αυξηθούν τα έσοδα του μουσείου και θα καλυφθούν τα κονδύλια που έχει περικόψει η κυβέρνηση των Τόρις.
Ο 70χρονος σήμερα Πίτερ Κάρεϊ συνδέει αριστοτεχνικά τους δύο διαφορετικούς κόσμους που έχουν ως κοινό τους στοιχείο τα συναισθήματα τα οποία πάντοτε λειτουργούν ως κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης μηχανής. Αλλωστε, «σε ανθρώπους απολύτως στερούμενους συναισθημάτων» οι κουρδιστές μηχανές προκαλούν δέος, σύμφωνα με την ηρωίδα.
Σελιδοδείκτης
«Κάποτε είχαν πει: "Ενας Μπράντλινγκ βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο ακόμα κι όταν αυτό βρίσκεται σπασμένο στα ποδάρια του". Χα, χα, όντως. Δεν έχει όμως κανένας μπει στον κόπο να παρατηρήσει πως η αισιόδοξη πλευρά είναι συνήθως η ορθή; Αυτός είναι λόγος που οι πιό φοβερές προσευχές μας συνήθως "δικαιώνονται". Αυτός είναι ο λόγος που, μετά την κάθοδό μας από μιαν άγονη βουνοκορφή της ζωής, σχεδόν πάντα μάς περιμένει μια ευχάριστη κοιλάδα όπου υπάρχει ένα πανδοχείο, πεντακάθαρο και ασβεστωμένο, με παρτέρια γεμάτα ανθισμένα λουλούδια στα παράθυρα» (σελ. 75-76)
«Κάποτε είχαν πει: "Ενας Μπράντλινγκ βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο ακόμα κι όταν αυτό βρίσκεται σπασμένο στα ποδάρια του". Χα, χα, όντως. Δεν έχει όμως κανένας μπει στον κόπο να παρατηρήσει πως η αισιόδοξη πλευρά είναι συνήθως η ορθή; Αυτός είναι λόγος που οι πιό φοβερές προσευχές μας συνήθως "δικαιώνονται". Αυτός είναι ο λόγος που, μετά την κάθοδό μας από μιαν άγονη βουνοκορφή της ζωής, σχεδόν πάντα μάς περιμένει μια ευχάριστη κοιλάδα όπου υπάρχει ένα πανδοχείο, πεντακάθαρο και ασβεστωμένο, με παρτέρια γεμάτα ανθισμένα λουλούδια στα παράθυρα» (σελ. 75-76)
ΠΙΤΕΡ ΚΑΡΕΪ: «Η ΧΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ»
Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδόσεις: «Ψυχογιός»
Σελίδες: 297
Τιμή: 16,60 ευρώ
Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδόσεις: «Ψυχογιός»
Σελίδες: 297
Τιμή: 16,60 ευρώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου