του Δημήτρη Πετσετίδη
Ἀναζητῶ τὸν ὁπλίτη ἢ βαθμοφόρο τοῦ 2ου μηχανοκινήτου τάγματος τῆς χωροφυλακῆς, ὁ ὁποῖος ἐδῶ καὶ ἑξήντα πάνω–κάτω χρόνια πυροβόλησε, ἐν ψυχρῷ, καὶ δολοφόνησε τὸν διοικητὴ τῆς Χωροφυλακῆς ποὺ ἕδρευε στὴν πόλη μας.
Δυὸ τεθωρακισμένα αὐτοκίνητα τοῦ τάγματος προσπαθοῦσαν νὰμποῦν στὸ προαύλιο τῶν φυλακῶν μὲ σκοπὸ νὰ ἐκτελέσουν ὅλους τους φυλακισμένους. Εἶχε περάσει λίγη ὥρα, ἀφότου ἡ φάλαγγα τῶν αὐτοκινήτων, τὴν ὁποία συνόδευαν τὰ μηχανοκίνητα τοῦ τάγματος,ἔπεσε σὲ ἐνέδρα καὶ ἀντάρτισσες ποὺ ἔκαναν ὅτι μάζευαν χόρτα στὶς παρυφὲς τῆς δημοσιᾶς, σκότωσαν ἕναν λοχαγὸ καὶ δυὸ ὁπλίτες, οἱὁποῖοι ἐπέβαιναν σὲ ἕνα τζίπ. Ὕστερα χάθηκαν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦστὶς ρεματιὲς τοῦ βουνοῦ, χωρὶς νὰ προλάβουν νὰ ἀντιδράσουν οἱὑπόλοιποι ἀπὸ τὰ τεθωρακισμένα.
Τὰ τὰνκ ἔκαναν μεταβολὴ καὶ ἐπέστρεψαν δρομέως στὴν πόλη, στὸκατάστημα τῶν φυλακῶν, ὅπου καὶ ἐπέμεναν νὰ παρακάμψουν τοὺς φρουροὺς καὶ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸ θάνατο τῶν συντρόφων τουςἐκτελώντας τοὺς φυλακισμένους, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων, ὄχι ὅμωςὅλοι, βρίσκονταν στὴ φυλακὴ γιὰ τὰ πολιτικὰ τους φρονήματα.
Ὁ διοικητὴς τῆς Χωροφυλακῆς τῆς μικρῆς μας πόλης, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν φρούρηση τῶν κρατουμένων, ἔσπευσε στὸκτήριο τῶν φυλακῶν καὶ προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τὸ ἐπαπειλούμενοἀνοσιούργημα. Εἶπε μάλιστα ὅτι: «θὰ περάσετε πρῶτα πάνω ἀπὸ τὸσῶμα μου καὶ ὕστερα θὰ μπεῖτε μέσα στὴ φυλακή», πράγμα ὅμως τὸὁποῖο δὲν καθυστέρησε διόλου νὰ συμβεῖ.
Σήμερα, στὸ ὀστεοφυλάκιο τοῦ 1ου νεκροταφείου, μέσα σὲ ἕνα σαρακοφαγωμένο ξύλινο κουτὶ ὑπάρχουν τὰ ὀστὰ τοῦ ἀδικοχαμένου διοικητή. Τὸ ὄνομά του ἔχει σχεδὸν σβηστεῖ, μάλιστα τὸ μικρὸ δὲν φαίνεται σχεδὸν καθόλου. Ἔχει μείνει ἕνα …ΟΣ καὶ σὲ μιὰ συζήτηση προσφάτως δυὸ ἔγκριτοι συμπολίτες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἦσαν ἐνἐνεργείᾳ πρόεδροι συλλόγων, διεφώνησαν ἂν τὸ μικρὸ ὄνομα τοῦδιοικητῆ ἦταν ΧΡΗΣΤΟΣ ἢ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Ἡ φιλονικία τους ἐκείνη,ἴσως καὶ γιὰ λόγους συλλογικῶν διαφορῶν, ὀξύνθηκε σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τοὺς ὁδηγήσει, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλα μέλη τῶν συλλόγων τους, στὸ ὀστεοφυλάκιο τοῦ 1ου νεκροταφείου χωρὶς ὅμως νὰμπορέσουν νὰ διακρίνουν, ποιὸ ἦταν πράγματι τὸ ἀναγεγραμμένοὄνομα.
Ἂν ὁ ἴδιος ὁ ὁπλίτης ἢ βαθμοφόρος τοῦ 2ου μηχανοκινήτου τάγματος τῆς Χωροφυλακῆς εὑρίσκεται ἐν ζωῇ ἢ ἂν ὑπάρχει κανεὶς ὁὁποῖος γνώριζε τὸ ἐν λόγῳ ἄτομο, τὸν ἀναζητεῖ ἕνας, ποὺ μικρὸ παιδὶτότε, ἄκουσε τὶς ριπὲς ἀπὸ τὰ πολυβόλα καὶ ἔτρεξε νὰ κρυφτεῖ στὸ ὑπόγειο ἑνὸς μαγαζιοῦ. Μόλις τοὺς εἶχαν μοιράσει, ὅπως κάθε μέρα, στὸ σχολεῖο τὸ γάλα, τὸ ὁποῖο τοῦ χύθηκε στὸ δρόμο καθὼς ἔτρεχε κρατώντας στὸ χέρι του τὸ κατσαρόλι καὶ ἀντιβούιζαν στὰ ἀφτιὰ τουοἱ ριπὲς ἀπὸ τὰ πολυβόλα.
***
Ἀναζητῶ τὸν Ἀλέκο Πέτρα. Τὸ 1947 ὑπῆρξε συμμαθητής μου στὴν πρώτη τάξη τοῦ 3ου Δημοτικοῦ Σχολείου, τότε ποὺ τὸ 3ο δὲν εἶχε δικό του κτήριο καὶ τὸ μάθημα γινόταν πότε σὲ κάποια αἴθουσα τῆςἘπαγγελματικῆς Σχολῆς, πότε, ὅταν ὁ καιρὸς ἦταν καλός, στὸν Λόφο ἢ στὸ δασάκι τῆς Δεξαμενῆς. Ἡ Ἐπαγγελματικὴ Σχολή, τὸ ὄμορφο αὐτὸ νεοκλασικὸ κτήριο δὲν ὑπάρχει πιά, τὸ γκρέμισαν στὴ Δικτατορία γιὰ νὰ χτιστεῖ στὴ θέση του αὐτὸ τὸ ἐξάμβλωμα, τὸ ὁποῖο στεγάζει σήμερα τὸ 2ο Λύκειο.
Ὁ Ἀλέκος εἶχε τὸ δικό του θρανιάκι, τὸ ὁποῖο κουβαλοῦσε στὴν πλάτη του στὰ διάφορα μέρη, ὅπου πηγαίναμε γιὰ τὸ μάθημα. Ὁπατέρας του διατηροῦσε ἕνα μικρὸ καφενεῖο στὸ ὑπόγειο, κάτω ἀπὸ τὸ μπακάλικο, ἐδώδιμα, ἀποικιακὰ «Ἡ Ἀφθονία» τοῦ Βασιλείου Σαράκου. Μέσα στὸ χρόνο ἐκεῖνο, τὸ 1947, τὸ καφενεῖο ἔκλεισε καὶὅπως μαθεύτηκε ἀργότερα ὁ πατέρας Πέτρας φυλακίστηκε ὡςὕποπτος τροφοδότης ἀνταρτῶν. Καὶ τοῦτο γιατί δὲν μπόρεσε νὰδικαιολογήσει, πῶς μιὰ μεγάλη ποσότητα καφὲ εἶχε καταναλωθεῖμέσα σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα.
Εἰπώθηκαν κι ἐδῶ διάφορα, ὅτι ὁ Σαράκος τὸν κάρφωσε, δὲν τοῦ ἄρεσε ἡ ὕπαρξη τοῦ καφενείου κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, ὅπου ἔλεγε πὼς μαζεύονταν ὅλα τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας. Ὁ Βασίλεος Σαράκος ὑπῆρξε νομοταγὴς πολίτης, μέλος τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου τοῦ ἐμπορικοῦ συλλόγου τῆς πόλεως, ἐπίτροπος στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἄρρωστος μὲ καρδιακὰ προβλήματα ἔχει πρὸ πολλοῦ ἀποβιώσει, ὅμως ἄφησε δυὸ ἀπογόνους, δυὸ ἀγόρια, ὁ ἕνας εἶναι ἀνώτερος δικαστικὸς καὶ ὁ ἄλλος, ἀφοῦ σταδιοδρόμησε ὡςἀξιωματικός του Πυροβολικοῦ, ἀποστρατεύτηκε μὲ τὴν μεταπολίτευση.
Μὲ τὸν Ἀλέκο κατοικούσαμε στὴν ἴδια γειτονιά, κοντὰ στὸ μεγάλο ποτάμι, ἐκεῖ ὅπου τὴν ἄνοιξη, μὲ τὶς πρῶτες ζέστες, ἀρχίζαμε τὰ μπάνια. Σὲ ἕνα σημεῖο μάλιστα κάτω ἀπὸ ἕνα ἀνάχωμα, ἐκεῖ ποὺ τὸ νερὸ ἔπαιρνε μία ἀπότομη στροφή, λέγανε ὅτι ὑπῆρχε ἕνα μάτι, δηλαδὴ μία ρουφήχτρα. Ἐμεῖς δὲν τὸ πιστεύαμε μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς ἄνοιξης τοῦ 1947, ποὺ ὁ Ἀλέκος κολύμπησε κοντὰ στὸ μάτι καὶ τὸν εἴδαμε ξαφνικὰ νὰ παίρνει στροφὲς μέσα στὸ νερό, νὰπροσπαθεῖ νὰ ξεφύγει καὶ νὰ μὴν τὸ κατορθώνει. Τὸ κεφάλι του δὲν φαινόταν πιά.
Ἤμαστε κάπου δέκα παιδιά, καὶ εἴχαμε σταθεῖ ἀποσβολωμένα, χωρὶς νὰ τολμᾶ κάποιο νὰ κολυμπήσει πρὸς τὸ μέρος ὅπου βούλιαζε ὁἈλέκος. Τότε, ἕνα μεγάλο παιδί, ὁ Ξερίνης, ποὺ πήγαινε στὸ Γυμνάσιο, ἔτρεξε, πῆρε ἕνα καλάμι, ἀνέβηκε στὸ ἀνάχωμα πάνω ἀπὸτὴ ρουφήχτρα καὶ τὸ βούτηξε μέσα στὸ νερό. Ὁ Ἀλέκος πιάστηκεἀπὸ τὸ καλάμι καὶ ὁ Ξερίνης, ἀργά, μὲ μεγάλη προσπάθεια καὶ σφίγγοντας τὰ δόντια τὸν τράβηξε ἔξω.
Εἶχε καταπιεῖ νερὸ μὲ τὴν ψυχή του, ἀλλὰ τὴ γλύτωσε. Στὴν γειτονιὰ τὸν θυμᾶμαι μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ.
Ὁ Ἀλέκος δὲν ξαναγύρισε στὸ σχολεῖο στὴ Δευτέρα τάξη καὶ ἔκτοτεἀγνοεῖται ἡ τύχη του. Σήμερα, ἂν ζεῖ, θὰ ἔχει παιδιὰ καὶ ἐνδεχομένως καὶ ἐγγόνια. Πιθανόν, κάποιος νὰ γνωρίζει κάτι γιὰ τὴν τύχη του ἢγιὰ τὴν τύχη τῶν δικῶν του, εἶχε διαδοθεῖ ἡ φήμη ὅτι καὶ τὴν μητέρα του εἶχε συλλάβει ἡ ὁμάδα τοῦ Μαυρακάκου. Ἔτσι τὴν ἔγραφαν τότε οἱ τοπικὲς ἐφημερίδες: ἡ ὁμάδα τοῦ Μαυρακάκου, καὶ ἂν σήμερα μερικοὶ τὴν ὀνομάζουν συμμορία, ὑπάρχουν πολλοὶ εὐυπόληπτοι συμπολίτες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀνέχονται τέτοιου εἴδους διασυρμὸ γιὰ τὸν Μαυρακάκο καὶ τοὺς συναγωνιστές του, ἀλλὰ δίνουν τόπο στὴνὀργή. Βλέπεις ἄλλαξαν οἱ καιροί.
***
Ἡ Σταυρούλα Δ...οῦ τῆς ὁποίας τὸ ἐπίθετο πιθανὸν νὰ ἔχει ἀλλάξει, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἐμφυλίου ἐχρημάτισε οἰκιακὴ βοηθὸς τῆς οἰκογενείας τοῦ ὑαλοπώλη Ἰωάννου Παπαβεκροπούλου. Κατὰ τὴν χρονικὴ διάρκεια κατὰ τὴν ὁποία ἡ Σταυρούλα ὑπηρετοῦσε τὴν ἀνωτέρω οἰκογένεια συνδέθηκε μὲ ἐρωτικὸ δεσμὸ μὲ τὸν Τζώρτζη Κρεβατάκο, κάτοικο γειτονικῆς οἰκίας, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν συμπάθειά του στὴν Ἀριστερά. Ὁ δεσμὸς τῶν δυὸ νέων δὲν κράτησε πολύ, μόλις μερικὲς ἑβδομάδες, μετὰ τὴν παρέλευση τῶν ὁποίων ὁ Τζώρτζης ἀνέβηκε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ πολεμήσει, ὅπως ἔγραψε στὴ Σταυρούλα σὲ μιὰ ἀποχαιρετιστήρια ἐπιστολή, τοὺς μοναρχοφασίστες τῆς δεξιᾶς.
Ὁ δεσμὸς αὐτὸς τῆς Σταυρούλας δὲν ξεχάστηκε, καθὼς δὲν ἄργησε νὰ κοινολογηθεῖ ἀπὸ κακοήθεις ψιθυριστές, μέχρι ποὺ ἔφτασε στὰ ἀφτιὰ τοῦ Νικολάου Σκάρλα, δραστηρίου μέλους τῆς ἙνώσεωςἘθνικοφρόνων του Νομοῦ, ἡ ὁποία Ἕνωσις εἶχε τὴν ἕδρα της στὴν πόλη μας. Ὁ Σκάρλας μετέφερε στὸν πρόεδρο τῆς Ἑνώσεως, γνωστὸδικηγόρο, τὰ καθέκαστα περὶ τὸν δεσμὸ τῆς Σταυρούλας.
Ἡ κοπέλα συνελήφθη ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ ἀφοῦ ὑπέστη μιὰ σειρὰ ἀπὸ βασανιστικὲς ἀνακρίσεις, ὑποχρεώθηκε νὰ ὑπογράψει τὴν παρακάτω δήλωση, ἡ ὁποία διαβάστηκε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία τοῦχωριοῦ της, καὶ ἐν συνεχείᾳ δημοσιεύθηκε στὶς ἐνταύθα τοπικὲς ἐφημερίδες, μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἐξέδιδε ὁΜῆτσος Φλουρέας, ἀπόφοιτος τοῦ Σχολαρχείου καὶ καταδικασμένος γιὰ ὑπεξαίρεση ἑνὸς μεγάλου χρηματικοῦ ποσοῦ ἀπὸ τὸ ταμεῖο γιὰτὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας, πάντως ὅμως ὑγιῶν κοινωνικῶν φρονημάτων.
Ἡ κάτωθι ὑπογεγραμμένη Δ…οῦ Σταυρούλα τοῦ Νικολάου καὶ τῆς Πολυτίμης, ἐτῶν 22, ὑπηρέτρια, ἐκ Μαγκανιακοῦ-Μεσσηνίας, κάτοικος ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Λεωνίδου 456, δηλῶ ὅτι κατὰ τὴν κατοχικὴν περίοδον ἀνεμίχθην εἰς τὴν ΕΠΟΝ τῆς ἰδιαιτέρας μου πατρίδος. Ἤδη μεταμεληθεῖσα ἀποδοκιμάζω καὶ καταδικάζω τὸ ΚΚΕ καὶ τὰς παραφυάδας αὐτοῦ, καθὼς καὶ τὴν ψευδοκυβέρνησιν τῶνἀρνησιπάτριδων σλαυοδούλων Ἑλλήνων, τασσομένη ἀνεπιφυλάκτως παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ Κράτους καὶ τοῦ μαχομένου ἐθνικοῦ στρατοῦ.
Τώρα, τὸ ὅτι μερικοὶ χωροφύλακες ἐκτὸς τῶν ἀνακρίσεων φρόντισαν νὰ ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ τὰ σωματικὰ της χαρίσματα ὁ κόσμος θὰ τὰ θεωροῦσε ψευδολογίες, ἂν δὲν βρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ χωροφύλακας Γιάννης Ζεϊμπέκης, νὰ ὁμολογήσει μὲ ἔπαρση ὅτι πράγματι σάπισε τὸ πουλί του νὰ πηδάει τὴν ὡραία Σταυρούλα.
Τὴν ἀναζητεῖ ὁ Τζώρτζης Κρεβατάκος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ διέφυγε στὶς ἀνατολικὲς χῶρες μετὰ ἀπὸ περιπετειώδεις πορεῖες στὴν ὀρεινὴ Ἑλλάδα κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐκκαθαρίσεων τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ, ἐν συνεχείᾳ μετανάστευσε στὴν Αὐστραλία ὅπου διαμένει μονίμως. ὉΤζώρτζης Κρεβατάκος ἔμεινε ἀνύπαντρος καθ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ἀπὸ τὴν ἀποχώρησή του ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα μέχρι σήμερα.
***
Ἡ Τασούλα Τ…οῦ, κατοικοῦσε στὴν συνοικία τοῦ Εὔοσμου στὴ Θεσσαλονίκη. Κατὰ τὴν καλούμενη ἐπανάσταση τῆς 21ης Ἀπριλίου φοιτοῦσε στὴν τελευταία τάξη τοῦ ὀκταταξίου Γυμνασίου καὶ προετοιμαζόταν νὰ δώσει ἐξετάσεις στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ὁ πατέρας της ἦταν ἰδιοκτήτης μιᾶς κινηματογραφικῆς αἴθουσας, ὅπου προεπαναστατικῶς τὴν εἶχε παραχωρήσει γιὰ συγκεντρώσεις ἀριστερῶν ὀργανώσεων. Αὐτὸς ὑπῆρξε ἕνας λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον συνελήφθη καὶ βασανίστηκε στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα τοῦ Εὐόσμου. Ὅτι τὰ περὶ τοῦ βασανισμοῦ τοῦ πατρὸς τῆς Τασούλας δὲν εἶναι μυθεύματα· ὑπάρχει ἕνα περιστατικὸ καὶ μιὰ ὁλόκληρη ἔκτοτε διαδικασία, ἡ ὁποία παρ’ ὀλίγο νὰ καταλήξει στὴν ἀποστρατεία ἑνὸς λοχαγοῦ, τοῦ Κ.Μ.
Ὁ ἐν λόγῳ λοχαγός, ἱκανότατο στέλεχος μιᾶς μοίρας Πυροβολικοῦ, μετεκπαιδευμένος στὴ σχολὴ πολέμου, εἶχε στρατοπεδεύσει μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ μοίρα στὸ προαύλιο τοῦ γυμνασίου τοῦ Εὐόσμου, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο «Λέων», τὸ ὁποῖο προέβλεπε τὸν ἔλεγχο τῆς τάξεως στὶς συνοικίες τοῦ Εὐόσμου καὶ τῆς Νεάπολης, καθὼς καὶ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἠλεκτρικοῦ σταθμοῦ.
Μιὰ μέρα, ὁ λοχαγὸς Κ.Μ. μαζὶ μὲ ἕναν ἔφεδρο ἀξιωματικὸ καὶ ἕναν λοχία πῆγαν στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα γιὰ νὰ ρυθμίσουν ἕνα ὑπηρεσιακὸ θέμα σχετικὸ μὲ τὶς παγανιές, οἱ ὁποῖες θὰ γίνονταν καθ’ὅλη τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ γραφὴ συνθημάτων στοὺς τοίχους καὶ ἡ ρίψη προκηρύξεων.
Μπαίνοντας στὸ διάδρομο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ γραφεῖο τοῦ διοικητοῦ,ἐνῶ περνοῦσαν μπροστὰ ἀπὸ μία ἀνοιχτὴ πόρτα, εἶδαν μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο δεμένον σὲ μιὰ καρέκλα ἕναν ἄντρα σὲ μαῦρα χάλια. Ἡ μύτη του σπασμένη, τὸ στόμα του γεμάτο αἵματα, τὰ μάτια του μαυρισμένα. Ὁ ἄνθρωπος βογγοῦσε καὶ ἕνας ἄγριος χωροφύλακας τὸν χτυποῦσε μὲ μανία βλαστημώντας καὶ βρίζοντας. Πούστη, γαμῶ τὸ σταυρό σου, φώναξε: «ζήτω ἡ ἐπανάσταση».
Στὸ γυρισμό, ἐνῶ περπατοῦσαν στὸ δρόμο γιὰ τὸ προαύλιο τοῦ γυμνασίου ὅπου εἶχαν στρατοπεδεύσει, ὁ λοχαγὸς Κ.Μ. στράφηκε στὸν ἔφεδρο ἀξιωματικὸ καὶ εἶπε:
—Ἂν κάναμε ἐπανάσταση γιὰ νὰ γίνονται τέτοια πράγματα καλύτερα νὰ μὴν γινόταν.
Αὐτὴ τὴ φράση ἔσπευσε νὰ μεταδώσει ὁ λοχίας ποὺ βάδιζε μαζὶ μὲ τοὺς δυὸ ἀξιωματικοὺς στὸν λοχαγό, διοικητὴ τῆς πυροβολαρχίας του, ὁ ὁποῖος δὲν καθυστέρησε νὰ ὑποβάλει ἀναφορὰ εἰς βάρος τοῦ συναδέλφου του.
Ὁ Κ.Μ, κινδύνευσε νὰ ἀποταχθεῖ, ἀλλά, τελικῶς, μὲ τὴ μεσολάβηση ἑνὸς ὑψηλόβαθμου στελέχους τῆς χούντας γλύτωσε τὴν ἀποστρατεία. Ἁπλῶς τιμωρήθηκε σιωπηλῶς μὲ μιὰ δυσμενῆ μετάθεση καὶ τὸν παρέλειψαν στὶς προσεχεῖς προαγωγές.
Σήμερα τὸν λοχαγὸ Κ.Μ. ἀναζητεῖ ἡ Τασούλα Τ…οῦ, καθηγήτρια φιλόλογος στὸ Λύκειο τοῦ Εὐόσμου. Θέλει ἔστω, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια νὰ τὸν εὐχαριστήσει, γιατί συμπόνεσε τὸν βασανισμένο πατέρα της, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκε ἀπὸ ἀναπνευστικὰ καὶ ἄλλα προβλήματα μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Γυάρο, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, μέσα στὴν αἴθουσα τοῦ κινηματογράφου, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς συγκέντρωσης τῆς νεολαίας, ὅπου μιὰ λαϊκὴ ὀρχήστρα καὶ μία χορωδία νέων ἑρμήνευσαν ἐπαναστατικὰ τραγούδια.
***
Ἀναζητεῖται ὁ Νάκης Π… κατὰ τὴν ταυτότητά του Ἀντώνιος Π…τοῦ Γεωργίου καὶ τῆς Ἀγγελικῆς. Ὁ Νάκης ἀφοῦ ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὸ 8ο γυμνάσιο Ἀθηνῶν, ἔγινε ἐμποροπλοίαρχος καὶ ἄρχισε νὰ κάνει ὑπερπόντια ταξίδια. Στὸ χωριὸ τῆς καταγωγῆς του, εἶχε στεφανωθεῖ τὴν Βασιλικὴ Κ… καὶ ἀπέκτησε μαζί της ἕνα ἀρσενικὸ παιδί, τὸν Γεώργιο, τὸν ὁποῖον εἶδε μόνο μιὰ φορὰ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τοῦ ἐλλιμενισμοῦ τοῦ πλοίου του στὴν Κρήτη, ὅταν ὁ Γεώργιος ἦταν δεκαπέντε ἐτῶν, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μεταξικῆς δικτατορίας.
Ἔκτοτε ὁ Νάκης Π… δὲν ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα καὶ μέχρι σήμερα ἀγνοεῖται ἡ τύχη του. Ὁ Νάκης Π… ἐξαφανίστηκε, μετὰ τὸν Παγκόσμιο Πόλεμο σὲ ἕνα λιμάνι τῆς Ἰαπωνίας, ὅπου εἶχαν ἀράξει γιὰ μερικὲς ἀπαραίτητες ἐπισκευές. Τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ πλοῖο ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὸ Σϊδνεϊ, ὁ Νάκης Π… δὲν ἐπέστρεψε, χωρὶς ποτὲ νὰ διαπιστωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ τόπου ποιὰ ὑπῆρξε ἡ τύχη του. Ἔγιναν ἐπανειλημμένως διαβήματα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ πρεσβεία καὶτὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Ὁ Γεώργιος, ἐπιμελὴς μαθητής, εἰσήχθη στὴ σχολὴ τῶν Πολιτικῶν μηχανικῶν τοῦ ΕΜΠ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεφοίτησε μὲ ἄριστα καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς ἐργολάβος δημοσὶων ἔργων στὴν ἰδιαιτέρα του πατρίδα. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ἀκριβῶς μετὰ τὸν Πόλεμο καὶ ὁ Γεώργιος εἶχε ἀναλάβει τὴν κατασκευὴ μιᾶς γέφυρας στὸ χωριὸ Ἅγιος Νικόδημος, γειτονικό τοῦ χωριοῦ ὅπου εἶχε γεννηθεῖ. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἦταν ἕνα κεφαλοχώρι, πρωτεύουσα Δήμου, χωρισμένο σὲ δυὸ μεγάλες συνοικίες. Στὸ κάτω χωριὸ καὶ στὸ πάνω χωριὸ ἢ Τούρλα, ὅπως τὸ ὀνόμαζαν οἱ ἐγχώριοι.
Ὁ Ἐμφύλιος συγκλόνιζε τὴ χώρα, στὰ χωριὰ τῆς ὑπαίθρου κυριαρχοῦσε ὁ τρόμος. Μάχες, ἐνέδρες καὶ νυχτερινὲς ἐπιδρομὲς ἦταν καθημερινὸ φαινόμενο.
Κατὰ τὴν 7η Ἀπριλίου τοῦ 1948, μιὰ ὁμάδα ἀνταρτῶν μπῆκε τὴ νύχτα στὸ κάτω χωριὸ καὶ ἐπιτέθηκε στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα ποὺ ἀριθμοῦσε πέντε ἐν ὅλῳ ἄτομα μαζὶ μὲ τὸν ἀστυνόμο, ἐνωμοτάρχη Νικόλαο Ζ… τοῦ Ἐλευθερίου. Ἡ μάχη ὑπῆρξε ἄνιση καὶ οἱ ὁμάδα τῶν ἀνταρτῶν ἀπεχώρησε παίρνοντας μαζί της λάφυρα ὁπλισμὸ καὶ πυρομαχικά, ἀφοῦ ἄφησε νεκροὺς καὶ τοὺς πέντε ἀστυνομικούς.
Τὴν ἑπομένη τὸ μεσημέρι κατέφθασε στὸν Ἅγιο Νικόδημο ὁ Γιάννης Π… μὲ τοὺς δικούς του, ἑξήντα ἄτομα, ὁπλισμένοι μὲ ἀτομικὰ ὅπλα, αὐτόματα καὶ πολυβόλα.
Διέταξε ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ κάτω χωριοῦ νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν πλατεία. Ὁ Γεώργιος διέμενε μὲ ἐνοίκιο, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κατασκευῆς τῆς γέφυρας σὲ ἕνα σπίτι στὸ πάνω χωριό, ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι βρέθηκε στὸ κάτω, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι κάτοικοι ἐξ αἰτίας τῶν νυχτερινῶν συμβάντων.
Ὁ Γιάννης Π…κατηγόρησε τοὺς συγκεντρωμένους στὴν πλατεία κατοίκους, ὅτι αὐτοὶ ἤσαν ἐκεῖνοι ποὺ βοήθησαν τοὺς ἀντάρτες νὰ μποῦν στὸ χωριό τους, εἶχε καὶ ἀπὸ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς γνώση ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἦταν ἀνταρτοχώρι, καὶ χωρὶς πολλὲς περιστροφὲς ἔδωσε διαταγὴ καὶ οἱ ἄντρες του ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ πολυβόλα ποὺ εἶχαν στηθεῖ γύρω γύρω στὴν πλατεία. Δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ξεφύγει κανεὶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γιάννης Π… κραδαίνοντας τὸ παραμπέλουμ πιστόλι του, οὔρλιασε σὰν λυσσασμένο σκυλὶ καὶ πυροβολοῦσε τοὺς ἄμοιρους χωρικούς. Ἀνάμεσα στὰ πτώματα βρέθηκε καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἄτυχου Γεωργίου Π…, ἐργολάβου ΔΕ, ἀποφοίτου του ΕΜΠ.
Τὸν Νάκη Π… ἀναζητεῖ ὁ γιὸς τοῦ Γεωργίου Π… Ἀντώνης Π…, ἐγγονός του. Ὁ Ἀντώνης Π…ἔχει κάνει σπουδὲς οἰκονομικῶν μαθηματικῶν στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐν συνεχείᾳ στὸ πανεπιστήμιο Daufine τοῦ Παρισιοῦ καὶ διαμένει στὸν Πειραιά.
***
Ἡ Μαρίνα Ν… γεννήθηκε ἀπὸ τὸ γάμο μιᾶς Γερμανίδας καὶ ἑνὸς Ἕλληνα τὸ 1945. Ὁ Ἕλληνας αὐτός, ἐργάτης στὰ τάγματα ἐργασίας τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας, παντρεύτηκε γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὶς φοβερὲς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἦταν ὑποχρεωμένος νὰδουλεύει σὲ ἕνα ἐργοστάσιο παραγωγῆς πάγου. Στὴ Γερμανία ὁδηγήθηκε, ἀφοῦ συνεργάτες τῶν Γερμανῶν τὸν συνέλαβαν στὴ μικρὴ πόλη ὅπου ζοῦσε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του: Τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν ἀνύπαντρη ἀδελφή του. Ἕνας ἀπὸ τοὺς συνεργάτες ἐκείνους ἀφοῦ τὸν ἔβρισε μὲ τὰ χειρότερα λόγια τοῦ πῆρε τὸ ρολόϊ του καὶ τὸν χρυσὸ σταυρὸ ποὺ εἶχε στὸ λαιμό του. Καὶ γιὰ τὴν ἱστορία ἀξίζει νὰ ἀναφέρει κανεὶς ὅτι ὁ ἐν λόγῳ δωσίλογος, ἐργολάβος δημοσίων ἔργων κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μετακατοχικῆς περιόδου, ἔφτασε νὰ χριστεῖ ὡς καὶ πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου τῆς πόλεως.
Ὁ Ἕλληνας ἐργάτης μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ἔφτασε μὲ τὴν Γερμανίδα σύζυγο στὴν πόλη του, ὅπου καὶ γεννήθηκε ἡ Μαρίνα. Ὁ γάμος τῶν γονέων της δὲν ἔμελλε νὰ κρατήσει πολύ, μοιραῖο ἀποτέλεσμα τῶν συνθηκῶν ποὺ συνετελέσθη. Ἔτσι, ἡ μικρὴ Μαρίνα ἔμεινε κοντὰ στὸν παππού, στὴν γιαγιὰ καὶ στὴν ἀνύπαντρη θεία της. Ὁ πατέρας ἔφυγε καὶ ταξίδευε μὲ τὰ καράβια σὲ μακρινὲς θάλασσες, ἡ μητέρα μετανάστευσε στὴν Ἀμερική, ὅπου καὶ ξαναπαντρεύτηκε.
Ἡ Μαρίνα τελείωσε τὸ Γυμνάσιο χωρὶς νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές της, δὲν ὑπῆρχαν οἱ ἀπαραίτητοι οἰκονομικοὶ πόροι. Ἔπιασε δουλειὰ σὲ ἕνα δικηγορικὸ γραφεῖο ὡς δακτυλογράφος.
Ὁ πατέρας της, χωρὶς νὰ σταματήσει τὰ ταξίδια μὲ τὰ καράβια, συνῆψε κι αὐτὸς δεύτερο γάμο στὴν πρωτεύουσα, μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη ὅπου ζοῦσε ἡ Μαρίνα. Ἀπέκτησε δυὸ παιδιά, ἕνα γιὸ καὶ μία κόρη, τὰ ὁποία δὲν γνώρισαν ποτὲ τὴν ἑτεροθαλὴ ἀδελφή τους, ἡ μητέρα τους δὲν συναινοῦσε σὲ τέτοιες ἐπαφές.
Ἡ Μαρίνα, ξεχασμένη ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, ἔμεινε νὰ ἐργάζεται στὸ δικηγορικὸ ἐκεῖνο γραφεῖο. Ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιὰ ἦρθε μιὰ μέρα, καί, μέσα σὲ ἕξι μῆνες ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὸν μάταιο ἐτοῦτο κόσμο. Ἔμεινε ἡ Μαρίνα μόνη της μὲ τὴν γεροντοκόρη θεία.
Τότε ἔγραψε ἕνα γράμμα στὴν μητέρα της στὴν Ἀμερική. Θὰ πέρασαν μερικοὶ μῆνες, ὅταν ἔλαβε μία ψυχρὴ ἀπαντητικὴ ἐπιστολή, ὅπου ἡ μητέρα της, τῆς ἔλεγε ὅτι ἔχει νὰ φροντίζει γιὰ τὰ δικά της παιδιὰ στὸ Σικάγο, ὅπου ζοῦσε τώρα, καὶ ὅτι ἡ ζωὴ δὲν εἶναι εὔκολη γι’ αὐτήν, καθὼς εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἐργάζεται σκληρὰ μέρα-νύχτα.
Ἡ Μαρίνα, πλέον, δὲν ἀναζητεῖ κανέναν καὶ δὲν περιμένει τίποτε. Κάθε πρωὶ ξεκινάει γιὰ τὸ γραφεῖο, τώρα γράφει στὸν ὑπολογιστή, καὶ τὰ μεσημέρια κάθεται μαζὶ μὲ τὴ θεία-Δήμητρα στὸ τραπέζι καὶ τρῶνε συζητώντας πολλὰ καὶ διάφορα, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν καθημερινῶς ἀπὸ τὴν μικρή τους πόλη μέχρι τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Γῆς.
Ο Δημήτρης Πετσετίδης γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1940. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε στην ιδιωτική
εκπαίδευση.
Έχει εκδώσει 7 συλλογές διηγημάτων και μια νουβέλα.
Τιμήθηκε με το
βραβείο Ουράνη για το σύνολο του έργου του. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα
αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο, τεῦχος 10ο, Καλοκαίρι 2010.
[Η προσθήκη των εικόνων έγινε από το Εντευκτήριο]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου