του Σταύρου Ζαφειρίου
πηγή: http://www.chronosmag.eu
Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Πάνου Θασίτη,
αφετηρία για αποκωδικοποίηση και αναγνώριση ενός έργου οξυδερκούς,
τολμηρού και πολυσήμαντου.
Συνηθίζεται ακόμη τον Πάνο Θασίτη, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Κλείτο Κύρου, σχεδόν συνομήλικους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, να τους κατατάσσουν, ως τριάδα, στους λεγόμενους «κοινωνικούς ποιητές» της Θεσσαλονίκης· ένας χαρακτηρισμός σαφώς προτιμότερος από τον άλλον: «ποιητές της ήττας», εξίσου όμως ευάλωτος και δεσμευτικός, όσον αφορά τον ποιητικό χώρο στον οποίο ο καθένας κινήθηκε.
Ό,τι φέρνει κοντά τους τρεις, εκλιπόντες πλέον, ποιητές είναι η κοινή πολιτική τους τοποθέτηση, η δράση που ανέπτυξαν κατά την περίοδο της Κατοχής και μετέπειτα, και η σχεδόν παρόμοια μοίρα που αντιμετώπισαν: των διώξεων και των εκτοπίσεων, και, στην περίπτωση του Αναγνωστάκη, μέχρι και της καταδίκης σε θάνατο.
Ό,τι επίσης τους φέρνει κοντά είναι η αναπόφευκτη παρουσία της ιστορίας και του βιώματος στην ποίησή τους· ενός βιώματος στοιχειοθετημένου στο συνθετήριο της ιστορίας, το οποίο πέρασε από το όραμα στη διάψευση, για να βρει τόπο έκφρασης εντέλει στον σαρκασμό και στην ειρωνεία.
Ό,τι όμως τους διαφοροποιεί είναι η ίδια η ποίηση, αυτό δηλαδή που προτάσσει ο καθένας ως ποιητικό τρόπο, ως φόρμα, ως οπτική, όλα τα στοιχεία εκείνα που τον κάνουν εμφανώς διακριτό από τους άλλους, αποδεσμεύοντάς τον έτσι από τις ψευδοφιλολογικές κατηγοριοποιήσεις. Ενώ λοιπόν στον συμβολιστή Κύρου περισσεύει η «κραυγή» και στον Αναγνωστάκη επικαιροποιείται η αισθητική της κοινωνικής παρακμής, ο Θασίτης διευρύνει το ποιητικό πεδίο κινούμενος μεταξύ ενός ελεγχόμενου λυρισμού και ενός σαρκασμού, αυτοσαρκασμού ενίοτε που δεν διστάζει να φτάσει στα όρια του τραγικού και του τραγέλαφου.
Ο Πάνος Θασίτης γεννήθηκε το 1923 από πρόσφυγες Μικρασιάτες γονείς στον Μόλυβο της Μυτιλήνης. Από το 1930 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ασκώντας στη συνέχεια το επάγγελμα του δικηγόρου. Ως φοιτητής, στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής, πήρε μέρος ως επονίτης στην Εθνική Αντίσταση. Υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944) και αρχισυντάκτης του περιοδικού της Ε.Π.Ο.Ν. Μακεδονίας-Θράκης Λεύτερα Νιάτα (1943-44). Μετά την Απελευθέρωση εκτοπίστηκε στον Άη-Στράτη και στη Μακρόνησο. Στον τόπο της εξορίας γνωρίστηκε με τον Γιάννη Ρίτσο, με τον οποίο διατήρησε και στη συνέχεια μια σχέση αμοιβαίας ποιητικής εκτίμησης και συντροφικής εμπιστοσύνης. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον χαρακτηριστικά απαισιόδοξο τίτλο Δίχως Κιβωτό. Ακολούθησαν τα Πράγματα (1957) και τα Πράγματα 2 – Αριθμοί (1962), η Εκατόνησος (1971), το ... ελεεινόν θέατρον (1980) και τα Σχιστολιθικά (1983).
Έκτοτε, ο Πάνος Θασίτης, ολιγογράφος από επιλογή, εξέδωσε το 1990 έναν συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων του, στον οποίο προσέθεσε μία ενότητα με τον τίτλο «Τα Αδέσποτα», και σώπασε εκδοτικά μέχρι και το τέλος της ζωής του, τον Αύγουστο του 2008. Όσα αδημοσίευτα, ολοκληρωμένα ποιήματα βρέθηκαν στα κατάλοιπά του, συμπεριελήφθησαν σε μια νέα συγκεντρωτική και διορθωμένη έκδοση (Νεφέλη, 2011), ενώ εκκρεμεί η φιλολογική προσέγγιση και η συγκριτική μελέτη των ημιτελών ποιημάτων του και των παραλλαγών τους.
Εξίσου όμως σημαντικό με το ποιητικό θεωρείται και το δοκιμιακό έργο του Θασίτη. Με δύο συλλογές δοκιμίων, Γύρος στην ποίηση και 7 δοκίμια για την ποίηση, ο Θασίτης δίνει το στίγμα ενός οξυδερκούς, διεισδυτικού και τολμηρού νου, ο οποίος καταθέτει ευθέως την άποψή του, χωρίς τις συνήθεις αμφισημίες του συμβατικού θεωρητικού και κριτικού λόγου. Χαρακτηριστικό παραμένει, ως παράδειγμα, το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που υποδέχτηκε ανεπιφύλακτα θετικά το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, σπάζοντας έτσι την αμήχανη σιωπή της κριτικής.
Τι είναι όμως αυτό που καθιστά τον Πάνο Θασίτη σημαντικό ποιητή; Έχοντας την τύχη να αποκτήσω, μετά τον θάνατό του, πρόσβαση στο αρχείο του, είχα παράλληλα και την ευκαιρία να διαπιστώσω, μέσω της αλληλογραφίας του, την εκτίμηση που έτρεφαν για την ποίησή του ομότεχνοί του όπως ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Σινόπουλος, ο Παπαδίτσας, αλλά και πεζογράφοι όπως ο Κοσμάς Πολίτης ή ο Στρατής Τσίρκας. Τι ήταν αυτό που διέκριναν στον Θασίτη, αυτό που τον ξεχώριζε ως φωνή, αυτό που τον τοποθετούσε, όχι στο βήμα του πολιτικά στρατευμένου, του κοινωνικού, του μονοσήμαντου εντέλει ποιητή, αλλά στο εργαστήρι ενός καθολικά πνευματικού ανθρώπου;
Διαβάζοντας τα ποιήματά του, αυτές τις λίγες και λιγοσέλιδες συλλογές που μας άφησε, εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τις εξακτινώσεις της σκέψης του, τις αφετηρίες του και τους τερματισμούς του, τη σπείρα που σχηματίζει γύρω από τον πυρήνα της η δημιουργική διαδρομή του. Και το ίδιο εύκολα μπορεί να αποκωδικοποιήσει αυτόν τον πυρήνα. Γιατί, παρά την πυκνότητα και το στοχαστικό βάθος, παρά την αφαίρεση και τον οιονεί ερμητισμό, παρά την ένταση και τη θερμοκρασία που μεταδίδει ο μακροπερίοδος λόγος του, μόνο δυσνόητος και σκοτεινός δεν είναι ο Θασίτης ως ποιητής.
Τοποθετώντας στο κέντρο της ποίησής του, όχι μόνο την πολιτική αλλά και την ηθική διάσταση του ανθρώπου (ή μάλλον, συναρτώντας τη μία με την άλλη), με τις αδυναμίες και με τη δύναμή του, με τις παραχωρήσεις του και τους συμβιβασμούς που φτάνουν ώς την υποταγή, αλλά και με την πίστη του στη ζωή που φτάνει ώς τη θυσία, κατεδαφίζοντας τα συνθήματα και ανασύροντας από τα ερείπια τις συνθλιμμένες ιδέες, διακρίνοντας το καλό και το κακό ως ενεργήματα όρων και προϋποθέσεων, εξυψώνοντας τη γυναίκα πάνω από την ύλη και τον έρωτα πάνω από το συναίσθημα, εναλλάσσοντας τον εξωτερικό σαρκασμό με την εσωτερική καταβύθιση, καταφέρνει να ολοκληρώσει την ποιητική παρουσία του, έτσι που η απόσυρσή του από το 1983 και μετά να φαντάζει όχι σαν μια δύστροπη άρνηση αλλά σαν η νηφάλια παραδοχή ενός εκπληρωμένου τέλους.
Και ίσως έτσι να εννοούσε ο ίδιος τους στίχους του «Νεκρού ποιητή» του:
Δεν είμαι εδώ που ψάχνεις.
Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.
Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.
Τι γυρεύω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου