της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ
πηγή: http://www.enet.gr (εφημερίδα Ελευθεροτυπία)
«Τα πράγματα είναι ανυπόφορα και αγενή στην Ελλάδα. Πλέον μόνο νεκρός γλιτώνεις από την αγένεια και την αναισθησία». Ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο βραβευμένος συγγραφέας του προφητικού «Πεθαίνω σαν Χώρα», ήταν πάντοτε καίριος και καυστικός με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Με αφορμή την επανάληψη (από σήμερα στην Πειραιώς 260) της περσινής επιτυχίας του Μιχαήλ Μαρμαρινού πάνω στο «Insenso» του, μια άρια-ποταμό που ενεπνεύσθη απ' το «Senso» του Βισκόντι, ο δραματουργός που ανακάλυψε ήδη απ' τη δεκαετία του '60 ο Πατρίς Σερό μάς μίλησε για τις αθεράπευτες ελληνικές παθογένειες. «Οταν ένας μαθητής γράφει κάτω από το 5, τον στέλνουνε στο σπίτι του. Οι πολιτικοί μας έχουν γράψει στο διαγωνισμό τους κάτω από το μηδέν και βρίσκονται ακόμα εκεί. Μόνο με την επέμβαση ενός ευριπίδειου από μηχανής θεού θα εξαφανίζονταν!».
πηγή: http://www.enet.gr (εφημερίδα Ελευθεροτυπία)
«Τα πράγματα είναι ανυπόφορα και αγενή στην Ελλάδα. Πλέον μόνο νεκρός γλιτώνεις από την αγένεια και την αναισθησία». Ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο βραβευμένος συγγραφέας του προφητικού «Πεθαίνω σαν Χώρα», ήταν πάντοτε καίριος και καυστικός με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Στο «Insenso» θέλησε να συνεχίσει το τελευταίο πλάνο του Βισκόντι, όπου η κόμισσσα Λίβια Σερπιέρι χάνεται στο τέλος του δρόμου κραυγάζοντας το όνομα του αγαπημένου της. «Μπήκα στη σκέψη πώς θα μπορούσε να ζήσει μετά την απώλεια αυτή η γυναίκα. Ποια μπορεί να είναι η ζωή μετά; Αντέχεται, αφομοιώνεται, μετουσιώνεται, ξεχνιέται, υπερβαίνεται ένα γεγονός που καθιστά τη ζωή αβίωτη; Στην περίπτωση αυτή δεν είχα τίποτε άλλο παρά μόνο τις λέξεις».
«Πεθαίνω σαν χώρα»
Στην παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού 20 γυναίκες αντηχούν μία φωνή. «Θα μπορούσαν να γίνουν και ένα εκατομμύριο. Η φωνή αυτή είναι πέρα από τους αριθμούς και αφορά μια ερωτική εσωτερικότητα η οποία πάσχει. Αυτό το πάσχον σώμα και η πάσχουσα ευαισθησία διαθλάται και μπορεί να καλύψει εξίσου μια μοναχικότητα όσο και μια συλλογικότητα». Η σύλληψη του Μ. Μαρμαρινού αντιστοιχεί με τη σύλληψη του «Πεθαίνω σαν χώρα», που έδωσε μια επική και συλλογική διάσταση στο κείμενο. «Και στο Insenso υπάρχει όμως μια διάσταση ιστορική που υπερβαίνει την προσωπική περίπτωση της γυναίκας. Το κίνητρό μου ήταν ένα: πώς μπορεί κανείς να ζήσει μετά από ένα θάνατο, μια αρρώστια, μια απώλειας; Πώς αντέχεται το μετά;».
Το ερώτημα μπορεί -και θέλει- να το μεταθέσει και στην πραγματική ζωή. «Ολοι αναρωτιόμαστε πώς θα βιώσουμε αυτό το "μετά". Γιατί βρισκόμαστε στο "μετά". Συνέβη μια τρομακτική ρήξη και αναρωτιόμαστε σε τι βαθμό μπορούμε να την αντέξουμε και να τη διαχειριστούμε.
»Είναι αυτό που περιγράφει η Χάνα Αρεντ, σκεπτόμενη βαθύτατα την εποχή: βρισκόμαστε σε κάτι που δεν υπάρχει πια και αυτό που δεν έχει έρθει ακόμα. Αυτό το σημείο πρέπει να σκεφτούμε πέρα από ρητορείες και ναρκισσισμούς. Διότι ακόμα γύρω μας βλέπουμε μια αδιανόητη αυταρέσκεια.
»Προσωπικά, δεν βλέπω άλλη διέξοδο, ως πρωτοπορία, παρά μόνο την τέχνη και το θεάτρο. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσει μια προσπάθεια διαπραγμάτευσης του μετά. Χρειάζονται όμως κάποιες προϋποθέσεις. Τόλμη.
»Ενώ θα έπρεπε ειδικά σήμερα η επιλογή μας να είναι το οδυνηρό, εμείς επιλέγουμε το ανώδυνο».
Αυτό το ανώδυνο, υπογραμμίζει ο Δ. Δημητριάδης, το συναντάμε και στις πρόσφατες ανακοινώσεις των ρεπερτορίων των δύο κρατικών σκηνών για το 2013-2014. «Αμφότερες αποδεικνύουν ότι δεν έχουμε καταλάβει τίποτα από αυτό που μας συμβαίνει».
Δεν τον ενόχλησε που το «Το άγγιγμα του βυθού», έργο που ολοκλήρωσε το 2007, απορρίφθηκε -για τρίτη φορά- από κρατική σκηνή -από τον Σωτήρη Χατζάκη (ΚΘΒΕ), τον Γιάννη Χουβαρδά (Εθνικό) και τώρα τον Γιάννη Βούρο (ΚΘΒΕ), ενώ, μετά το Παρίσι, ετοιμάζει τον Οκτώβριο αφιέρωμα στο έργο του και η Στέγη. «Δεν ζητώ τίποτα από την επίσημη Ελλάδα. Δεν θέλω να με τιμήσει κανείς. Δεν ζητώ καμία επιβράβευση», ξεκαθαρίζει. Ωστόσο, αναρωτιέται «πόσα χρόνια ακόμα χρειάζεται για να μην θεωρείται τολμηρό και να απορρίπτεται;».
Ο ρόλος του θεάτρου
Τον θυμώνει αποκλειστικά «το σύμπτωμα αγένειας, που εκδηλώνεται απ' τη στιγμή που ένας καλλιτεχνικός διευθυντής καλεί αυτοβούλως ένα συγγραφέα για να ανεβάσει το έργο του και τελικά τον απορρίπτει χωρίς ποτέ να του το πει». Ο ίδιος το πληροφορήθηκε τυχαία μετά την ανακοίνωση του ρεπερτορίου του ΚΘΒΕ. «Εχουμε, όπως στις βυζαντινές δυναστείες, μια δυναστεία αγένειας και δειλίας», διαπιστώνει, απορώντας πώς είναι δυνατό να βρίσκεται ακόμα στο θεσμό των θεάτρων της Ευρώπης ένα θεάτρο (το ΚΘΒΕ) που κατήντησε ασήμαντο. «Δεν έχει κανένα ρόλο να παίξει -ούτε καλλιτεχνικά ούτε κοινωνικά. Ολες αυτές οι παρεμβάσεις για παντοπωλεία και... κρεοπωλεία και μανάβικα δεν σημαίνουν τίποτα πραγματικά για την κοινωνική πολιτική. Και θέτουν ένα ζήτημα: ποιος είναι ο ρόλος του θεάτρου σήμερα σε μια πόλη. Η απάντηση που δίνει το ΚΘΒΕ είναι "καμία". Δεν έχουνε καταλάβει οι κρατικές σκηνές την ιστορική στιγμή στην οποία ζούμε. Ετσι, βλέπεις ρεπερτόρια που θα επιλέγονταν οποιαδήποτε εποχή. Δεν συνομιλούν ούτε με την Ιστορία. Το δε κοινό το θεωρούν ανύπαρκτο».
- Κάθε φορά που μιλάμε, κύριε Δημητριάδη, το «Πεθαίνω σαν Χώρα» (του χρόνου θα ανεβεί και στο Μιλάνο) έχει «καταντήσει» ακόμη πιο επίκαιρο...
«Φοβάμαι, δεν θα έχει τελειωμό αυτό. Θα φτάσει ώς εκεί που φτάνει η πραγματικότητα. Το "Πεθαίνω" δεν αφορά μόνο μια τοπική περίπτωση συνδεδεμένη με ένα λαό...».
- Υπάρχει κάτι που σας κάνει να αισιοδοξείτε;
«Ο ζωντανός άνθρωπος. Εχει πάντα περιθώρια να αποδείξει ότι είναι ζωντανός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου