γράφει ο Γιάννης Στρούμπας
πηγή: www.diastixo.gr
Το πεζογραφικό έργο του Παύλου Μάτεσι εμφανίζεται χρονικά πιο αργά από το θεατρικό του έργο, δε γίνεται ωστόσο να ιδωθεί ανεξάρτητα από αυτό, καθώς επιβεβαιώνει τις βασικές κατευθύνσεις που ο συγγραφέας χάραξε ήδη με το θεατρικό έργο του, τις ανακεφαλαιώνει ή και τις ανανεώνει, δομώντας έτσι ακόμη στερεότερα τον λογοτεχνικό του κόσμο.
Ο πεζογράφος Μάτεσις εμφανίζεται για πρώτη φορά εκδοτικά με τη συλλογή διηγημάτων Διηγήματα το 1978, η οποία, με την προσθήκη μερικών ακόμη διηγημάτων, θα μετονομαστεί το 1992 σε Ύλη Δάσους. Το 1986 εκδίδεται το μυθιστόρημα Αφροδίτη (Κέδρος). Ακολουθούν τα μυθιστορήματα Η Μητέρα του Σκύλου (Καστανιώτης 1990), Ο Παλαιός των Ημερών (Καστανιώτης 1994), Πάντα Καλά (Καστανιώτης 1998), Σκοτεινός Οδηγός (Καστανιώτης 2002), Μύρτος (Καστανιώτης 2004), η συλλογή ιδεών Έκθεσις Ιδεών (Καστανιώτης 2006) και το μυθιστόρημα Αλδεβαράν (Καστανιώτης 2007).
Το πεζογραφικό έργο του Μάτεσι διερευνά τις ανθρώπινες συμπεριφορές είτε σε συνθήκες καθημερινότητας είτε σε ακραίες, ιδιόρρυθμες καταστάσεις, που προκαλούν από την αμηχανία μέχρι την ταύτιση με τους ήρωες ή και τον αποτροπιασμό για κάποιες ενέργειές τους. Η ματεσική πεζογραφία συμπυκνώνει χαρακτηριστικά, τα οποία, επανερχόμενα, συγκροτούν τη λογοτεχνική αντίληψη του συγγραφέα.
Το στοιχείο της κάθαρσης συχνά επιστεγάζει την τραγική δράση των ηρώων του Μάτεσι στην κατάληξη των μυθιστορημάτων του. Στο μυθιστόρημα Αφροδίτη, ο έμπορος ναρκωτικών Τίτος, γιος της Αφροδίτης, έπειτα από σειρά καταπιεστικών κι εξευτελιστικών ενεργειών απέναντι στη μάνα και στον μικρότερο αδερφό του, τιμωρείται από τη μάνα του με φρικτό θάνατο από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Η ενέργεια της μάνας βρίσκει τον αναγνώστη να ταυτίζεται μαζί της και να επιδοκιμάζει την πράξη της λόγω των όσων έχει υποστεί από τον τύραννο μεγάλο γιο της, παρά να συγκλονίζεται από την παιδοκτονία. Έτσι επέρχεται η κάθαρση, μέσω της αποκατάστασης της ηθικής τάξης. Στον Παλαιό των Ημερών, ο Ζάγρος, ήρωας που σχεδόν ταυτίζεται με τον Χριστό κατά την πορεία του μυθιστορήματος, τιμωρεί τον Ελισσαίο για τις συμφορές που νωρίτερα του προξένησε: του γκρεμίζει το είδωλο που εκείνος είχε πλάσει, ότι δηλαδή ο Ζάγρος θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ο Ελισσαίος θα ’ταν δυνατό να συμπορεύεται, να τον ελέγχει αλλά και να τον ταπεινώνει ακόμη.
Το αχαλίνωτο χιούμορ, ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Μάτεσι, προκαλεί το γέλιο αβίαστα. Απρόβλεπτοι λεκτικοί συνδυασμοί δημιουργούν έντονες εντυπώσεις («Η σύζυγος Βάσω, κατά είκοσι κιλά νεότερή του», γράφει ο συγγραφέας, εκεί που ο καθένας θα περίμενε το «χρόνια» αντί για το «κιλά»). Λεκτικά παιχνίδια στηρίζονται σε δισημίες («Ριχάρδος ο Βους», με τον Ριχάρδο να μην είναι απλώς ο «δεύτερος», αλλά να μεταλλάσσεται σε… «βόδι») ή σε σκόπιμες παραφθορές λέξεων («βόεια προάστια»: τα «βόρεια» προάστια αντικρίζονται με τρόπο ειρωνικό και σαφώς υποτιμητικό σαν «βοδινά»). (Τα παραπάνω παραδείγματα προέρχονται από τη συλλογή Έκθεσις Ιδεών».) Καταστάσεις σχολιάζονται με τρόπο σπαρταριστό (η Ρουμπίνη –με το ψευδώνυμο Ραραού–, κομπάρσος στη θεατρική της πορεία, σχολιάζει στη Μητέρα του σκύλου, προβάλλοντας τα φιλοβασιλικά της αισθήματα: «δίχως βασιλείς αισθάνομαι σαν να έχω βγει στη σκηνή δίχως κιλότα»). Η ανάδειξη μιας δευτερεύουσας παραμέτρου, η οποία αποσπά την προσοχή των ηρώων (και των αναγνωστών) από γεγονότα που δικαίως θα χαρακτηρίζονταν τραγικά, επικαλύπτει την τραγικότητα από την ανάδειξη της αστείας πλευράς ενός ζητήματος. Στη Μητέρα του Σκύλου, η είσοδος της Ρουμπίνης στο θέατρο, παραμονές του ΟΧΙ το 1940, επισκιάζει, για χάρη των προσωπικών θεατρικών φιλοδοξιών της ηρωίδας, μια εξέλιξη συγκλονιστική για το έθνος: τον πόλεμο.
Οι ήρωες του Μάτεσι ψυχογραφούνται από τον δημιουργό τους σε βάθος. Αδυναμίες, πάθη, ορέξεις, ψυχώσεις, κίνητρα «παρελαύνουν» σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα των ηρώων για το ποιος θα επικρατήσει πάνω στους υπόλοιπους. Οι χαρακτήρες, θύτες και θύματα, παριστάνουν τους αθώους –και είναι, ως ένα βαθμό– κι επιζητούν παράλληλα την ευκαιρία για την πιο σκληρή εκδίκηση όσων θεωρούν ότι ευθύνονται για την προσωπική τους ταπείνωση. Στο μυθιστόρημα Μύρτος ο βιομήχανος Θεόδωρος Γαβριήλ, θύμα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική του ηλικία από τον νυν υπηρέτη του Βελισάριο, απατά τη γυναίκα του Ντόρα με τη γυναίκα του γιου του, την οποία κι αφήνει έγκυο, ενώ νωρίτερα είχε αφήσει έγκυο την Καλομοίρα, κόρη του κυρ Σταύρου και της κυρα-Διονυσίας, που είναι μέλη του υπηρετικού προσωπικού του σπιτιού του. Οι γονείς της Καλομοίρας αναγκάζονται να τη στείλουν καλόγρια στο μοναστήρι. Το βίαιο ξέσπασμα του κυρ Σταύρου απέναντι στο αφεντικό του αποδίδει με ενάργεια τον ψυχικό κόσμο των ηρώων, που προσπαθούν να επιβληθούν ο ένας στον άλλο, προσποιούμενοι τους δίκαιους, τους αθώους ή τους συντετριμμένους, μέχρι και την έσχατη στιγμή του εξευτελισμού όλων τους.
Τα κοινωνικοπολιτικά σχόλια δεν απουσιάζουν από το πεζογραφικό έργο του Μάτεσι. Δηκτικό και ευφυές το σχόλιο «επί κυβερνήσεων Παπάγου και Πιουριφόι» της Μητέρας του Σκύλου, καθώς και το σχόλιο για τη σημαία με τα 52 αστέρια και το σταυρό στην Έκθεσιν Ιδεών, που αποτελεί ένα περίεργο κράμα της αμερικανικής και της ελληνικής σημαίας, και πιθανότατα υποδηλώνει την εξάρτηση της Ελλάδας από την υπερδύναμη, τόσο πολιτικά όσο και πολιτιστικά. Εξίσου εύστοχο το σχόλιο, και πάλι από την Έκθεσιν Ιδεών, για τους νεαρούς «επαναστάτες» του γλυκού νερού, που επιχειρούν πάνω σε επιβατικό πλοίο την κοινωνική πρόκληση και τον αυτοπροσδιορισμό τους ως «νέου κύματος», αλλά που «αποκαθηλώνονται» από τη ναυτία που τους προκαλεί το πρώτο κύμα της θάλασσας! Στο μυθιστόρημα Πάντα Καλά ο απαράμιλλος σαρκασμός «ξεχειλίζει» για τις «καφετζούδες». Αυτές οφείλουν τις επιτυχείς τους προβλέψεις στις τηλεφωνικές υποκλοπές, χάρη στους παλιούς κοριούς που έπαψαν πλέον να χρησιμοποιούνται σε πολιτικά πρόσωπα, επειδή αντικαταστάθηκαν από άλλους, καινούργιους!
Το ερωτικό στοιχείο στα πεζογραφικά έργα του Μάτεσι συνήθως εκφράζεται μέσα από τις περιγραφές άρτιων, σφριγηλών, νεανικών κορμιών. Τέτοια είναι τα σώματα του Ζάγρου και του Ελισσαίου στον Παλαιό των Ημερών ή του Ερμή και του Μύρτου στον Αλδεβαράν. Τα ακέραια σώματα των έργων του Μάτεσι αναδίδουν συνήθως μια ευωδιά που τη διαθέτουν εκ φύσεως, με αποτέλεσμα να γίνονται ακόμη ελκυστικότερα. Η τελειότητά τους τονίζεται χαρακτηριστικότερα μέσα από την αντιπαράθεσή τους με κορμιά που ’χουν αναπηρίες. Στο μυθιστόρημα Αφροδίτη ο ακέραιος σωματικά Τίτος έχει σαν αντίβαρο τον μικρότερο αδερφό του Μάριο, του οποίου το πόδι είναι σακατεμένο εκ γενετής. Οι αναπηρίες ωστόσο δεν καθορίζουν πάντοτε αρνητικά την τύχη των ηρώων τους. Η Μυρτάλη στο μυθιστόρημα Σκοτεινός Οδηγός, παρά την αναπηρία της στο πόδι (που την προκάλεσε η ίδια), είναι η πιο περιζήτητη πόρνη στον οίκο ανοχής της μαντάμ Πανδαισίας. Άλλοτε ο έρωτας αντιμετωπίζεται σαν βάρος. Η Αφροδίτη στο ομότιτλο μυθιστόρημα, η Ρουμπίνη στη Μητέρα του Σκύλου και η Αρσενία στο Πάντα Καλά αντιμετωπίζουν την εμμηνόρροια σαν ακαθαρσία και βάσανο ή θεωρούν λυτρωτική την εμμηνόπαυση που οδηγεί σε ερωτική «συνταξιοδότηση». Ο Τίτος, αντίστοιχα, στην Αφροδίτη θα προτιμούσε να μην ήταν απαραίτητος ο ερωτικός σύντροφος για τη σεξουαλική του ικανοποίηση.
Ιδιαίτερος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μάτεσις χειρίζεται την ονοματοδοσία των ηρώων του. Τα ονόματα μπορεί να εξυπηρετούν τη σκωπτική διάθεση του συγγραφέα, έχοντας τη δική τους συμβολή στην πρόκληση του γέλιου (στο Πάντα Καλά η Αθανασία συνεχώς «αυτοκτονεί» –αδύνατο για «Αθανασία»!–, ενώ πλέκει και ειδύλλιο με τον Ζώη, σε μια αποθέωση της ζωής!)· μπορεί να λειτουργούν τελείως ειρωνικά, προσδίδοντας στους ήρωες ιδιότητες που δε φέρουν (ο Θεόδωρος και η Θεοδώρα στον Μύρτο, μόνο «δώρα Θεού» δεν είναι· στο χούφταλο Θεοφάνη θα ταίριαζε περισσότερο το… «Διαβολοφάνης»!)· μπορεί να τονίζουν το μοιραίο, μέσα από τη συνάντηση και την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ προσώπων με σπάνια ονόματα (στον Αλδεβαράν ο ήρωας Ερμής συναντά έναν ακόμη Ερμή και συνάπτει σχέση με μία Ερμίνα, ενώ στη συνέχεια «δένεται» με τον Μύρτο και συνάπτει δεσμό με τη Μυρτώ!)· μπορεί να συμβαδίζουν με τις ιδιότητες των ηρώων (στο μυθιστόρημα Μύρτος ο ευνούχος Βελισάριος φέρει όνομα βυζαντινό, σαν να προέρχεται απ’ την Αυλή κάποιου Βυζαντινού αυτοκράτορα στην οποία περισσεύουν οι ευνούχοι, ενώ ο Τηλέμαχος, που σημαδεύει τα τζάμια του απέναντι σπιτιού με τη σφεντόνα του, μάχεται όντως από μακριά!).
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στο πεζογραφικό έργο του Μάτεσι, που ενισχύει το θεατρικό σύμπαν του συγγραφέα, είναι το υπερφυσικό στοιχείο, με την ιδιαίτερη γοητεία που ασκεί. Στο έργο του Μάτεσι συμβαίνουν θαυμαστά, μαγικά, υπερλογικά πράγματα: στεριές εμφανίζονται κι εξαφανίζονται, σπίτια έχουν μόνο πρόσοψη κι από πίσω τους τη θάλασσα, μελλοθάνατοι μπαίνουν στο φέρετρό τους χαμογελαστοί, ο ήλιος κατέρχεται στα καλντερίμια και υγροποιείται, κάνοντας τα πάντα να κολλάνε· με δυο λέξεις του ίδιου του συγγραφέα, σημειώνονται «διαρροές πραγματικότητας».
Η ταξινόμηση των υπερφυσικών στοιχείων στο έργο του Μάτεσι δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Ο συμφυρμός καταστάσεων διατρέχει μεθοδικά το σύνολο του ματεσικού έργου. Χρονικές βαθμίδες συμφύρονται μεταξύ τους. Στο μυθιστόρημα Σκοτεινός Οδηγός η ηρωίδα Μυρτάλη, γεφυρώνοντας το παρόν με το παρελθόν, έχει τη δυνατότητα να αντικρίζει ιστορικές πόλεις της Μεσογείου, επίσης τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο που πετούν στον ουρανό, μπορεί ακόμη να κατεβαίνει στον Άδη ή να συναντιέται στο σύγχρονο παρόν με τις αρχαίες Ερινύες. Πολύ εντυπωσιακότερος είναι ίσως ο συμφυρμός των χρονικών βαθμίδων γύρω από το πρόσωπο του Μύρτου, ήρωα που απαντάται τόσο στο ομότιτλο μυθιστόρημα όσο και στον Αλδεβαράν. Ο Μύρτος στο ομότιτλο μυθιστόρημα είναι ένα οκτάχρονο παιδί που κοιμάται συνεχώς από τη γέννησή του. Χρονικά τοποθετείται στα 1940. Ο Μύρτος στον Αλδεβαράν είναι ένας εικοσιπεντάχρονος νέος. Χρονικά τοποθετείται στη νέα χιλιετία, είναι δηλαδή ήρωας σύγχρονος. Το «προκλητικό» με τους δύο ήρωες, που επιβεβαιώνει ακριβώς και το συμφυρμό των χρονικών βαθμίδων, είναι πως έχουν τα ίδια στοιχεία ταυτότητας: κοινή νησιώτικη καταγωγή, κοινούς συγγενείς – δύο δίδυμους θείους που ξεπερνούν τα ενενήντα τους χρόνια, κοινά περιουσιακά στοιχεία, κοινή ευωδιά στην ανάσα και στο κορμί τους και, φυσικά, κοινό όνομα, και μάλιστα όνομα σπάνιο, όχι συνηθισμένο. Παρ’ όλα αυτά απέχουν μεταξύ τους περίπου μισόν αιώνα!
Μια δεύτερη κατηγορία συμφυρμού είναι αυτή των διαφορετικών τόπων. Ήδη από τον Σκοτεινό Οδηγό προκύπτει πως ένας μεταφυσικός τόπος, ο Άδης, γίνεται τόπος προορισμού για ένα φυσικό πρόσωπο, τη Μυρτάλη. Στην Ύλη Δάσους σπίτια αποκτούν την έκταση μιας ολόκληρης επαρχίας, συναιρώντας στη φυσική τους ύπαρξη μια περιορισμένη έκταση, εκείνη δηλαδή των ίδιων των σπιτιών, με ένα αχανές τοπίο, αυτό δηλαδή μιας ολόκληρης επαρχίας! Αντίστοιχα στο Πάντα Καλά η ηρωίδα Αρσενία βλέπει έναν άντρα που της απευθύνεται από απόσταση τριάντα χιλιομέτρων (!), σ’ ένα ακόμη παράδειγμα συμφυρμού των χώρων.
Ένας από τους πιο περίεργους συμφυρμούς στο έργο του Μάτεσι είναι αυτός των έμψυχων με τα άψυχα. Στο διήγημα Ύλη Δάσους της ομότιτλης συλλογής ο ήρωας «παλιώνει», μεταφέρεται σε παλαιοπωλείο κι εκεί, με το πέρασμα του χρόνου, μετατρέπεται σε ξύλινο γλυπτό!
πηγή: www.diastixo.gr
Το πεζογραφικό έργο του Παύλου Μάτεσι εμφανίζεται χρονικά πιο αργά από το θεατρικό του έργο, δε γίνεται ωστόσο να ιδωθεί ανεξάρτητα από αυτό, καθώς επιβεβαιώνει τις βασικές κατευθύνσεις που ο συγγραφέας χάραξε ήδη με το θεατρικό έργο του, τις ανακεφαλαιώνει ή και τις ανανεώνει, δομώντας έτσι ακόμη στερεότερα τον λογοτεχνικό του κόσμο.
Ο πεζογράφος Μάτεσις εμφανίζεται για πρώτη φορά εκδοτικά με τη συλλογή διηγημάτων Διηγήματα το 1978, η οποία, με την προσθήκη μερικών ακόμη διηγημάτων, θα μετονομαστεί το 1992 σε Ύλη Δάσους. Το 1986 εκδίδεται το μυθιστόρημα Αφροδίτη (Κέδρος). Ακολουθούν τα μυθιστορήματα Η Μητέρα του Σκύλου (Καστανιώτης 1990), Ο Παλαιός των Ημερών (Καστανιώτης 1994), Πάντα Καλά (Καστανιώτης 1998), Σκοτεινός Οδηγός (Καστανιώτης 2002), Μύρτος (Καστανιώτης 2004), η συλλογή ιδεών Έκθεσις Ιδεών (Καστανιώτης 2006) και το μυθιστόρημα Αλδεβαράν (Καστανιώτης 2007).
Το πεζογραφικό έργο του Μάτεσι διερευνά τις ανθρώπινες συμπεριφορές είτε σε συνθήκες καθημερινότητας είτε σε ακραίες, ιδιόρρυθμες καταστάσεις, που προκαλούν από την αμηχανία μέχρι την ταύτιση με τους ήρωες ή και τον αποτροπιασμό για κάποιες ενέργειές τους. Η ματεσική πεζογραφία συμπυκνώνει χαρακτηριστικά, τα οποία, επανερχόμενα, συγκροτούν τη λογοτεχνική αντίληψη του συγγραφέα.
Το στοιχείο της κάθαρσης συχνά επιστεγάζει την τραγική δράση των ηρώων του Μάτεσι στην κατάληξη των μυθιστορημάτων του. Στο μυθιστόρημα Αφροδίτη, ο έμπορος ναρκωτικών Τίτος, γιος της Αφροδίτης, έπειτα από σειρά καταπιεστικών κι εξευτελιστικών ενεργειών απέναντι στη μάνα και στον μικρότερο αδερφό του, τιμωρείται από τη μάνα του με φρικτό θάνατο από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Η ενέργεια της μάνας βρίσκει τον αναγνώστη να ταυτίζεται μαζί της και να επιδοκιμάζει την πράξη της λόγω των όσων έχει υποστεί από τον τύραννο μεγάλο γιο της, παρά να συγκλονίζεται από την παιδοκτονία. Έτσι επέρχεται η κάθαρση, μέσω της αποκατάστασης της ηθικής τάξης. Στον Παλαιό των Ημερών, ο Ζάγρος, ήρωας που σχεδόν ταυτίζεται με τον Χριστό κατά την πορεία του μυθιστορήματος, τιμωρεί τον Ελισσαίο για τις συμφορές που νωρίτερα του προξένησε: του γκρεμίζει το είδωλο που εκείνος είχε πλάσει, ότι δηλαδή ο Ζάγρος θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ο Ελισσαίος θα ’ταν δυνατό να συμπορεύεται, να τον ελέγχει αλλά και να τον ταπεινώνει ακόμη.
Το αχαλίνωτο χιούμορ, ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Μάτεσι, προκαλεί το γέλιο αβίαστα. Απρόβλεπτοι λεκτικοί συνδυασμοί δημιουργούν έντονες εντυπώσεις («Η σύζυγος Βάσω, κατά είκοσι κιλά νεότερή του», γράφει ο συγγραφέας, εκεί που ο καθένας θα περίμενε το «χρόνια» αντί για το «κιλά»). Λεκτικά παιχνίδια στηρίζονται σε δισημίες («Ριχάρδος ο Βους», με τον Ριχάρδο να μην είναι απλώς ο «δεύτερος», αλλά να μεταλλάσσεται σε… «βόδι») ή σε σκόπιμες παραφθορές λέξεων («βόεια προάστια»: τα «βόρεια» προάστια αντικρίζονται με τρόπο ειρωνικό και σαφώς υποτιμητικό σαν «βοδινά»). (Τα παραπάνω παραδείγματα προέρχονται από τη συλλογή Έκθεσις Ιδεών».) Καταστάσεις σχολιάζονται με τρόπο σπαρταριστό (η Ρουμπίνη –με το ψευδώνυμο Ραραού–, κομπάρσος στη θεατρική της πορεία, σχολιάζει στη Μητέρα του σκύλου, προβάλλοντας τα φιλοβασιλικά της αισθήματα: «δίχως βασιλείς αισθάνομαι σαν να έχω βγει στη σκηνή δίχως κιλότα»). Η ανάδειξη μιας δευτερεύουσας παραμέτρου, η οποία αποσπά την προσοχή των ηρώων (και των αναγνωστών) από γεγονότα που δικαίως θα χαρακτηρίζονταν τραγικά, επικαλύπτει την τραγικότητα από την ανάδειξη της αστείας πλευράς ενός ζητήματος. Στη Μητέρα του Σκύλου, η είσοδος της Ρουμπίνης στο θέατρο, παραμονές του ΟΧΙ το 1940, επισκιάζει, για χάρη των προσωπικών θεατρικών φιλοδοξιών της ηρωίδας, μια εξέλιξη συγκλονιστική για το έθνος: τον πόλεμο.
Οι ήρωες του Μάτεσι ψυχογραφούνται από τον δημιουργό τους σε βάθος. Αδυναμίες, πάθη, ορέξεις, ψυχώσεις, κίνητρα «παρελαύνουν» σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα των ηρώων για το ποιος θα επικρατήσει πάνω στους υπόλοιπους. Οι χαρακτήρες, θύτες και θύματα, παριστάνουν τους αθώους –και είναι, ως ένα βαθμό– κι επιζητούν παράλληλα την ευκαιρία για την πιο σκληρή εκδίκηση όσων θεωρούν ότι ευθύνονται για την προσωπική τους ταπείνωση. Στο μυθιστόρημα Μύρτος ο βιομήχανος Θεόδωρος Γαβριήλ, θύμα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική του ηλικία από τον νυν υπηρέτη του Βελισάριο, απατά τη γυναίκα του Ντόρα με τη γυναίκα του γιου του, την οποία κι αφήνει έγκυο, ενώ νωρίτερα είχε αφήσει έγκυο την Καλομοίρα, κόρη του κυρ Σταύρου και της κυρα-Διονυσίας, που είναι μέλη του υπηρετικού προσωπικού του σπιτιού του. Οι γονείς της Καλομοίρας αναγκάζονται να τη στείλουν καλόγρια στο μοναστήρι. Το βίαιο ξέσπασμα του κυρ Σταύρου απέναντι στο αφεντικό του αποδίδει με ενάργεια τον ψυχικό κόσμο των ηρώων, που προσπαθούν να επιβληθούν ο ένας στον άλλο, προσποιούμενοι τους δίκαιους, τους αθώους ή τους συντετριμμένους, μέχρι και την έσχατη στιγμή του εξευτελισμού όλων τους.
Τα κοινωνικοπολιτικά σχόλια δεν απουσιάζουν από το πεζογραφικό έργο του Μάτεσι. Δηκτικό και ευφυές το σχόλιο «επί κυβερνήσεων Παπάγου και Πιουριφόι» της Μητέρας του Σκύλου, καθώς και το σχόλιο για τη σημαία με τα 52 αστέρια και το σταυρό στην Έκθεσιν Ιδεών, που αποτελεί ένα περίεργο κράμα της αμερικανικής και της ελληνικής σημαίας, και πιθανότατα υποδηλώνει την εξάρτηση της Ελλάδας από την υπερδύναμη, τόσο πολιτικά όσο και πολιτιστικά. Εξίσου εύστοχο το σχόλιο, και πάλι από την Έκθεσιν Ιδεών, για τους νεαρούς «επαναστάτες» του γλυκού νερού, που επιχειρούν πάνω σε επιβατικό πλοίο την κοινωνική πρόκληση και τον αυτοπροσδιορισμό τους ως «νέου κύματος», αλλά που «αποκαθηλώνονται» από τη ναυτία που τους προκαλεί το πρώτο κύμα της θάλασσας! Στο μυθιστόρημα Πάντα Καλά ο απαράμιλλος σαρκασμός «ξεχειλίζει» για τις «καφετζούδες». Αυτές οφείλουν τις επιτυχείς τους προβλέψεις στις τηλεφωνικές υποκλοπές, χάρη στους παλιούς κοριούς που έπαψαν πλέον να χρησιμοποιούνται σε πολιτικά πρόσωπα, επειδή αντικαταστάθηκαν από άλλους, καινούργιους!
Το ερωτικό στοιχείο στα πεζογραφικά έργα του Μάτεσι συνήθως εκφράζεται μέσα από τις περιγραφές άρτιων, σφριγηλών, νεανικών κορμιών. Τέτοια είναι τα σώματα του Ζάγρου και του Ελισσαίου στον Παλαιό των Ημερών ή του Ερμή και του Μύρτου στον Αλδεβαράν. Τα ακέραια σώματα των έργων του Μάτεσι αναδίδουν συνήθως μια ευωδιά που τη διαθέτουν εκ φύσεως, με αποτέλεσμα να γίνονται ακόμη ελκυστικότερα. Η τελειότητά τους τονίζεται χαρακτηριστικότερα μέσα από την αντιπαράθεσή τους με κορμιά που ’χουν αναπηρίες. Στο μυθιστόρημα Αφροδίτη ο ακέραιος σωματικά Τίτος έχει σαν αντίβαρο τον μικρότερο αδερφό του Μάριο, του οποίου το πόδι είναι σακατεμένο εκ γενετής. Οι αναπηρίες ωστόσο δεν καθορίζουν πάντοτε αρνητικά την τύχη των ηρώων τους. Η Μυρτάλη στο μυθιστόρημα Σκοτεινός Οδηγός, παρά την αναπηρία της στο πόδι (που την προκάλεσε η ίδια), είναι η πιο περιζήτητη πόρνη στον οίκο ανοχής της μαντάμ Πανδαισίας. Άλλοτε ο έρωτας αντιμετωπίζεται σαν βάρος. Η Αφροδίτη στο ομότιτλο μυθιστόρημα, η Ρουμπίνη στη Μητέρα του Σκύλου και η Αρσενία στο Πάντα Καλά αντιμετωπίζουν την εμμηνόρροια σαν ακαθαρσία και βάσανο ή θεωρούν λυτρωτική την εμμηνόπαυση που οδηγεί σε ερωτική «συνταξιοδότηση». Ο Τίτος, αντίστοιχα, στην Αφροδίτη θα προτιμούσε να μην ήταν απαραίτητος ο ερωτικός σύντροφος για τη σεξουαλική του ικανοποίηση.
Ιδιαίτερος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μάτεσις χειρίζεται την ονοματοδοσία των ηρώων του. Τα ονόματα μπορεί να εξυπηρετούν τη σκωπτική διάθεση του συγγραφέα, έχοντας τη δική τους συμβολή στην πρόκληση του γέλιου (στο Πάντα Καλά η Αθανασία συνεχώς «αυτοκτονεί» –αδύνατο για «Αθανασία»!–, ενώ πλέκει και ειδύλλιο με τον Ζώη, σε μια αποθέωση της ζωής!)· μπορεί να λειτουργούν τελείως ειρωνικά, προσδίδοντας στους ήρωες ιδιότητες που δε φέρουν (ο Θεόδωρος και η Θεοδώρα στον Μύρτο, μόνο «δώρα Θεού» δεν είναι· στο χούφταλο Θεοφάνη θα ταίριαζε περισσότερο το… «Διαβολοφάνης»!)· μπορεί να τονίζουν το μοιραίο, μέσα από τη συνάντηση και την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ προσώπων με σπάνια ονόματα (στον Αλδεβαράν ο ήρωας Ερμής συναντά έναν ακόμη Ερμή και συνάπτει σχέση με μία Ερμίνα, ενώ στη συνέχεια «δένεται» με τον Μύρτο και συνάπτει δεσμό με τη Μυρτώ!)· μπορεί να συμβαδίζουν με τις ιδιότητες των ηρώων (στο μυθιστόρημα Μύρτος ο ευνούχος Βελισάριος φέρει όνομα βυζαντινό, σαν να προέρχεται απ’ την Αυλή κάποιου Βυζαντινού αυτοκράτορα στην οποία περισσεύουν οι ευνούχοι, ενώ ο Τηλέμαχος, που σημαδεύει τα τζάμια του απέναντι σπιτιού με τη σφεντόνα του, μάχεται όντως από μακριά!).
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στο πεζογραφικό έργο του Μάτεσι, που ενισχύει το θεατρικό σύμπαν του συγγραφέα, είναι το υπερφυσικό στοιχείο, με την ιδιαίτερη γοητεία που ασκεί. Στο έργο του Μάτεσι συμβαίνουν θαυμαστά, μαγικά, υπερλογικά πράγματα: στεριές εμφανίζονται κι εξαφανίζονται, σπίτια έχουν μόνο πρόσοψη κι από πίσω τους τη θάλασσα, μελλοθάνατοι μπαίνουν στο φέρετρό τους χαμογελαστοί, ο ήλιος κατέρχεται στα καλντερίμια και υγροποιείται, κάνοντας τα πάντα να κολλάνε· με δυο λέξεις του ίδιου του συγγραφέα, σημειώνονται «διαρροές πραγματικότητας».
Η ταξινόμηση των υπερφυσικών στοιχείων στο έργο του Μάτεσι δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Ο συμφυρμός καταστάσεων διατρέχει μεθοδικά το σύνολο του ματεσικού έργου. Χρονικές βαθμίδες συμφύρονται μεταξύ τους. Στο μυθιστόρημα Σκοτεινός Οδηγός η ηρωίδα Μυρτάλη, γεφυρώνοντας το παρόν με το παρελθόν, έχει τη δυνατότητα να αντικρίζει ιστορικές πόλεις της Μεσογείου, επίσης τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο που πετούν στον ουρανό, μπορεί ακόμη να κατεβαίνει στον Άδη ή να συναντιέται στο σύγχρονο παρόν με τις αρχαίες Ερινύες. Πολύ εντυπωσιακότερος είναι ίσως ο συμφυρμός των χρονικών βαθμίδων γύρω από το πρόσωπο του Μύρτου, ήρωα που απαντάται τόσο στο ομότιτλο μυθιστόρημα όσο και στον Αλδεβαράν. Ο Μύρτος στο ομότιτλο μυθιστόρημα είναι ένα οκτάχρονο παιδί που κοιμάται συνεχώς από τη γέννησή του. Χρονικά τοποθετείται στα 1940. Ο Μύρτος στον Αλδεβαράν είναι ένας εικοσιπεντάχρονος νέος. Χρονικά τοποθετείται στη νέα χιλιετία, είναι δηλαδή ήρωας σύγχρονος. Το «προκλητικό» με τους δύο ήρωες, που επιβεβαιώνει ακριβώς και το συμφυρμό των χρονικών βαθμίδων, είναι πως έχουν τα ίδια στοιχεία ταυτότητας: κοινή νησιώτικη καταγωγή, κοινούς συγγενείς – δύο δίδυμους θείους που ξεπερνούν τα ενενήντα τους χρόνια, κοινά περιουσιακά στοιχεία, κοινή ευωδιά στην ανάσα και στο κορμί τους και, φυσικά, κοινό όνομα, και μάλιστα όνομα σπάνιο, όχι συνηθισμένο. Παρ’ όλα αυτά απέχουν μεταξύ τους περίπου μισόν αιώνα!
Μια δεύτερη κατηγορία συμφυρμού είναι αυτή των διαφορετικών τόπων. Ήδη από τον Σκοτεινό Οδηγό προκύπτει πως ένας μεταφυσικός τόπος, ο Άδης, γίνεται τόπος προορισμού για ένα φυσικό πρόσωπο, τη Μυρτάλη. Στην Ύλη Δάσους σπίτια αποκτούν την έκταση μιας ολόκληρης επαρχίας, συναιρώντας στη φυσική τους ύπαρξη μια περιορισμένη έκταση, εκείνη δηλαδή των ίδιων των σπιτιών, με ένα αχανές τοπίο, αυτό δηλαδή μιας ολόκληρης επαρχίας! Αντίστοιχα στο Πάντα Καλά η ηρωίδα Αρσενία βλέπει έναν άντρα που της απευθύνεται από απόσταση τριάντα χιλιομέτρων (!), σ’ ένα ακόμη παράδειγμα συμφυρμού των χώρων.
Ένας από τους πιο περίεργους συμφυρμούς στο έργο του Μάτεσι είναι αυτός των έμψυχων με τα άψυχα. Στο διήγημα Ύλη Δάσους της ομότιτλης συλλογής ο ήρωας «παλιώνει», μεταφέρεται σε παλαιοπωλείο κι εκεί, με το πέρασμα του χρόνου, μετατρέπεται σε ξύλινο γλυπτό!
Ο συμφυρμός μύθου-πραγματικότητας είναι ένας ακόμη σημαίνων συμφυρμός, όπου ως μύθος λογίζονται τα πρόσωπα των έργων του συγγραφέα, ενώ ως πραγματικότητα ο ίδιος ο συγγραφέας. Έτσι, στο Πάντα Καλά
ο ίδιος ο συγγραφέας του μυθιστορήματος, δηλαδή ο Παύλος Μάτεσις, κερνά
καφέ στην ηρωίδα του Αρσενία, προσφέροντάς της το θαύμα που εκείνη
ζήτησε, κι ενώ η Αρσενία τον κοιτά να περνά τον απέναντι δρόμο! Στο ίδιο
μυθιστόρημα η Ρουμπίνη, που πρωταγωνιστούσε στη Μητέρα του Σκύλου,
κρατά στα χέρια της το βιβλίο του Μάτεσι στο οποίο η ίδια
πρωταγωνιστεί, ενώ γνώση του μυθιστορήματος έχει και η φαρμακοποιός
Βασιλεία! Στο διήγημα «Για ώρα ανάγκης» της συλλογής Ύλη Δάσους ο
ήρωας γνωρίζει το διήγημα «Το ηλιοτρόπιο» της ίδιας συλλογής. Με άλλα
λόγια, τα φανταστικά πρόσωπα του λογοτεχνικού μύθου έχουν γνώση του
δημιουργού τους και του έργου του, που είναι ωστόσο υπαρκτά, όχι
φανταστικά! Μάλιστα, η ηρωίδα Μυρτάλη στον Σκοτεινό Οδηγό αφήνει
τα σημάδια της στον κόσμο του συγγραφέα και κάνει ολόκληρη συζήτηση με
τη Ρουμπίνη, που εμφανίζεται και εδώ, για το αν είναι «ύπαρξη υπαρκτή»
και για το αν μπορεί να γίνει στην περίπτωση που δεν είναι, κάτι που στο
τέλος το κατορθώνει!
Ο
συμφυρμός του κόσμου των μυθιστορημάτων με τον κόσμο τον πραγματικό,
πέρα από την έκπληξη που προκαλεί, γεννά και προβληματισμούς αναφορικά
με το τι είναι πραγματικό και τι όχι. Όταν οι ήρωες αφήνουν το στίγμα
τους στον κόσμο του συγγραφέα, θα ’ταν δύσκολο να αμφισβητηθεί η
πραγματική τους ύπαρξη. Από την άλλη, μήπως δεν είναι αληθινός ούτε ο
ίδιος ο συγγραφέας αν δεν είναι αληθινοί οι ήρωές του, από τη στιγμή που
συμπλέκεται στην ίδια διάσταση μαζί τους; Ο Μάτεσις βάζει δυναμίτες
στις βεβαιότητες και τις κλονίζει. Παράλληλα όμως, δικαιώνοντας σαν
πιθανό οποιοδήποτε ενδεχόμενο, ακόμη και το πλέον παράδοξο, βάζει
δυναμίτες και σε κάθε αβεβαιότητα. Έτσι, βεβαιότητα κι αβεβαιότητα
μοιάζουν εξίσου πιθανές, και το ερώτημα τι είναι πραγματικότητα και τι
μύθος υποβιβάζεται σε ερώτημα χωρίς νόημα.
Η
παραπάνω απόπειρα ερμηνείας μιας πολύ μικρής πτυχής του έργου του
Μάτεσι δεν είναι τίποτε περισσότερο από την «ψύχωση» του υποφαινόμενου
φιλολόγου να «αποκρυπτογραφήσει» οπωσδήποτε τα μυστήρια του ματεσικού
σύμπαντος. Η «ερμηνεία» αυτή ίσως φαντάζει πρόκληση, εφόσον ο Μάτεσις
αποποιείται την εκλογίκευση του έργου του, είναι ωστόσο μία «ερμηνεία»
που επί της ουσίας δεν ερμηνεύει τίποτα, αφού αφήνει ανοιχτά όλα τα
ενδεχόμενα. Έτσι συμπορεύεται με τη στόχευση του Μάτεσι για «α-σημία»
στο έργο του, δηλαδή για απουσία οποιουδήποτε συμβολισμού από τις
καταστάσεις που περιγράφει.
Εφόσον τα πράγματα έχουν έτσι, δηλαδή απλώς τελούνται,
καμία απόπειρα εκλογίκευσης δεν ευσταθεί. Μόνη δυνατότητα είναι να
προσεγγίζεται το έργο του Μάτεσι με τον ίδιο τρόπο που θα προσεγγιζόταν
μια μουσική σύνθεση: ακούγοντας κι απολαμβάνοντας, πέρα από κάθε
προσπάθεια ερμηνείας. Η μόνη αποδεκτή προσέγγιση λοιπόν γίνεται με
κριτήρια αισθητικά. Εδώ θα μου επιτρέψετε, κλείνοντας, να μοιραστώ μαζί
σας την προσωπική μου απόπειρα προσέγγισης του συγγραφέα.
Κάθομαι
με τον Παύλο Μάτεσι σε παραλιακή καφετέρια. Στα πόδια μας εκτείνεται
ένα λεπτό κομμάτι αμμουδιάς, κι αμέσως μετά η θάλασσα. Ένα ασανσέρ
ξεκινά από την αμμουδιά και χάνεται στα σύννεφα. Έχει παραγγείλει τσάι
και σηκώνει το φλιτζάνι με γνήσιο εγγλέζικο στιλ. «Ποιον άλλον
περιμένουμε;» τον ρωτώ. «Όπου να ’ναι κατεβαίνει ο Σαίξπηρ», μου κάνει,
«έχουμε θεατρική συνάντηση». Ο Μάτεσις ρουφάει μια γουλιά. Η θάλασσα
αναταράζεται. Ρουφά και δεύτερη. Πανικοβάλλομαι, λέω θα σηκώσει κάνα
τσουνάμι. Τρέχω να κρυφτώ στο ασανσέρ. «Γιατί φεύγεις;» με ρωτά. «Δε θες
να σε κεράσω τίποτε άλλο;» Μα δεν ακούω πια, έχω ήδη κρυφτεί στο
ασανσέρ. Βλέπω τα κουμπιά με τους προορισμούς. Ένα κουμπί ανόδου
προσδιορίζεται «Αλδεβαράν». Πλάι του, το κουμπί καθόδου «Σκοτεινός
Οδηγός». «Έλα να πιούμε το τσάι μας», με παροτρύνει, και ρουφάει νέα
γουλιά. Το φλιτζάνι αδειάζει και με κάθε νέα ρουφηξιά αδειάζει η
θάλασσα, μέχρι που στεγνώνουν τα πάντα. «Έλα», μου λέει ξανά, «μη
φοβάσαι. Θέλεις να μιλήσουμε για το καινούργιο μου βιβλίο;» Βγαίνω δειλά
δειλά από το ασανσέρ και ξανακάθομαι στο τραπεζάκι – η θάλασσα πουθενά!
«Κοίτα!» μου λέει, και μου ανοίγει τις χειρόγραφες σημειώσεις του. Μια
θαλασσινή αύρα μέσα απ’ τις σελίδες μού δροσίζει το μέτωπο κι ένα απαλό
κύμα σκάει στα πόδια μου. Το τοπίο γαληνεύει κι απ’ το χειρόγραφο
ξεπετάγονται αστερίες, κοράλλια και μαργαριτάρια.
[Η παραπάνω
εισήγηση για την πεζογραφία του Παύλου Μάτεσι παρουσιάστηκε –σε
συντομευμένη της εκδοχή– στην Κομοτηνή στις 29/3/2008 (γι’ αυτό και δε
λαμβάνει υπόψη της το μεταγενέστερο δέκατο ματεσικό μυθιστόρημα με τον
τίτλο Graffito), σε εκδήλωση για το θεατρικό και το πεζογραφικό λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου