18.2.13

Ιστορίες μετανάστευσης

από τον "τοίχο" του Θοδωρή Ρακόπουλου στο Facebook


Στο αστικό λεωφορείο, ο Θ.Α.Ρ., γυρνώντας απ’ τη δουλειά του, συζητάει με φίλο του Καστοριανό, που συνάντησε στο λεωφορείο. Τη γνωστή συζήτηση των μεταναστών. Πού δουλεύεις; Πόσα βγάζεις; Τι κάνουν στη πατρίδα; Πότε θα γυρίσουμε;
Ο καημός, το παράπονο, η ελπίδα, ο πόνος του ξενιτεμένου, που γίνεται ηπιότερος, όταν τον ανταλλάσσει, μιλώντας με τον πατριώτη του.
Απ’ το διπλανό κάθισμα, ακούνε τα μισόλογα, ενός ψιλοπιωμένου Καναδού …Τι σκατόγλωσσα μιλάτε; …Από πού στο διάολο μας ήρθατε;
Κομπιάζουν προς στιγμή, αλλά συνεχίζουν τη συζήτηση τους.
Ο Καναδός, συνεχίζει το φασιστο-παραλήρημα του. Ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει στάση, σταματάει το λεωφορείο, σηκώνεται ο Καναδός οδηγός, έρχεται προς το μέρος τους και λέει αυστηρά στον συμπατριώτη του: "Σταμάτα και κατέβα αμέσως απ’ το λεωφορείο. Ενοχλείς τους επιβάτες μου".
Κανείς απ’ τους συνεπιβαίνοντες Καναδούς, δεν είπε κουβέντα. Κανείς δεν αντέδρασε.

Ο Θ.Α.Ρ. πάντοτε φορούσε, σ’ όλα τα σακάκια, στο πέτο, καρφίτσα με το πλατανόφυλλο, εθνόσημο του Καναδά.
Πιθανόν, τον θάψαμε μ’ ένα τέτοιο σήμα στο νεκρώσιμο του κοστούμι, τον Δεκέμβρη του 2007. Ήταν η ελάχιστη απότιση τιμής, σ’ ένα κράτος και μια κοινωνία, που σέβονταν παν’ απ’ όλα, τον άνθρωπο.
Φανταστείτε τη σκηνή, σε αστικό της Αθήνας, να κατεβάζει ο οδηγός, τον φασιστο-Ελληνάρα, που βρίζει αναίτια, τον Πακιστανό επιβάτη. Αυτό, στην χώρα, που ο αρχηγός των θεών τους, ο ΔΙΑΣ, ήταν και προστάτης των ξένων (Ξένιος).

(Από άρθρο του πατέρα μου, στην τοπική εφημερίδα του Αμυνταίου. Η ιστορία αφορά τον δικό του πατέρα, μετανάστη εργάτη 25 χρόνια στο Τορόντο.)

Kαι το σχόλιο του Vladimir Bošković 

Εγώ θυμάμαι μια σκηνή σε γεμάτο αστικό λεωφορείο της Θεσσαλονίκης, τότε που έζησα εκεί, μπορεί να ήταν το 2007 ή 2008. Ένας παππούς άρχισε να βρίζει αναίτια έναν μετανάστη που κάθονταν απέναντί του με γύψο στο πόδι. Γιατί μας ήρθες και τι θέλεις σ' αυτή τη χώρα, δεν βλέπεις πως παίρνεις χώρο εδώ και εξαιτίας σου δεν μπορούν να καθίσουν οι κυρίες κλπ. Μιλούσε αργά και υπόκωφα, σαν γρύλισμα. Εκείνη όμως τη στιγμή μια ντουζίνα μεσήλικες κυρίες--αρχαίο πνεύμα αθάνατο--τα βάζει με το γέρο: άσε το παιδί στην ησυχία του, δεν ξέρεις εσύ τι έχει ζήσει και ήρθε εδώ, δεν έχεις άλλα πράγματα να ασχολείσαι, τι σε έπιασε βρε παλιάνθρωπε κλπ. Ο γέρος ντράπηκε και έσκασε. Άλλες γύρισαν στο μετανάστη: μην τον ακούς παιδί μου, το ξέρω πόσο δύσκολο είναι να βγάζεις το ψωμί σου στην ξενιτιά, κι εμένα ο ανεψιός μου ζει στο εξωτερικό κλπ. Τα μάτια του φυσικά βούρκωσαν. Μπορεί ο Δίας να έπαθε προσωρινά Αλτσχάιμερ, αλλά τουλάχιστον η πότνια Ήρα ακόμα ζει και βασιλεύει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: