1.2.13

Ο κώδικας: του Πάνου Θεοδωρίδη


πηγή: petefris.blogspot.com


Εχω γράψει αρκετές φορές πόσο σπουδαίο είναι να αισθάνεσαι χαρά επειδή κατάφερες να γράψεις ένα ποίημα ικανοποιητικά (προσοχή: όχι ένα καλο ποίημα) . Τέτοια χαρά αισθάνθηκα έως το τέλος της ανηφόρας του βίου, δηλαδή έως τα 45, τρείς φορές: με την «Ωδή στα πουλιά», ετών 30, με την «Καραβέλλα» ετών 40 και με τον «Καπερνέκα» ετών 45. Στις κατηφοριές η χαρά μεταβληθηκε σε χαιρεκακία, αλλα δεν είναι ώρες να εξετάζουμε τις παραξενιές των γερόντων.Κι έτσι, το 2001, σε «επιστολικη νουβέλα» ονόματι «Αναφορά στον Άγγελο», έγραφα τα εξής:
[…] δεν ξέρω πώς συνέβη και έγραψα ένα ποίημα, Νοέμβριο του 1978 στο Γιορκ, που παραδόξως προσέγγισε αγνώστους μεταξύ τους ανθρώπους και, μετά από δεκάξι χρόνια προσπάθειες, είχα επιτέλους την αίσθηση ότι πλησίαζα κάποιο λιμάνι, εάν όχι βέβαια τη διάσημη Ιθάκη ή τα περιώνυμα Κύθηρα, τουλάχιστον τη μικρή σκάλα στις Μαριές της Θάσου.Ήταν το ποίημα «Ωδή στα πουλιά».
Σκάστε πουλιά, η αγάπη μου κοιμάται
σ΄ ένα στρώμα βαρύ από υγρασία
το παράθυρο δεν κλείνει,η πόρτα μάγκωσε
και σύ δε με θυμάσαι πιά.
Θα ΄ρθει καιρός σε κάποια ταβέρνα
που θα μεθύσουμε πάλι μαζί
Θα νιώσω τότε στενόν τον καβάλο
και τον θάνατο να σ΄ άγγίζει
γλυκά. Μα εσύ δε με θυμάσαι πιά
οργιάζοντας κάπου στο προσκέφαλο
ενώ αγωνίζομαι να κοιμηθώ
μέσα στο στόμα μιας άλλης κυράς.
Έι, θα ΄ναι όμορφα τέτοιες μέρες
στη δυτική Χαλκιδική. Σκάστε πουλιά,
η, πώς τη λένε, ροχαλίζει απάνθρωπα
και να δακρύσω δεν μπορώ.
Τέλεια.Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε τουλάχιστον πέντε φορές, έγινε (η έκφραση Σκάστε πουλιά) υπό ειδικές συνθήκες παροιμιώδης, μου προσέφερε θαυμασίους επαίνους και εσύ το πρόσεξες και μου χαμογέλασες. Γιά μένα ήταν ολόκληρο μια σπουδή ανάμεσα στην κόντρα του τίτλου με τον πρώτο στίχο. Αλλά, γιά πολλούς, ο υπομνηματισμός, κρυπτικά λάγνος, μιας πασιφανώς δύσκολης φάσης μιάς κοινής ζωής, τους επέτρεπε να συμμετέχουν στο συμπόσιο χωρίς πολλές βαρυστομαχιές.

Η πραγματική διήγηση, από έναν πεζογράφο πλέον, δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον. Εκείνον τον καιρό αγαπούσα μια κυρία, συμβίωνα με μία άλλη και προσπαθούσα να χωρίσω με μία τρίτη κυρία. Μία συγκεκριμένη ημέρα, με παράτησαν εν χορώ. Με αγανάκτηση και έκρηξη θυμού η συμβία, με επιστολή απαλλακτική η ηγερία, με επιστολή καταπελτική η νυμφία. Πήγα-ήρθα τρεις μέρες μεταξύ Παρισίων, Λονδίνου και Χίτσιν (ενός ασήμου χωριδίου έξω από το Λιούτον), προσπαθώντας να γλυκάνω μορφές, να εξηγήσω τα ανεξήγητα. Οι προσπάθειές μου απέτυχαν και κατάκοπος έφτασα βραδάκι στο Γιορκ, όπου η πρώτη μού είχε κάνει την κατοικία θερινή, η δεύτερη με είχε κάνει ρόμπα στους φίλους μου των Αθηνών, ενώ η τρίτη με είχε κανονικά χαντακώσει στη Θεσσαλονίκεια γενέτειρα. Εγώ είχα δηλώσει απιστία, μια κατηγορία που έκτοτε με συνοδεύει. Κανονικά, ήταν περίπτωση όπου δεν γράφεις. Απαγορεύεται. Απλώς στραγγίζεις ό,τι δυνατό ποτό κυκλοφορεί, διαλέγεις ένα ποταμάκι έξω από το Σέλμπι και βουτάς με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, αλλά ήμουν ποιητής και αήθης, χαιρόμουν όταν οι έφηβοι συνάδελφοι με χαρακτήριζαν αμοραλιστή. Κάθισα στη γραφομηχανή και διεκτραγώδησα τα πουλιά. Κανένας δεν κοιμόταν πουθενά κοντα μου.Δεν υπήρχε πραγματικότητα να διηγηθώ, επομένως την ύμνησα. Ήταν ακριβώς ένα ποίημα κατασκευασμένο από στοιχεία της περιόδου πριν εκείνες με πάρουνε χαμπάρι. Δραπετεύοντας από τη ζωή, υπήρχε γύρω μου καθαρός και στρωμένος λειμών λέξεων. Τον επισκέφθηκα και έδρεψα τους σχετικούς ναρκίσσους. […]
Όπως λέγει το σχετικό παραμύθι, «καλά που το έγραψες, κανάγια, δείγμα πόσο θα πρόκοβες στο επάγγελμα εάν ήσο δουλευταράς και μονόμπατος», αλλά αυτά είναι παραμύθες. Στα 35 χρόνια που μεσολάβησαν, η ποιητική μου ιδέα κατευθύνθηκε αποκλειστικά στην ακυρωση του ποιήματος. Στην ανεύρεση της προσωδίας που το έκανε ελαφρώς δημοφιλές. Δεν πέρασε μέρα που να μη το αντικαθιστώ με έναν άλλο εκφραστικό κανόνα, αλλά γραμμένο στον ίδιο κώδικα. Ξημερώματα Παρασκευής, και αφού ασκηθηκα σε ξένους στίχους, ήρθε το πρώτο ατεχνές, πλην ενιαίο:
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΜΑΛΛΙΑ
Σκάσε μαλλιά, η κόμη σου φρικάρει
Με μια χτένα σε τσέπη με λαχεία
Η φράντζα σου δεν έστρωσε, η χωρίστρα χάλασε
Και σένα δεν σε λούζουν πιά.
Θα ΄ρθει καιρός σε κάποιο κουρείο
Που θα μας τα πάρουνε με την ψιλή
Θα νιώσεις πάλι τότε στον σβέρκο αέρα
Και την κόνιδα να σου πέφτει
Απ΄ τ΄ αφτιά. Μα εσένα δεν σε λούζουν πιά
Προτιμώντας τη γλώσσα ενός φαλάκρα
Ενώ αγωνίζεσαι να τον κοιμηθείς
Μέσα στη χούφτα μιας μπάρμπι μικράς.
Ε, θα ΄ναι όμορφα τέτοιες μέρες
Στο Φαλακρό με τα σκι. Σκάσε μαλλιά,
Η πωστηλένε στον κουνάει άτσαλα
Και να τσιρίξεις δεν μπορείς. 
Αυτος είναι πλέον ένας κώδικας, ένα ιδιόλεκτο που το καθιστώ ευθύς δημόσιο. Διότι ένα από τα πιο καλά φυλαγμένα μυστικά της  μεταπολεμικής προσωδίας ήτουνε το πρωί που ξύπνησε ο Πωλ Μακάρντνι υποτονθορίζοντας «τάραραμ», που ήξερε πως δεν είναι «άσκολσουν»  μήτε «φόβητρο». Πάντως, η μελωδία τού άρεσε. Τόσο πολύ, ώστε έτρεμε μην και δεν του ανήκει!

 Η Wiki έχει τις γενικες εντυπώσεις: According to biographers of McCartney and the Beatles, McCartney composed the entire melody in a dream one night in his room at the Wimpole Street home of his then girlfriend Jane Asher and her family. Upon waking, he hurried to a piano and played the tune to avoid forgetting it. McCartney's initial concern was that he had subconsciously plagiarised someone else's work (known as cryptomnesia). As he put it, "For about a month I went round to people in the music business and asked them whether they had ever heard it before. Eventually it became like handing something in to the police. I thought if no-one claimed it after a few weeks then I could have it." Upon being convinced that he had not robbed anyone of their melody, McCartney began writing lyrics to suit it. As Lennon and McCartney were known to do at the time, a substitute working lyric, titled "Scrambled Eggs" (the working opening verse was "Scrambled Eggs/Oh, my baby how I love your legs"), was used for the song until something more suitable was written. In his biography, Paul McCartney: Many Years from Now, McCartney recalled: "So first of all I checked this melody out, and people said to me, 'No, it's lovely, and I'm sure it's all yours.' It took me a little while to allow myself to claim it, but then like a prospector I finally staked my claim; stuck a little sign on it and said, 'Okay, it's mine!' It had no words. I used to call it 'Scrambled Eggs'.

Αργότερα, στο εμπόριο, στη συνείδηση των εφήβων, στα κλαμπ και στα φλερτ  ήταν το «Yesterday». O Πωλ, αγνοιακός, χάρισε στο κοινό έναν ακριβό, δυσεύρετο κώδικα, κι ευτυχώς για τους τάχα δημιουργους, το κοινό δεν νοιάστηκε. Ετσι, η «Ωδή στα πουλιά», με το αρχικό εύρημα «σκάστε πουλιά», έχει πλεον τη δική της πέτρα της Ροζέτας.

Οι μυημένοι, ή οι απλώς περίεργοι, μπορούν να δημιουργήσουν ταις ίδιαις αισθήσεις και με το «σκάσε τσολιά» (η φούντα σου μαδάει), με το «στείλε νερά» (φρυάξαμε στον Σίμο), αλλα και με το «Κράτα γερά» (Ζωή Κωνσταντοπούλου).

Σε αρκετά μαθήματα κειμενογραφίας χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα, αλλά σπανίως γίνομαι πειστικός, επειδή αυτή είναι η ελπίδα των γεννημένων δούλων: να πιάσουν έναν δημοφιλή κώδικα, και, μαζί με την τέχνη της αφήγησης (Ναστρεδίν, Αίσωπος, πλήθος παραμυθάδων με δουλική ζωή), να υπάρξει λόγος και αιτία απελευθέρωσης. Οπότε κανένας δεν γράφει γραμμή, άσε που πνίγει ωσάν τον κούνελο τη γλώσσα του. Διότι η Σιωπή είναι το Έπαθλον το Μικρό, το Μέγα, όπως λέμε Όμικρον και Ωμέγα και μερικοί νομίζουν πως ηύραν τον Κώδικα ενώ αυτά περιγράφονται επαρκώς στο Little Big man, την ταινία του Άρθουρ Πενν, από το 1970.
Και δεν ξεχνώ πως, στην αυλή του Μεσιανού, έτη πολλά, επι Κοσκωτά, ο Μπίλης ανέβαινε χαρωπός σε έναν πώρινο δόμο από τα νταμάρια των Κουφαλίων και τραγουδούσε το «Yesterday» στα τούρκικα, γλωσσα που αγνοούσε, ξεκινώντας με ένα περιπαθές «άσκολσουν».
Άμα έχεις την Αφήγηση και τον Κώδικα, τα υπόλοιπα σου φαίνονται «ανώφελα ως Έρως»

Δεν υπάρχουν σχόλια: