23.2.13

«Αντίο, Κυρία μου, δεν μπορώ να σάς αποχωριστώ»

του Ζαν Ρουντώ*

μετάφραση: Βέτα Μπέσιλα




Αν συγκατεθεί κανείς να διαβάσει μπροστά σε ακροατήριο, είναι επειδή αποδίδει στην ομιλία τη δύναμη ν' αναδεικνύει το γραπτό κείμενο, επειδή θεωρεί το έντυπο ανεπαρκές και την εκφορά σαν μια μουσική λεκτική, που θα το ολοκλήρωνε. Ωστόσο, η ανάγνωση καταλήγει να τονίσει αυτήν τη θεμελιώδη ανεπάρκεια, γιατί κάθε ομιλία είναι πρόσκομμα, ολίσθηση κι επανάληψη, ένα λαχάνιασμα. Αντί να λειαίνεται απ' τον λόγο, όπως ο ζωγραφικός πίνακας απ' ένα ελαφρό βερνίκι, το κείμενο που διαβάζεται παρουσιάζει, σ' αυτούς που το διαβάζουν, τις επιταχύνσεις και τις επιβραδύνσεις του, τις συγκοπές και τις λιποθυμίες του. Η ομιλία διστάζει μέσα στα ερείπιά της, δραπετεύει από ένα μνήμα, αναγεννιέται από έναν εφήμερο θάνατο. Ό,τι προσφέρεται στην ακοή σας, ό,τι σάς δίνεται, έχει συντελεστεί αλλού: αυτό που ακούτε, αυτήν τη στιγμή, είναι ήδη αυτό που θυμάστε, ώς το λαχάνιασμα, και ανυπομονώντας να τελειώνετε επιτέλους με το μουρμουρητό, για να μπορέσετε με την ησυχία σας να τα ξαναθυμηθείτε όλα, να καταφύγετε στη σιωπή που μας θεμελιώνει. Ο ομιλητής είναι ήδη απών στα μάτια σας, εξίσου νεκρός με τον συγγραφέα κάποιας επιστολής που έφτασε εκ των υστέρων. Γιατί η λέξη «ανταπόκριση»,** είτε πρόκειται για ταχυδρομείο είτε για ποίηση, δηλώνει πάντα κάτι το ασυγχρόνιστο.

Το μόνο μήνυμα που περιμένουμε ανυπόμονα, που πιστεύουμε πως κι αν ακόμη δεν θα γεμίσει το θεμελιώδες κενό μέσα μας, τουλάχιστον θ' απάλυνε τον πόνο της ύπαρξης, το μήνυμα αυτό δεν θα το λάβουμε ποτέ. Η λογοτεχνία, και οι ζωές μας, στηρίζονται πάνω σ' ένα κείμενο απόν κι επιθυμητό. Ή, ακόμη, παίρνουμε ένα γράμμα που δεν περιμέναμε. Και, μέσα στη βιασύνη μας, το διαβάζουμε σαν να 'ταν αυτό΄που ελπίζαμε να πάρουμε, έτσι που όλο το περιεχόμενό του να μεταμορφώνεται, οι κήποι των προαστίων να φαντάζουν σαν άλση του Soglio, τα μουσεία δεν είναι αίθουσες σιδηροδρομικού σταθμού αλλά κατοικίες σιωπηλές, στολισμενες κι αγαπημένες. Η φωνή που μιλά μέσα μας, όπως γράφουμε ένα γράμμα χωρίς αποστολέα, μόλις που πήγε ν' ανέβει κι έσβησε κιόλας. Το μέταλλό της είναι κι αυτό σημαδεμένο απ' την προσπάθειά μας να υψώσουμε τον τόνο της φωνής και να διασχίσουμε τον χρόνο. Όπως το φως που φτάνει ώς εμάς είναι απ' ένα άστρο ήδη σβησμένο, κάθε ομιλία είναι από την ουσία της μια μεταθανατια έκδοση. Τα γράμματα που φιλάμε είναι πάντα γράμματα κάποιου που έχουμε χάσει. Οι φωνές που ακούμε είναι φωνές που ανασύρουμε απ' τη μνήμη. Από Αυτόν που ομιλεί, δίχως κίνηση και δίχως φαινομενικά σώμα, μονάχα μια φωνή, σαν σε όνειρο, καταφέρνει να φτάσει ώς εσάς. Μια ομίχλη λέξεων, ένα αναπάντεχο ξεφωτο του τοπίου σάς δίνει την εντύπωση ότι μια ανάμνηση της θαμμένης στο βάθος ζωής σας ξεπήδησε ξαφνικά απ' τον ταφο της, για να χαθεί ξανά. Σε κάθε συζήτηση που κάνουμε, βιώνουμε την εμπειρία της ανάστασης. Αλλά κι αν προεξοφλούμε αδιάκοπα τη στιγμή εκείνη που δεν θα μπορούμε πια να μιλάμε μεταξύ μας, ωστόσο το μόνο που θέλουμε είναι να την αναβάλουμε. Δεν είναι δυνατόν να σιωπήσουμε, εφόσον τίποτε δεν ειπώθηκε, όσο κάτι πάντα μένει να πούμε. Τίποτε δεν ειπώθηκε, όσο δεν έχουμε ακόμη πει τις λέξεις εκείνες που θα συνόψιζαν τον κόσμο όλο, καταλύοντάς τον.

Αυτό που μένει να ειπωθεί δεν μπορεί παρά να 'ναι η επανάληψη όσων έχουν ήδη λεχθεί, με τέτοιο τρόπο που το φάντασμα του ομιλητή (ένας Gilles Blafard αναδυόμενος μέσα απ' το ξύλινο τραπέζι του) να επανέρχεται ξανά και ξανά, ατελεύτητα. «Αντίο, Κυρία μου, δεν μπορώ να σάς αποχωριστώ» ψιθυρίζει ο Marcel Proust στην κυρία Straus το 1912, λέγοντας και ξαναλέγοντάς της αντίο για να μην την αποχωριστεί καθόλου.


Σημειώσεις της μεταφράστριας:
* Τα βιβλία του Jean Roudaut είναι στυλιστικά θαύματα. Σου δίνουν την εντύπωση ότι παρακολουθείς μια μονομαχία ή μια ερωτική σκηνή, που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου, μεταξύ του συγγραφέα και των λέξεων.
Παίζει μαζί τους ένα παιχνίδι παθιασμένο, διακοπτόμενο, τρυφερό, ατέρμονο. Βαθύς γνώστης της αλχημείας των λέξεων, αλλά και της αρχιτεκτονικής δομής της γλώσσας, ο Roudaut αφήνεται να παρασυρθεί από τη ροή του λόγου, να ακολουθήσει τα μυστικά κι ανεξιχνίαστα μονοπάτια της σκέψης, σίγουρος πως πάντα αυτός έχει τον έλεγχο. Γι' αυτό δειλιάζεις να τον μεταφράσεις. ΄Ενα ελάχιστο δείγμα γραφής του είναι το αυτοτελές κείμενο που δημοσιεύεται εδώ. 
** Στα γαλλικά corespondance: αλληλογραφία, ανταπόκριση, αντιστοιχία.

[αναδημοσίευση από το περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 2, Φεβρουάριος 1988 ― είκοσι πέντε χρόνια πριν...]


Ο Ζαν Ρουντώ γεννήθηκε το 1929 στο Μαρλαί της Γαλλίας. Καθηγητής στην έδρα της Σύγχρονης Γαλλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Φρίμπουργκ (Ελβετία). Συγγραφέας και κριτικός, δημοσίευσε μεταξύ άλλων τα βιβλία: Ο Μichel Butor και το βιβλίο του μέλλοντος (1964)· Τρεις προσανατολισμένες πόλεις (1967)· Το δωμάτιο (1968)· Οι φυλακές (1974)· Άλλο μέρος (1978). Τελευταίο βιβλίο του: En quête d’un nom, Écho à quelques citations de À la Recherche du temps perdu par Marcel Proust (2012). 
Επίσης, έχει προλογίσει και σχολιάσει πολλά έργα κλασικών και σύγχρονων συγγραφέων, ενώ από το 1953 και μετα δημοσίευσε πληθωρα κριτικων σε διαφορα περιοδικά.
Από το 1957 έως το 1964 ήταν λέκτορας της γαλλικής γλώσσας στο Α.Π.Θ. και παράλληλα δίδασκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: