3.2.13

«Προς τον κ. Γιάννη Μπασκόζο»


του Σπύρου Αραβανή

πηγή: www.poiein.gr





Ο κ. Γιάννης Μπασκόζος στη σημερινή του επιφυλλιδα στο Βήμα της Κυριακής (3-2-13) αναφέρεται στο θέμα των Περιοδικών Λογοτεχνίας τα οποία όπως σημειώνει «εξαφανίζονται σιγά σιγά» θεωρώντας βασικό -όχι τον μόνο- υπαίτιο το Διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά περιοδικά. Ας δούμε τι ακριβώς γράφει:

«Τα περιοδικά αυτά αποτελούνταν από έναν κύκλο ανθρώπων που ζούσαν «μέσα» στη λογοτεχνία και «για» τη λογοτεχνία. Σε ορισμένες επαρχιακές πόλεις αποτελούσαν έναν πολιτιστικό πυρήνα, όπου οι άνθρωποι γύρω τους διοργάνωναν πολιτιστικές εκδηλώσεις, επηρέαζαν τις τοπικές κοινωνίες. Εξαφανίστηκαν σιγά-σιγά «Η γραφή» στη Λάρισα, «Το ρόπτρο» στον Βόλο, το «Εξώπολις» στην Αλεξανδρούπολη κ.ά. Επιζούν λίγα, όπως η «Παρέμβαση» στην Κοζάνη. Το Διαδίκτυο τα θέρισε.
Τα ηλεκτρονικά περιοδικά με το χαρούμενο αλαλούμ τους αντικατέστησαν τα πιο σοβαρά έντυπα. Το λαϊφστάιλ συνευρέθηκε με τις τέχνες παράγοντας υβρίδια που μπορούσαν να ικανοποιήσουν πλείστες όσες καταναλωτικές ανάγκες. Παράλληλα η κρίση του βιβλίου αποτελείωσε τα έντυπα περιοδικά. Η διαφημιστική αγορά συρρικνώθηκε, το ρευστό χρήμα εξαερώθηκε, οι εκδότες μαζεύτηκαν, περιέκοψαν τις διαφημίσεις. Αυτό επηρέασε τα αθηναϊκά περιοδικά που έπειτα από 20, 30 και 35 χρόνια έλειψαν από το περίπτερο, όπως το βιβλιογραφικό «Διαβάζω», η λογοτεχνική «Λέξη», το κριτικό - δοκιμιακό «Κ», η φιλοσοφική «Ινδικτος», το multi culti «Index», το νεανικό «Να ένα μήλο», το ποιητικόν «Πλανόδιον», η υπερρεαλιστική «Νέα Συντέλεια» κ.ά. Ορισμένα, όπως η «Νέα Εστία», το «Δέντρο», τα «(δε) κατά», «η οδός Πανός», το «Εντευκτήριο» στη Θεσσαλονίκη και κάποια άλλα που μου διαφεύγουν, έχουν αραιώσει την εμφάνισή τους. Μάλλον αρχίζει μια νέα εποχή η οποία όμως ακόμη δεν έχει σχηματοποιηθεί. Το σήμα θα δώσουν κυρίως τα ηλεκτρονικά περιοδικά. Μέχρι στιγμής αυτά ζουν σε ένα θολό τοπίο. Τον χορό έσυραν τα μπλογκ, που όμως εξετράπησαν στην προσωπική προβολή του ιδιοκτήτη τους. Το Διαδίκτυο παραμένει μια ανοικτή πρόκληση. Κάποιοι φίλοι μου λένε «δεν θα ξεπεράσουμε ποτέ την ανάγκη για ένα καλό έντυπο περιοδικό». Πιστεύω ότι το ζήτημα δεν είναι αν θα είναι έντυπο ή ηλεκτρονικό, αλλά αν θα είναι καλό, παρεμβατικό, με άποψη και συνέχεια.».


(Ολόκληρη η επιφυλλίδα εδώ:  http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=496049)


Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια επιφανειακή τοποθέτηση του επί του θέματος, αν και άνθρωπος με πολυετή πείρα στο χώρο του βιβλίου. Εξηγώ το γιατί:


1. Τα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά ζουν και βασιλεύουν, τουλάχιστον στην Αθήνα, από ποσοτικής πλευράς. Μια απλή βόλτα στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου “Πολιτεία', εκεί όπου σε περίοπτη θέση, ακριβώς, μετά την κάθοδο, βρίσκεται ο πάγκος με τα λογοτεχνικά περιοδικά, μπορεί να αποδείξει οτι συνεχίζουν και σήμερα, άλλα πιο αραιά, άλλο πιο σταθερά, να εκδίδονται ΑΡΚΕΤΑ  λογοτεχνικά περιοδικά σε πείσμα των καιρών και αντιστρόφως ανάλογα από την ποσότητα του αναγνωστικού κοινου. Σαφώς και ιστορικά περιοδικά έχουν εκλείψει όπως η «Λέξη», το «Διαβάζω» και εσχάτως το «Πλανόδιον» όπως και τα περιοδικά της επαρχίας που αναφέρονται στο άρθρο, όμως αυτή η διακοπή λειτουργίας τους δεν μπορεί να δικαιολογήσει γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν πολλά άλλα λογοτεχνικά περιοδικά (με πολύ καλά, κατά καιρούς, Αφιερώματα και σε μη προβεβλημένα λογοτεχνικά πρόσωπα) και να εμφανίζονται και νέα αξιόλογα  βλ. περιοδικο “Κουκούτσι'. Ένα θέμα όμως είναι ποια και πόσα βιβλιοπωλεία δέχονται να «φιλοξενήσουν» στις προθήκες τους και να προβάλλουν και αυτή την πλευρά της λογοτεχνικής πραγματικότητας. Δεν είδα, δηλαδή, να αναφέρεται πουθενά στο άρθρο, ο ρόλος των διανομέων και των βιβλιοπωλείων που ως επιχειρήσεις (καθόλου κατακριτέο από μια άποψη) βαδίζουν με βάση τις επιλογές του αγοραστικού κοινού. Το οποίο όμως αγοραστικό κοινό, εξαιρώντας τους υποψιασμένους, τους συλλέκτες και τους ειδικούς, χρειάζεται μια βοήθεια πληροφόρησης από τα βιβλιοπωλεία και τότε ας το αφήσουμε να κρίνει αυτό αν θα αγοράσει ή όχι….Αντιθέτως στο «καταστροφικό» διαδίκτυο θα συναντήσει κανείς άπειρα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία στα οποία τα λογοτεχνικά περιοδικά βρίσκουν ισότιμη θέση στη μηχανή αναζήτησης…



2. Το σημείωμα αναφέρει οτι «το Διαδίκτυο τα θέρισε». Με τόσα χρόνια στο χώρο του βιβλίου ο κ. Μπασκόζος όφειλε να είναι περισσότερο προσεκτικός στις εκφράσεις του, με άλλα λόγια, όταν γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις, να μην δαιμονοποιεί τη λιγότερο σημαντική αιτία και κυρίως να μην γενικολογεί. Είναι το λιγότερο αστείο να πιστεύει κανείς πως ένας σοβαρός αναγνώστης θα απέρριπτε ένα σοβαρό αφιέρωμα από ένα έντυπο περιοδικό επειδή βρίσκει κάτι αντίστοιχο στο διαδίκτυο. Προς το παρόν τα διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά κάνουν φιλότιμες προσπάθειες, τα περισσότερα από αυτά χωρίς εκδοτικούς οίκους να τους «τρέφουν» όπως γινόταν επί χρόνια σε ορισμένα έντυπα, χωρίς χορηγίες από κρατικούς φορείς, χωρίς τις αντίστοιχες έγκυρες «υπογραφές» που συναντάμε σε ορισμένα έντυπα περιοδικά, βασισμένα κατά βάση στο μεράκι και στις φιλοδοξίες -ύποπτες και μη- των εκδοτών τους και στην καλή θέληση των συνεργατών τους. Συνεπώς κανένα «λογοτεχνικό youtube» δεν αφαίρεσε «αγοραστές» περιοδικών, όπως συνέβει στο χώρο της μουσικής, γιατί πολύ απλά στα διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά δεν γίνεται ολική ή μερική αναδημοσίευση της ύλης των έντυπων περιοδικών -όπως συμβαίνει με τα μουσικά cd- άμα τη κυκλοφορία τους (ή όπως συμβαίνει με τις έντυπες και διαδικτυακές εφημερίδες). Άρα δεν υπάρχει καμία «αντικατάσταση» προιόντος με ευθύνη των διαδικτυακών περιοδικών. Αντιθέτως από όσο παρακολουθώ τα ιντερνετικά περιοδικά συνηθίζουν να διαφημίζουν ανιδιοτελώς στις σελίδες τους τα έντυπα περιοδικά όταν αυτά κυκλοφορούν νέο τεύχος. Τα διαδικτυακά περιοδικά απλώς «άνοιξαν» τον φιλτραρισμένο κύκλο της προβολής της λογοτεχνίας σαφώς με θετικά αλλά αρνητικά αποτελέσματα (πολλαπλασιασμός των «λογοτεχνών» και της αυταρέσκειάς τους, έλλειψη ουσιαστικού κριτικού λόγου εξαιτίας της φύσης του μέσου, εμφάνιση ανώνυμης σχολιογραφίας κ.ά. ) στοιχεία όμως που εμφανίζονται και σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά. Τέλος, τα έντυπα περιοδικά, συνεχίζουν, εξ’ όσων, γνωρίζω να δέχονται δεκάδες αιτήσεις συνεργασίας συνεπώς δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα που πιθανόν κάποιος να σκεφτεί οτι τα διαδικτυακά περιοδικά «έκλεψαν την πελατεία». Το γιατί, λοιπόν, δεν αγοράζει συστηματικά κάποιος ένα λογοτεχνικό περιοδικό παρά μόνο όταν έχει μια δική του δημοσίευση σε αυτό, ειναι ένα θέμα που πρέπει να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Το γιατί μια αναγγελία κυκλοφορίας νέου τεύχους έντυπου περιοδικού στο facebook κατακλύζεται από δεκάδες like γεγονός αντιστρόφως ανάλογο με τις πωλήσεις του είναι θέμα που δεν μπορεί κανείς να το αποδώσει μόνο στο «Τα ηλεκτρονικά περιοδικά με το χαρούμενο αλαλούμ τους αντικατέστησαν τα πιο σοβαρά έντυπα». Οι ευθύνες είναι πολλαπλές.


3. Ό κ. Μπασκόζος, επίσης, αποκλείει από την επιφυλλίδα του την αναφορά στις εφημερίδες που για πολλά χρόνια μέσα από τα Ένθετά τους (και από τα «λογοτεχνικά δώρα τους») πήραν τη μερίδα του λέοντος από τη διαφημιστική πίτα παράγοντας έναν κριτικό λόγο, σε πολλές περιπτώσεις, απλώς δημοσιογραφικό και ενημερωτικό για να μην πω “κατευθυνόμενο'. Όταν εκτρέφεις κατά τέτοιον τρόπο ένα κοινό, είναι επόμενο να θερίσεις ανάλογες αναγνωστικές συμπεριφορές και προτιμήσεις. Ρωτώ, λοιπόν, το Βήμα, στο οποίο εργάζεται, πόσο συχνά τα τελευταία 10, τουλάχιστον,   χρόνια θυμήθηκε οτι υπάρχουν και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά πλην δυο-τριων περιπτώσεων που συστηματικά ενίσχυε την προβολή τους; Πότε και πώς ενδιαφέρθηκε για τα περιοδικά της επαρχίας για τα οποία τώρα γίνεται ο επικήδειος;


4. Οι λογοτεχνικές παρέες που δημιουργούσαν ένα λογοτεχνικό περιοδικό, θέλω να ενημερώσω τον κ. Μπασκόζο, οτι και σήμερα δεν εκλείπουν. Με άλλα λόγια, θα διαφωνήσω πλήρως και με τη θέση του: «Τα περιοδικά αυτά αποτελούνταν από έναν κύκλο ανθρώπων που ζούσαν «μέσα» στη λογοτεχνία και «για» τη λογοτεχνία. Σε ορισμένες επαρχιακές πόλεις αποτελούσαν έναν πολιτιστικό πυρήνα, όπου οι άνθρωποι γύρω τους διοργάνωναν πολιτιστικές εκδηλώσεις, επηρέαζαν τις τοπικές κοινωνίες.». Τόσο η Αθήνα όσο και η Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον, καθημερινά βρίθουν από πολιτιστικές εκδηλώσεις και οι λογοτέχνες έχουν καταφέρει περισσότερο από ποτέ την αυτο-οργάνωσή τους μέσα κυρίως σε μικρές, ομολογουμένως, ομάδες. Ο χάρτης έχει αλλάξει και αυτό οφείλεται και στην ευκολία επικοινωνίας και οργάνωσης που παρέχει ο δαίμονας, όπως εμφανίζεται στην επιφυλλίδα, διαδίκτυο. Ας αφήσουμε, λοιπόν, επιτέλους τους νέους κυρίως λογοτέχνες να οργανώσουν τις ομάδες τους χωρίς τις κατευθύνσεις ή τους επικηδείους των παλαιοτέρων περί «παλαιότερης ένδοξης εποχής».

Το θέμα, λοιπόν, της μη αναγνωσιμότητας έντυπων περιοδικών είναι πιο σοβαρό και με περισσότερες πτυχές από ό,τι εμφανίζεται στην επιφυλλίδα του κ. Μπασκόζου. Και είναι απορίας άξιον η ρηχότητα με την οποία αντιμετώπισε το φαινόμενο. Θέλω όμως  να πιστεύω πως η άποψη που πραγματικά ασπάζεται είναι η εύστοχη κατακλείδα της επιφυλλίδας του:

«Πιστεύω ότι το ζήτημα δεν είναι αν θα είναι έντυπο ή ηλεκτρονικό, αλλά αν θα είναι καλό, παρεμβατικό, με άποψη και συνέχεια.».



* Για τυχόν παρανοήσεις, θα ήθελα να σημειώσω πως το παρόν άρθρο υπογράφεται ατομικά και δεν εκφράζει επίσημη θέση του περιοδικού Ποιείν.






*****************************
Ο Σπύρος Αραβανής γεννήθηκε το 1979 στον Πειραιά. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και είναι διδάκτορας Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης (Πανεπιστήμιο ΑΘηνών). (Συν)εργάζεται ως δημοσιογράφος και έχει εκδώσει δύο βιβλία ποίησης. Περισσότερα εδώ: http://www.poiein.gr/odhynio-anaaaitho

Δεν υπάρχουν σχόλια: