18.8.13

Συγγραφέων φάρες

του Πάνου Θεοδωρίδη (1999)

πηγή: Facebook (Πάνος Θεοδωρίδης)






Ο γεραρός, ρέκτης και θαλερός Μίμης Σουλιώτης ταξινόμησε προ εβδομάδων τις ομοταξίες των αναγνωστών. Συμβάλλοντας στον νέο αριστοτελικό αιώνα, προσφέρω ήδη νέα χωροταξία για το συμπαθές γένος των συγγραφέων. Κατ΄ουσίαν, παρέφρασα το δεύτερο βιβλίο Τύχωνος του Βριαρού(Tycho Brahe) περί παντοίων αστέρων (σήμερα θα το μεταφράζαμε οι αστέρες του Παντείου)

Γραφεύς ο κυνηγός
Έχει τυπώσει κάποτε κάποιο έργο που είχε απήχηση σε συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό. Έκτοτε, ο γραφεύς ο κυνηγός τρέχει πίσω από το κοινό του όπως ο γάτος πίσω από τη σαρδέλα και όπως ο τζέντζερης κυλά προς το καπάκι. Εάν ευτύχησε να περιγράψει τον έρωτα φαντάρου προς τοπική θεά, εξελίσσει το αντικείμενό του περιγράφοντας έρωτες διόπων, λοχαγών, σμηνάρχων, ταξιάρχων, έως στρατηγού πέντε αστέρων. Εάν έγραψε για τον πόνο Παλαιστινίας κόρης και επέτυχε, συνεχίζει με αναξιοπαθούσες κόρες από το Κόσσοβο, το Κουρδιστάν, την Μπόρα-Μπόρα και το Ταγκεστάν. Αργότερα γίνεται ο επίσημος αντιπρόσωπος του είδους που έχει περιγράψει. Θεωρείται ειδήμων και πάνσοφος. Εάν κάποτε έγραψε τον στίχο «Σπάρτη,κυρά του παραδείσου», θα γίνει οπωσδήποτε επίτιμος δημότης στη Λακωνία και ίσως καλλιτεχνικός διευθυντής του σχετικού νομαρχιακού φαστιβάλ.

Χρονογράφος ο υπομείων
Αυτός περιγράφει το αυτονόητο και το τετριμμένο. Η δράση της Φατμέ στο Γενή Τζαμί είναι κυρίαρχο θέμα των βιβλίων του. Το πρώτο του τσιγάρο, ο πρώτος φίλος, η πρώτη νύχτα στη Σαμοθράκη, το πρώτο φιλί και άλλα, απολύτως ακαταμάχητα και ενδιαφέροντα ζητήματα, αποτελούν αντικείμενο προσεκτικής περιγραφής και λεπτολογίας. Αν, για παράδειγμα, βγάλει ένα βιβλίο για το πρώτο του τσιγάρο, είναι ικανός, εάν θυμηθεί αργότερα τη μάρκα, να γράψει καπάκι άλλο ένα. Ο κόσμος τον αγοράζει διότι πιστεύει όλα όσα εμφανίζονται στην τηλεόραση, όσα γράφονται σε βιβλία κι όσα ακούγονται στις συναυλίες, επομένως αισθάνεται ότι και το δικό του πρώτο τσιγάρο είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση. Υπομείονες υπάρχουν τουλάχιστον 6.000 μόνον στην Ελλάδα, και έχει επιχειρηθεί, από αξιόλογους επιφυλλιδογράφους λογοτεχνίας, να χωριστούν σε υπομείονες καριέρας (που ασχολούνται με μικρά προσωπικά πράγματα), σε υπομείονες κοσμικού χάους (όπου μιλούν για σύμπαν, μαύρες τρύπες και κουαζάρ με την ελαφρότητα οικολόγου), και στους λοιπούς υπομείονες που δεν ασχολούνται με τίποτε.

Το βραβεύσιμον γένος
Εδώ ανήκει ο συγγραφέας που ζητά κρατική ή ιδιωτική βράβευση. Αναφέρεται στις πηγές και ως σχίζας ή διαδρομιστής. Εμφανίζει στους ομοτέχνους μια χλιαρή, ηθικότατη εικόνα απομονωμένου ανθρώπου που τον κυνηγάνε τα κυκλώματα και δεν έχει αφήσει βουλευτή, περιφερειάρχη, κομματόσκυλο ή φίλο με επιρροές που να μην του έχει υποδείξει πόσο σπουδαία διάνοια διαθέτει όποιος τον προτείνει για κάποιο βραβείο. Ενώ στην αρχή της σταδιοδρομίας του δυσφορεί για οποιονδήποτε έπαινο τρίτης ή τετάρτης διαλογής, με το πέρασμα του χρόνου είναι ικανοποιημένος και με μια τιμητική διάκριση (έγγραφη πάντως) από την θεία του που κάποτε διάβασε τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας. Στο βραβεύσιμον γένος ανήκουν ένας Σαλονικιός, ένας Αθηναίος και ένας Κρητικός ποιητής. Τον καιρό που νόμιζαν ότι κινώ νήματα, με είχαν ταράξει γνωστοί και άγνωστοι να μεσολαβήσω σε κρατούντες και ακρατείς για να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση.

Λύκος ο παραθυριστής
Αυτός νομίζει ότι έχει απόψεις, και μάλιστα ότι μπορεί να τις υποστηρίξει. Τον εμφανίζουν στα παράθυρα των τηλεοράσεων και μιλάει για τον ρόλο του συγγραφέα, για την ανάγκη να είμαστε ανεκτικοί και φιλάνθρωποι, για τις δικαστικές διώξεις ανθρώπων του πνεύματος και για τις διακοπές του σε ασύλητα και παρθένα νησιά. Το θέμα είναι ότι ακομη κι όταν κάθεται σε καφενείο ή στο σπίτι του, και μιλάει στη γάτα του, νομίζει ότι γίνεται ευρύτερα αποδεκτός, γι’ αυτό και θα τον ξεχωρίσετε επειδή κυκλοφορεί με μία κενή κορνίζα μπροστά στο κεφάλι του, ώστε να τον θυμηθείτε που βγήκε στο γιαλί.

Παρθενοπίπας
Τα αρχαία λεξικά ερμηνεύουν το όνομα «παρθενοπίπας» ως «ο τας παρθένους τηρών ή επιτηρών». Ο δικός μας συγγραφέας χρησιμοποιεί το έργο του για να μη υπάρξουν πλέον παρθένες κόρες στην αγορά, ή έστω να συμβάλει ώστε να μειωθεί το ποσοστό τους σε μονοψήφια νούμερα. Κοντολογής, πλασάρει τα βιβλία του για να τον έρωτεύονται, να τον αγαπούν, να κοιμούνται μαζί του, να τον θαυμάζουν ως εραστή, να του φέρονται ως εραστή. Όταν δίνει διάλεξη ή καταβροχθίζει ένα καλαμαράκι, το λάγνο βλέμμα του είναι στραμμένο προς μία συγκεκριμένη κυρία. Διαδίδει ότι ο συγγραφέας είναι καταδικασμένος να έχει ασύστατη και τρελή συμπεριφορά, επομένως, όταν βάζει χέρι σε ανύποπτη γυναίκα, περιμένει το αμήχανο χαμόγελό της κι όχι σφαλιάρα ή τσαντιά όπως ο χύδην όχλος. Φοράει παντελόνι τρία νούμερα μικρότερο και μπλούζα πέντε νούμερα μεγαλύτερη, για να πληρωθεί το ρηθέν της πιάτσας ότι οι άνδρες με τρίγωνα σώματα έχουν πέραση. Συνήθως τελειώνει την καριέρα του ως θύμα κάποιας αμαθούς καπάτσας νοικοκυράς, οπότε και αρχίζει να συνθέτει φιλοσοφικά δοκίμια για να γλιτώνει την κρεβατομουρμούρα. Στην Ελλάδα υπάρχουν ίσως και 30 παρθενοπίπες.

Η πολύφερνος τριβάς
Αυτή είναι μία και μοναδική, αν και η επιτυχία της θα προκαλέσει τη δημιουργία δέκα τουλάχιστων κλώνων της κάθε χρόνο. Έγραψε ένα καημένο βιβλίο, που δεν χρειάζεται να το διαβάσεις για να καταλάβεις τι λέει, γι’ αυτό και οι νεοέλληνες φρόντισαν να το προμηθευτούν όλοι. Πάντα έχουν επιτυχία τα βιβλία που τα λένε όλα στον τίτλο τους («Μηδέ ο Μάρξ, μηδέ οΧριστός», λ.χ.). Βασίστηκε στην αναδίφηση ενός εξαιρετικά σπανίου γεγονότος, όπως η απιστία (ως γνωστόν, πρόκειται για αμάρτημα εν ανεπαρκεία!) και, επειδή μπερδεύεται με ταεπικοινωνιακά, φρόντισε να το παίξει αθυρόστομη και περιφρονητική ως προς τη συντεχνία. Είναι πολύφερνος διότι τα συγγραφικά της δικαιώματα ισοδυναμούν με τα κέρδη αξονικού τομογράφου ή υψικαμίνου. Κατέστη τριβάς, διότι εδήλωσε ότι «αυτή πλένεται», σε άκρα αντίθεση με τους ρυπαρούς, όζοντες και σμερδαλέους συναδέλφους της. Αλλά καθώς εκείνος ο παλαιός συγγραφέας που κρίνοντας έναν νεότερο τού σύστησε «επειδή τα ψάρια κάνουν καλό στο μυαλό, να φας δύο φάλαινες μετρίου μεγέθους», παρομοίως η πλήρης καθαριότητα της κυράς αυτής (που θα οδηγήσει, τρίβε τρίβε στην εξαΰλωσή της) πρέπει να περάσει από δώδεκα κοντέινερς πράσινο σαπούνι ή από πισίνα γεμάτη πάλμολιβ.

Σχετλιόθριξ
Προχωρημένης συνήθως ηλικίας (υπάρχουν και νεότατοι), γκρινιάζει για την παρακμή των γενεών και των ιδεών, πόσο ωραία ήτανε προ δύο γενεών και τι τέλειο ήθος διέθετε η χώρα και ο πατέρας του. Όχι πιά. Οι έμποροι της τέχνης και του λόγου έχουν επικρατήσει ως νεομογγολική καβαλαρία. Το πρόβλημά του περιορίζεται στο ότι δεν τον διαβάζουν πιά, νομίζουν ότι διευθύνει ασφαλιστική εταιρεία, οι νεότεροι τον χαιρετούν με ένα «γειά σου μπάρμπα», αυτόν, που γοήτευσε ηγερίες και καμάκωσε υπερβόρειες. Οφείλει το όνομά του στη θρηνωδία, κατ’ αντιστοιχία με αυτούς που βλογάνε τα γένεια τους. Όχι, αυτός τα κλαίει. Ομολογώ ότι ανίχνευσα μόνον 24 συγγραφείς σ’ αυτήν την κατηγορία, που αγλαΐζεται από 2.333 τραγουδιστές, 2.445 ηθοποιούς και 62.220 συνθέτες, μουσικοσυνθέτες και λοιπούς άκρως απαραίτητους στο έθνος.

Ο Υπνόσοφος
Χρήσιμος,τεκμηριωμένος, ακριβής, πλήν βαρετός. Η μοίρα που τον μοίρανε ευχήθηκε να μη λέει «άρες μάρες», αλλά για «βαρεμάρες» δεν ανέφερε λέξη. Ακμάζει σε επίμονες περιοδικές στήλες, γηράσκει με τους ίδιους αναγνώστες, στους οποίους περιλαμβάνεται η αφρόκρεμα όλων των στατικών επαγγελμάτων. Καμαρώνει στα βραδινά νυχτέρια ότι έχει να βγει μήνες από το διαμέρισμά του, χρόνια από την πόλη του και ποτέ από τη χώρα. Είναι ικανός να περιγράφει κυβερνητικές φρεναπάτες, άφιξη διαστημοπλοίου στον Καταχά και τον έρωτα μιας βασίλισσας με τον χρηματιστή της, και παρ’ όλα αυτά να δημιουργεί ακατάσχετο χασμουρητό. Στην Ελλάδα έχουμε 14 μόνον υπνοσόφους. Το είδος ακμάζει στη Γαλλία και όπου βλέπουν βόρειο σέλας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: