του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου
πηγή: http://www.lifo.gr
Το θυμήθηκε το πρωί η Αργυρώ, ανάμεσα στα συντρίμμια των γραφείων που θυμίζουν σκηνικό από βομβαρδισμένο κτίριο και ζήτησε να σταματήσουμε ό,τι κάναμε, να καθίσουμε προσοχή και άρχισε να το διαβάζει δυνατά. Είναι ένα κείμενο για μυστικά και ψέματα που κάποια στιγμή σε προδίδουν και διαλύουν κάθε ελπίδα υστεροφημίας. Το ηθικό δίδαγμα στο τέλος. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε editorial του Symbol και υπάρχει «Στον Παλιό Καταρράκτη», το εξαντλημένο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου.
Προχθές τα ήπια με έναν παλιό μου φίλο. Η ατμόσφαιρα ήταν πρόσφορη για ιστορίες – άκουγα τις μυγδαλιές μέσα στο Galaxy. Γιατρός αυτός, με γκρίζα μαλλιά, φτασμένος και ενδιαφέρων. Θύμιζε αμυδρά τύπο του Χένρι Τζέιμς, λιγάκι Βενετία – λιγάκι γύρω μας βυθιζόταν η Αθήνα.
«Άκου μια ιστορία», είπε, «που μου συνέβη όταν έκανα το αγροτικό μου σ’ ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Είναι ένα γεγονός που με επηρέασε βαθιά. Ένα καλοκαίρι του 1973, Αύγουστος νομίζω, με ξύπνησαν μες στα άγρια χαράματα. Κοιμόμουν στην αυλή, κάτω από μια μουριά – για την ακρίβεια είχα αποκοιμηθεί ζαλισμένος από τα ποτά σε μια αιώρα. Με πήγαν σ’ ένα κεφαλοχώρι, από καρόδρομους, μιάμιση ώρα απόσταση, η πρωινή δροσιά κατέβαινε από το βουνό και ευτυχώς με ξύπνησε. Οι άνθρωποι στο αυτοκίνητο ήτανε έντρομοι –ο πατριάρχης της οικογένειας πέθαινε!- αλλά ο τρόμος τους είχε μαζί κάτι σαν φρίκη. Και απόγνωση.
‘Πεθαίνει ο μπαμπάς!’, μου είπε γρήγορα και λίγο ντροπιασμένα μια γυναίκα στα πενήντα. ‘Έχει τρελαθεί, δεν ξέρει τι λέει. Δώστε του κάτι να σωπάσει’.
‘Τι λέει;’, ρώτησα, ξέροντας ότι τέτοιες ώρες οι άνθρωποι θέλουν να πουν ό,τι δεν πρόλαβαν να εκφράσουν σε όλη τη ζωή τους. Έχω δει ισόβιες έχθρες να λιώνουν κάτω από ένα χάδι ή μια ευχή ή μία συγγνώμη. Σκληρότατους ανθρώπους να κλαίνε βουβά στα πόδια ενός κρεβατιού, καρδιές να γυρίζουν φόδρα, - οι ώρες αυτές έχουν κάτι άγιο.
‘Λέει πράγματα φρικτά!’, είπε η γυναίκα και έπιασε με το χέρι της στο μέτωπό της, να συγκρατήσει ένα λυγμό.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, είδα τους άντρες στην αυλή. Είδα τις κάφτρες τους τσιγάρου τους στο μαβί φως του όρθρου. Καθόντανε σκυφτοί κι αμίλητοι, ένας πετεινός ελάλησε – κι έπειτα πάλι ησυχία. Οι γυναίκες ήταν καθισμένες στην κουζίνα γύρω από το αδειανό τραπέζι, τα μπράτσα δεμένα μεταξύ τους – άφηναν αραιά και πού έναν ψίθυρο ή ένα στεναγμό. Από την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου είδα τρία-τέσσερα παιδιά να κοιμούνται σε ένα διπλό κρεβάτι, ένα μωρό σ’ ένα καρότσι. Ο αέρας ήταν πηχτός κι ακίνητος, μες στο γαλάζιο σκοτάδι διέκρινα τα κάδρα των προγόνων και τη φωτογραφία του ανθρώπου που πέθαινε στο μέσα δωμάτιο. Ήταν ένα άντρας όμορφος, με καλοκαιρινό κοστούμι, μεταξωτό μαντήλι και ωραίο παναμά. Ατίθασες μπούκλες τα καστανά μαλλιά του – μου φάνηκε παράξενο! Ήτανε γελαστός και ευθυτενής και με το χέρι απλωμένο χάιδευε το λαιμό ενός λευκού αλόγου που έκλινε το κεφάλι υπάκουα. Το ήξερα! Ή μάλλον, τον είχα ακουστά. Ήταν ένας περίβλεπτος παράγων της περιοχής με τέσσερα παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα. Αυτοδημιούργητος, είχε εμπλακεί με τα κοινά, με επιτυχία μάλιστα. Δεν είχε βλάψει άνθρωπο, είχε τεράστια περιουσία, είχε κάνει δωρεές σε ιδρύματα και εκκλησίες – εν γένει ήταν πρόσωπο περιωπής.
Ένας άντρας στα 60, με υγρά μάτια, με πήρε από το μπράτσο. Καθώς με οδηγούσε σε μία πόρτα κλειστή, που από μέσα της άκουσα κάτι ακατάληπτους ρόγχους, μου είπε ψιθυριστά στο αυτί: ‘Γιατρέ, κάνε ό,τι μπορείς. Ήμασταν όλοι μέσα όταν έγινε αυτό, να πάρουμε την ευλογία του. Εμείς, τα παιδιά μας, τα παιδιά των παιδιών μας… και ξαφνικά τον έπιασε αυτή η…’. Συσπάστηκε. ‘Τι φταίξαμε, Θεέ μου! Τι ντρόπιασμα είναι αυτό!’.
Τον χτύπησα στον ώμο και μπήκα μόνος στο δωμάτιο. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το πρώτο φως της μέρας και πάνω στο κρεβάτι ένας άντρας σε βαθύ γήρας ήταν σε παραλήρημα – ένα παραλήρημα ήσυχο, δίχως φωνές, ρυθμικό και υπόκωφο. Τα μάτια ήταν θολά κι ελάχιστα θυμίζανε το λαμπερό βλέμμα του κάδρου. Πέθαινε. Έσβηνε. Πλησίασα το κεφάλι για ν’ ακούσω. Κι έμεινα αποσβολωμένος. Ξέρεις τι έλεγε ο σεβάσμιος γέρων; Έλεγε και ξανάλεγε ενώ το σάλιο κύλαγε σε μία άκρη των χειλιών του και (συγγνώμη για τη χυδαιολογία): ‘Θέλω πούτσο! Θέλω πούτσο!’.
Ένα γέλιο ανέβηκε κελαρυστά απ’ το λαρύγγι μου (ήταν και τα υπολείμματα της μέθης) και το ‘πνιξα μη με λιντσάρουν. Ο γέρων άρχων ήτανε κρυφός ομοφυλόφιλος, ολόκληρη ζωή! Κράτησε τέλεια το μυστικό του, ανέβηκε στα σκαλιά της κοινωνίας, απέκτησε απογόνους, αλλά τον πρόδωσε το πάθος, την τελευταία στιγμή, με ένα πάρθιον βέλος. Τουλάχιστον ο ίδιος δεν το είχε καταλάβει. Όλη την ντροπή την έτρωγαν οι επίγονοι!
Του έκανα μια ένεση μορφίνης και έπεσε σε ένα βύθος που ελάχιστα απείχε από το κώμα. Ήπια έναν καφέ στη σιωπηλή κουζίνα και γύρισα στο εργένικο σπιτάκι μου να συμπληρώσω ύπνο.
Όταν ο γιος του γέροντα με άφησε μπροστά στην πόρτα μου και έφυγε αφήνοντας πίσω του σκόνη και καπνό, με πιάσανε τα γέλια. Ήταν ωραία εποχή, τότε απερίσκεπτη – θυμάμαι άκουγα το LittleCreatures των TalkingHeads μέχρι να λιώσει. Ξέχασα γρήγορα το περιστατικό.
Τότε δεν είχα καταλάβει το βάρος και το δράμα αυτού του ανθρώπου’, κατέληξε πίνοντας το πέμπτο Oban. ‘Το είχα πάρει ελαφρά – ίσως γιατί εγώ ποτέ δεν είχα τέτοιου τύπου σεξουαλικά απωθημένα. Μετά, όταν κι εγώ καταδυναστεύτηκα από επιθυμίες που έθαβα, από χειρονομίες που δεν έκανα και λόγια που δεν είπα, θυμόμουν του γέροντα του Βόλου και έκανα τη μοιραία κίνηση που μ’ ελευθέρωνε. Έκτοτε, λόγω επαγγέλματος, είδα πολλούς ανθρώπους ανελεύθερους που ενώ ζούσαν λαθραία, κρυμμένοι από τον εαυτό τους, πάντα στο τέλος ένα εμπόδιο (αλά Ρίπλεϋ) τους αποκάλυπτε και τους άφηνε γυμνούς. Μοιραίες γυναίκες που όλη τη ζωή τους δίψαγαν για τρυφερότητα, δεσποτικούς άνδρες που έκρυβαν μέσα τους ένα τρομαγμένο παιδάκι, αεράτους κοσμικούς που έπασχαν από αίσθημα κατωτερότητας, ισχυρούς πολιτικούς που διαφιλονικούσαν μυστικά ολόκληρη ζωή μ’ ένα νεκρό πατέρα. Γι’ αυτό σου λέω, η ιστορία αυτή με επηρέασε – γιατί παρ’ όλη την ακρότητά της εικονογραφεί ένα κυρίαρχο μοντέλο συμπεριφοράς’.
‘Παιδιά, πρέπει να κλείσω’, μας διέκοψε ο Μίλτος, ‘πλησιάζει τέσσερις’. Έτσι η ιστορία μας πρέπει να τελειώσει απότομα εδώ… Ούτως ή άλλως το ηθικό δίδαγμα το μαντέψατε ήδη.
«Άκου μια ιστορία», είπε, «που μου συνέβη όταν έκανα το αγροτικό μου σ’ ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Είναι ένα γεγονός που με επηρέασε βαθιά. Ένα καλοκαίρι του 1973, Αύγουστος νομίζω, με ξύπνησαν μες στα άγρια χαράματα. Κοιμόμουν στην αυλή, κάτω από μια μουριά – για την ακρίβεια είχα αποκοιμηθεί ζαλισμένος από τα ποτά σε μια αιώρα. Με πήγαν σ’ ένα κεφαλοχώρι, από καρόδρομους, μιάμιση ώρα απόσταση, η πρωινή δροσιά κατέβαινε από το βουνό και ευτυχώς με ξύπνησε. Οι άνθρωποι στο αυτοκίνητο ήτανε έντρομοι –ο πατριάρχης της οικογένειας πέθαινε!- αλλά ο τρόμος τους είχε μαζί κάτι σαν φρίκη. Και απόγνωση.
‘Πεθαίνει ο μπαμπάς!’, μου είπε γρήγορα και λίγο ντροπιασμένα μια γυναίκα στα πενήντα. ‘Έχει τρελαθεί, δεν ξέρει τι λέει. Δώστε του κάτι να σωπάσει’.
‘Τι λέει;’, ρώτησα, ξέροντας ότι τέτοιες ώρες οι άνθρωποι θέλουν να πουν ό,τι δεν πρόλαβαν να εκφράσουν σε όλη τη ζωή τους. Έχω δει ισόβιες έχθρες να λιώνουν κάτω από ένα χάδι ή μια ευχή ή μία συγγνώμη. Σκληρότατους ανθρώπους να κλαίνε βουβά στα πόδια ενός κρεβατιού, καρδιές να γυρίζουν φόδρα, - οι ώρες αυτές έχουν κάτι άγιο.
‘Λέει πράγματα φρικτά!’, είπε η γυναίκα και έπιασε με το χέρι της στο μέτωπό της, να συγκρατήσει ένα λυγμό.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, είδα τους άντρες στην αυλή. Είδα τις κάφτρες τους τσιγάρου τους στο μαβί φως του όρθρου. Καθόντανε σκυφτοί κι αμίλητοι, ένας πετεινός ελάλησε – κι έπειτα πάλι ησυχία. Οι γυναίκες ήταν καθισμένες στην κουζίνα γύρω από το αδειανό τραπέζι, τα μπράτσα δεμένα μεταξύ τους – άφηναν αραιά και πού έναν ψίθυρο ή ένα στεναγμό. Από την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου είδα τρία-τέσσερα παιδιά να κοιμούνται σε ένα διπλό κρεβάτι, ένα μωρό σ’ ένα καρότσι. Ο αέρας ήταν πηχτός κι ακίνητος, μες στο γαλάζιο σκοτάδι διέκρινα τα κάδρα των προγόνων και τη φωτογραφία του ανθρώπου που πέθαινε στο μέσα δωμάτιο. Ήταν ένα άντρας όμορφος, με καλοκαιρινό κοστούμι, μεταξωτό μαντήλι και ωραίο παναμά. Ατίθασες μπούκλες τα καστανά μαλλιά του – μου φάνηκε παράξενο! Ήτανε γελαστός και ευθυτενής και με το χέρι απλωμένο χάιδευε το λαιμό ενός λευκού αλόγου που έκλινε το κεφάλι υπάκουα. Το ήξερα! Ή μάλλον, τον είχα ακουστά. Ήταν ένας περίβλεπτος παράγων της περιοχής με τέσσερα παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα. Αυτοδημιούργητος, είχε εμπλακεί με τα κοινά, με επιτυχία μάλιστα. Δεν είχε βλάψει άνθρωπο, είχε τεράστια περιουσία, είχε κάνει δωρεές σε ιδρύματα και εκκλησίες – εν γένει ήταν πρόσωπο περιωπής.
Ένας άντρας στα 60, με υγρά μάτια, με πήρε από το μπράτσο. Καθώς με οδηγούσε σε μία πόρτα κλειστή, που από μέσα της άκουσα κάτι ακατάληπτους ρόγχους, μου είπε ψιθυριστά στο αυτί: ‘Γιατρέ, κάνε ό,τι μπορείς. Ήμασταν όλοι μέσα όταν έγινε αυτό, να πάρουμε την ευλογία του. Εμείς, τα παιδιά μας, τα παιδιά των παιδιών μας… και ξαφνικά τον έπιασε αυτή η…’. Συσπάστηκε. ‘Τι φταίξαμε, Θεέ μου! Τι ντρόπιασμα είναι αυτό!’.
Τον χτύπησα στον ώμο και μπήκα μόνος στο δωμάτιο. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το πρώτο φως της μέρας και πάνω στο κρεβάτι ένας άντρας σε βαθύ γήρας ήταν σε παραλήρημα – ένα παραλήρημα ήσυχο, δίχως φωνές, ρυθμικό και υπόκωφο. Τα μάτια ήταν θολά κι ελάχιστα θυμίζανε το λαμπερό βλέμμα του κάδρου. Πέθαινε. Έσβηνε. Πλησίασα το κεφάλι για ν’ ακούσω. Κι έμεινα αποσβολωμένος. Ξέρεις τι έλεγε ο σεβάσμιος γέρων; Έλεγε και ξανάλεγε ενώ το σάλιο κύλαγε σε μία άκρη των χειλιών του και (συγγνώμη για τη χυδαιολογία): ‘Θέλω πούτσο! Θέλω πούτσο!’.
Ένα γέλιο ανέβηκε κελαρυστά απ’ το λαρύγγι μου (ήταν και τα υπολείμματα της μέθης) και το ‘πνιξα μη με λιντσάρουν. Ο γέρων άρχων ήτανε κρυφός ομοφυλόφιλος, ολόκληρη ζωή! Κράτησε τέλεια το μυστικό του, ανέβηκε στα σκαλιά της κοινωνίας, απέκτησε απογόνους, αλλά τον πρόδωσε το πάθος, την τελευταία στιγμή, με ένα πάρθιον βέλος. Τουλάχιστον ο ίδιος δεν το είχε καταλάβει. Όλη την ντροπή την έτρωγαν οι επίγονοι!
Του έκανα μια ένεση μορφίνης και έπεσε σε ένα βύθος που ελάχιστα απείχε από το κώμα. Ήπια έναν καφέ στη σιωπηλή κουζίνα και γύρισα στο εργένικο σπιτάκι μου να συμπληρώσω ύπνο.
Όταν ο γιος του γέροντα με άφησε μπροστά στην πόρτα μου και έφυγε αφήνοντας πίσω του σκόνη και καπνό, με πιάσανε τα γέλια. Ήταν ωραία εποχή, τότε απερίσκεπτη – θυμάμαι άκουγα το LittleCreatures των TalkingHeads μέχρι να λιώσει. Ξέχασα γρήγορα το περιστατικό.
Τότε δεν είχα καταλάβει το βάρος και το δράμα αυτού του ανθρώπου’, κατέληξε πίνοντας το πέμπτο Oban. ‘Το είχα πάρει ελαφρά – ίσως γιατί εγώ ποτέ δεν είχα τέτοιου τύπου σεξουαλικά απωθημένα. Μετά, όταν κι εγώ καταδυναστεύτηκα από επιθυμίες που έθαβα, από χειρονομίες που δεν έκανα και λόγια που δεν είπα, θυμόμουν του γέροντα του Βόλου και έκανα τη μοιραία κίνηση που μ’ ελευθέρωνε. Έκτοτε, λόγω επαγγέλματος, είδα πολλούς ανθρώπους ανελεύθερους που ενώ ζούσαν λαθραία, κρυμμένοι από τον εαυτό τους, πάντα στο τέλος ένα εμπόδιο (αλά Ρίπλεϋ) τους αποκάλυπτε και τους άφηνε γυμνούς. Μοιραίες γυναίκες που όλη τη ζωή τους δίψαγαν για τρυφερότητα, δεσποτικούς άνδρες που έκρυβαν μέσα τους ένα τρομαγμένο παιδάκι, αεράτους κοσμικούς που έπασχαν από αίσθημα κατωτερότητας, ισχυρούς πολιτικούς που διαφιλονικούσαν μυστικά ολόκληρη ζωή μ’ ένα νεκρό πατέρα. Γι’ αυτό σου λέω, η ιστορία αυτή με επηρέασε – γιατί παρ’ όλη την ακρότητά της εικονογραφεί ένα κυρίαρχο μοντέλο συμπεριφοράς’.
‘Παιδιά, πρέπει να κλείσω’, μας διέκοψε ο Μίλτος, ‘πλησιάζει τέσσερις’. Έτσι η ιστορία μας πρέπει να τελειώσει απότομα εδώ… Ούτως ή άλλως το ηθικό δίδαγμα το μαντέψατε ήδη.
Το θυμήθηκε το πρωί η
Αργυρώ, ανάμεσα στα συντρίμμια των γραφείων που θυμίζουν σκηνικό από
βομβαρδισμένο κτίριο και ζήτησε να σταματήσουμε ό,τι κάναμε, να
καθίσουμε προσοχή και άρχισε να το διαβάζει δυνατά. Είναι ένα κείμενο
για μυστικά και ψέματα που κάποια στιγμή σε προδίδουν και διαλύουν κάθε
ελπίδα υστεροφημίας. Το ηθικό δίδαγμα στο τέλος. Δημοσιεύτηκε για πρώτη
φορά σε editorial του Symbol και υπάρχει «Στον Παλιό Καταρράκτη», το
εξαντλημένο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου.
ΣΧΟΛΙΑ (0)
17
Προχθές τα ήπια με έναν παλιό μου φίλο. Η ατμόσφαιρα ήταν πρόσφορη για
ιστορίες – άκουγα τις μυγδαλιές μέσα στο Galaxy. Γιατρός αυτός, με
γκρίζα μαλλιά, φτασμένος και ενδιαφέρων. Θύμιζε αμυδρά τύπο του Χένρι
Τζέιμς, λιγάκι Βενετία – λιγάκι γύρω μας βυθιζόταν η Αθήνα.
Magnify Image
«Άκου μια ιστορία», είπε, «που μου συνέβη όταν έκανα το αγροτικό μου σ’
ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Είναι ένα γεγονός που με επηρέασε βαθιά. Ένα
καλοκαίρι του 1973, Αύγουστος νομίζω, με ξύπνησαν μες στα άγρια
χαράματα. Κοιμόμουν στην αυλή, κάτω από μια μουριά – για την ακρίβεια
είχα αποκοιμηθεί ζαλισμένος από τα ποτά σε μια αιώρα. Με πήγαν σ’ ένα
κεφαλοχώρι, από καρόδρομους, μιάμιση ώρα απόσταση, η πρωινή δροσιά
κατέβαινε από το βουνό και ευτυχώς με ξύπνησε. Οι άνθρωποι στο
αυτοκίνητο ήτανε έντρομοι –ο πατριάρχης της οικογένειας πέθαινε!- αλλά ο
τρόμος τους είχε μαζί κάτι σαν φρίκη. Και απόγνωση.
‘Πεθαίνει ο μπαμπάς!’, μου είπε γρήγορα και λίγο ντροπιασμένα μια
γυναίκα στα πενήντα. ‘Έχει τρελαθεί, δεν ξέρει τι λέει. Δώστε του κάτι
να σωπάσει’.
‘Τι λέει;’, ρώτησα, ξέροντας ότι τέτοιες ώρες οι άνθρωποι θέλουν να πουν
ό,τι δεν πρόλαβαν να εκφράσουν σε όλη τη ζωή τους. Έχω δει ισόβιες
έχθρες να λιώνουν κάτω από ένα χάδι ή μια ευχή ή μία συγγνώμη.
Σκληρότατους ανθρώπους να κλαίνε βουβά στα πόδια ενός κρεβατιού, καρδιές
να γυρίζουν φόδρα, - οι ώρες αυτές έχουν κάτι άγιο.
‘Λέει πράγματα φρικτά!’, είπε η γυναίκα και έπιασε με το χέρι της στο
μέτωπό της, να συγκρατήσει ένα λυγμό.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, είδα τους άντρες στην αυλή. Είδα τις κάφτρες
τους τσιγάρου τους στο μαβί φως του όρθρου. Καθόντανε σκυφτοί κι
αμίλητοι, ένας πετεινός ελάλησε – κι έπειτα πάλι ησυχία. Οι γυναίκες
ήταν καθισμένες στην κουζίνα γύρω από το αδειανό τραπέζι, τα μπράτσα
δεμένα μεταξύ τους – άφηναν αραιά και πού έναν ψίθυρο ή ένα στεναγμό.
Από την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου είδα τρία-τέσσερα παιδιά να
κοιμούνται σε ένα διπλό κρεβάτι, ένα μωρό σ’ ένα καρότσι. Ο αέρας ήταν
πηχτός κι ακίνητος, μες στο γαλάζιο σκοτάδι διέκρινα τα κάδρα των
προγόνων και τη φωτογραφία του ανθρώπου που πέθαινε στο μέσα δωμάτιο.
Ήταν ένα άντρας όμορφος, με καλοκαιρινό κοστούμι, μεταξωτό μαντήλι και
ωραίο παναμά. Ατίθασες μπούκλες τα καστανά μαλλιά του – μου φάνηκε
παράξενο! Ήτανε γελαστός και ευθυτενής και με το χέρι απλωμένο χάιδευε
το λαιμό ενός λευκού αλόγου που έκλινε το κεφάλι υπάκουα. Το ήξερα! Ή
μάλλον, τον είχα ακουστά. Ήταν ένας περίβλεπτος παράγων της περιοχής με
τέσσερα παιδιά, εγγόνια, και δισέγγονα. Αυτοδημιούργητος, είχε εμπλακεί
με τα κοινά, με επιτυχία μάλιστα. Δεν είχε βλάψει άνθρωπο, είχε τεράστια
περιουσία, είχε κάνει δωρεές σε ιδρύματα και εκκλησίες – εν γένει ήταν
πρόσωπο περιωπής.
Ένας άντρας στα 60, με υγρά μάτια, με πήρε από το μπράτσο. Καθώς με
οδηγούσε σε μία πόρτα κλειστή, που από μέσα της άκουσα κάτι ακατάληπτους
ρόγχους, μου είπε ψιθυριστά στο αυτί: ‘Γιατρέ, κάνε ό,τι μπορείς.
Ήμασταν όλοι μέσα όταν έγινε αυτό, να πάρουμε την ευλογία του. Εμείς, τα
παιδιά μας, τα παιδιά των παιδιών μας… και ξαφνικά τον έπιασε αυτή η…’.
Συσπάστηκε. ‘Τι φταίξαμε, Θεέ μου! Τι ντρόπιασμα είναι αυτό!’.
Magnify Image
Τον χτύπησα στον ώμο και μπήκα μόνος στο δωμάτιο. Απ’ το ανοιχτό
παράθυρο έμπαινε το πρώτο φως της μέρας και πάνω στο κρεβάτι ένας άντρας
σε βαθύ γήρας ήταν σε παραλήρημα – ένα παραλήρημα ήσυχο, δίχως φωνές,
ρυθμικό και υπόκωφο. Τα μάτια ήταν θολά κι ελάχιστα θυμίζανε το λαμπερό
βλέμμα του κάδρου. Πέθαινε. Έσβηνε. Πλησίασα το κεφάλι για ν’ ακούσω. Κι
έμεινα αποσβολωμένος. Ξέρεις τι έλεγε ο σεβάσμιος γέρων; Έλεγε και
ξανάλεγε ενώ το σάλιο κύλαγε σε μία άκρη των χειλιών του και (συγγνώμη
για τη χυδαιολογία): ‘Θέλω πούτσο! Θέλω πούτσο!’.
Ένα γέλιο ανέβηκε κελαρυστά απ’ το λαρύγγι μου (ήταν και τα υπολείμματα
της μέθης) και το ‘πνιξα μη με λιντσάρουν. Ο γέρων άρχων ήτανε κρυφός
ομοφυλόφιλος, ολόκληρη ζωή! Κράτησε τέλεια το μυστικό του, ανέβηκε στα
σκαλιά της κοινωνίας, απέκτησε απογόνους, αλλά τον πρόδωσε το πάθος, την
τελευταία στιγμή, με ένα πάρθιον βέλος. Τουλάχιστον ο ίδιος δεν το είχε
καταλάβει. Όλη την ντροπή την έτρωγαν οι επίγονοι!
Του έκανα μια ένεση μορφίνης και έπεσε σε ένα βύθος που ελάχιστα απείχε
από το κώμα. Ήπια έναν καφέ στη σιωπηλή κουζίνα και γύρισα στο εργένικο
σπιτάκι μου να συμπληρώσω ύπνο.
Όταν ο γιος του γέροντα με άφησε μπροστά στην πόρτα μου και έφυγε
αφήνοντας πίσω του σκόνη και καπνό, με πιάσανε τα γέλια. Ήταν ωραία
εποχή, τότε απερίσκεπτη – θυμάμαι άκουγα το LittleCreatures των
TalkingHeadsμέχρι να λιώσει. Ξέχασα γρήγορα το περιστατικό.
Τότε δεν είχα καταλάβει το βάρος και το δράμα αυτού του ανθρώπου’,
κατέληξε πίνοντας το πέμπτο Oban. ‘Το είχα πάρει ελαφρά – ίσως γιατί εγώ
ποτέ δεν είχα τέτοιου τύπου σεξουαλικά απωθημένα. Μετά, όταν κι εγώ
καταδυναστεύτηκα από επιθυμίες που έθαβα, από χειρονομίες που δεν έκανα
και λόγια που δεν είπα, θυμόμουν του γέροντα του Βόλου και έκανα τη
μοιραία κίνηση που μ’ ελευθέρωνε. Έκτοτε, λόγω επαγγέλματος, είδα
πολλούς ανθρώπους ανελεύθερους που ενώ ζούσαν λαθραία, κρυμμένοι από τον
εαυτό τους, πάντα στο τέλος ένα εμπόδιο (αλά Ρίπλεϋ) τους αποκάλυπτε
και τους άφηνε γυμνούς. Μοιραίες γυναίκες που όλη τη ζωή τους δίψαγαν
για τρυφερότητα, δεσποτικούς άνδρες που έκρυβαν μέσα τους ένα τρομαγμένο
παιδάκι, αεράτους κοσμικούς που έπασχαν από αίσθημα κατωτερότητας,
ισχυρούς πολιτικούς που διαφιλονικούσαν μυστικά ολόκληρη ζωή μ’ ένα
νεκρό πατέρα. Γι’ αυτό σου λέω, η ιστορία αυτή με επηρέασε – γιατί παρ’
όλη την ακρότητά της εικονογραφεί ένα κυρίαρχο μοντέλο συμπεριφοράς’.
‘Παιδιά, πρέπει να κλείσω’, μας διέκοψε ο Μίλτος, ‘πλησιάζει τέσσερις’.
Έτσι η ιστορία μας πρέπει να τελειώσει απότομα εδώ… Ούτως ή άλλως το
ηθικό δίδαγμα το μαντέψατε ήδη. Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου