Image

 Γεννήθηκε και της έδωσαν το όνομα Μαρία. Μια γυναίκα τόσο συνηθισμένη με ένα τόσο συνηθισμένο όνομα. Απολύθηκε. Πριν από λίγες ώρες. Και τώρα; Τώρα κάθεται εκεί, πάνω από την κατσαρόλα, μαγειρεύει μπάμιες, σκουπίζει μύξες και δάκρυα. Περιμένει τον Σωτήρη να γυρίσει από τη δουλειά, να του βάλει να φάει. Εντάξει, αυτό το κάνει κάθε μέρα. Χρόνια τώρα. Αλλά το άλλο; Πως θα καταφέρει να του ξεστομίσει πως τη διώξανε. Κι εντάξει να τη διώξουν, αλλά αν μάθει το πως και το γιατί; Κι όμως πριν από λίγο, όταν άκουσε το μαλάκα το Σταματιάδη να ουρλιάζει, ανακοινώνοντας την απόλυσή της ένιωσε μεγάλη περηφάνια. Ο Σταματιάδης είναι ο προϊστάμενος της στο σούπερ μάρκετ. Ρουφιάνος.

Σεπτέμβρης ήταν, όταν φέρανε στο κατάστημα τα σχολικά είδη. Είχε πάρει ένα από κείνα τα μπλε τα τετράδια και τον ζωγράφιζε. Από μικρή της άρεσε το σχέδιο. Αν και δεν κατάφερε ποτέ να παρακολουθήσει μαθήματα, σκίτσαρε αρκετά καλά. Μόνο που δεν μπορούσε να αποδώσει πιστά τα πρόσωπα. Ποτέ δεν της άρεσαν τα πρόσωπα. Έτσι στη θέση της ηλίθιας μάπας του Σταματιάδη έβαζε μια κουκούλα. Κάτι που ταίριαζε γάντι στην ιδιότητά του. Αυτή του ρουφιάνου.

Στη δουλειά ξεκίνησε όταν αποκτήσαν το δεύτερο παιδί τους, τον Παναγιώτη της. Δυσκολευόντουσαν αρκετά. Τα έξοδα έτρεχαν. Είχαν κόψει και στο Σωτήρη δυο μισθούς. Στην αρχή γκρίνια και καυγάδες. Μετά τα έβαλαν κάτω και τα μιλήσανε, τα συμφωνήσανε. Έπρεπε να ξεκινήσει πάλι να βοηθάει. Δούλευε και παλιότερα σε μια βιοτεχνία, αλλά σταμάτησε για να ασχοληθεί με την φροντίδα των παιδιών. Πήρε μια εφημερίδα κι άρχισε να αναζητά. Οι εφημερίδες γίνανε δυο και τρεις κι αμέτρητες. Έψαχνε για βδομάδες. Δουλειά πουθενά. Η υπομονή της απέφερε καρπούς κι έτσι ήρθε εκείνη η θέση στο ταμείο. Γνωστή αλυσίδα καταστημάτων σούπερ μάρκετ. Τη βόλεψε γιατί ήταν κοντά και στο σπίτι, ώστε να επιστρέφει γρήγορα να διαβάζει τα παιδιά.

Οι πρώτοι δυο μήνες στη δουλειά ήταν άχαροι, βασανιστικοί. Όλη της η μέρα ένας μονότονος ήχος. «ΜΠΙΠ. ΝΤΟΥΚΟΥ ΝΤΟΥΚΟΥ. ΓΚΡΑΝΖΖΖ.» Η ψυχωτική «μουσουκή» μιας ταμιακής μηχανής. «Μουσουκή» κι όχι μουσική είναι ο ήχος που βγάζουν τα μηχανήματα. Είναι ο ήχος που παίζουν τα ηχεία των καταναλωτικών μνημειακών κατασκευών. Ακούστε, χαλαρώστε, καταναλώστε. “Wind of Change” και “Born In the USA”, τραγούδια της αλλαγής και της ελεύθερης οικονομίας. Και τα καρότσια γεμάτα πράματα να τσουλάνε υπό αυτούς τους ήχους διάδρομο το διάδρομο σε ένα φρενήρες καταναλωτικό βαλς.

Σκυμμένο κεφάλι. Ψεύτικο χαμόγελο. Ψεύτικο «καλημέρα», ψεύτικο «καλησπέρα» στα μιλιούνια των πελατών. Ύστερα, ήρθε η Κάτια. Μια εντυπωσιακή τριανταπεντάρα. Χωρισμένη με ένα κοριτσάκι. Ταμείο 6 το Μαράκι, ταμείο 7 η Κάτια. Γίνανε κολλητές. Ξεθάρρεψε σαν της μίλησε. Αν δεν έκανε την αρχή, ακόμα με το κεφάλι σκυμμένο θα ήταν να χτυπάει στη μηχανή σερβιέτες και πατατάκια. «Έχω κι εγώ το μαλακομαγνήτη» η πρώτη κουβέντα της Κάτιας. Το είπε σαν άκουσε τη Μαρία να καυγαδίζει στο τηλέφωνο με το Σωτήρη για πολλοστή φορά. Θίχτηκε. Βάλθηκε να της εξηγήσει πως ήταν ο άντρας της. Πως είναι λογικό να τσακώνονται σαν όλα τα ζευγάρια και άλλα πολλά κλισέ. Μέρα με τη μέρα τα κορίτσια γνωρίζονταν καλύτερα. Όταν δεν πήζανε στη δουλειά ξεκινούσε το κους-κους. Στα διαλείμματα τσιγάρο έξω, στο πάρκινγκ. Η Κάτια είχε όντως το μαλακομαγνήτη. Ο πρώην άντρας της τη χτυπούσε. Τώρα τραβιόταν με έναν κηφήνα. Της έτρωγε το μισό μηνιάτικο και της έταζε γάμους κι ιστορίες, ότι τάχα μου θέλει αυτήν και το παιδί της.

Περνούσε ο καιρός κι εκείνη στα ίδια. Είχε φτάσει σε σημείο να βλέπει εφιάλτες. Ένα βράδυ ξύπνησε ιδρωμένη. Ο Σωτήρης δίπλα της κοιμόταν του καλού καιρού. Ροχάλιζε. Είδε λέει πως προσπαθούσε να μπει στο σπίτι τους και δεν μπορούσε. Έβαζε το κλειδί στην τρύπα και δεν άνοιγε η πόρτα. Ενώ την ίδια στιγμή αντίκριζε το γραμματοκιβώτιο ξεχειλισμένο από τους λογαριασμούς. «Αυτό ήταν!» είπε «Πουτάνες τράπεζες. Θα μας το πάρουν το σπιτάκι μας». Τα πίστευε τα όνειρα. Την είχε μάθει να τα πιστεύει η γιαγιά της που ήταν Σμυρνιά.
Λίγες μέρες έμεναν για τις γιορτές. Ο Σταματιάδης έκανε μίτινγκ όλου του προσωπικού. Τους ανακοίνωσαν πως θα δουλεύουν μέχρι τις 10 το βράδυ. Εορταστικό ωράριο και καλά. Η Λένα, μια κοπέλα που είχε έρθει πρόσφατα στη δουλειά, δεν ήρθε στο μίτινγκ. Μάθανε πως την έδιωξε ο Σταματιάδης. Ήταν έγκυος. Τις απολύουν τις έγκυες. Δεν συμφέρουν. Το λένε όλα τα καλά βιβλία μάνατζμεντ όλων των καλών Πανεπιστημίων.

Πήρε αμέσως το Σωτήρη να του πει πως θα αργήσει. Να του ζητήσει αν μπορεί να ετοιμάσει τίποτα να φάνε. «Μαγειρεύεις;» τη ρώτησε η Κάτια και πριν προλάβει να απαντήσει συνέχισε «όλοι μαγειρεύουν σήμερα, μόδα είναι θα περάσει. Ανοίγεις το χαζοκούτι και παντού κατσαρόλες και κουτάλες. Κι ο κοσμάκης χαζεμένος παρακολουθεί με τα σάλια να τρέχουν. Σα να πηδάνε οι μυρωδιές απ’ την οθόνη και να ορμάνε μέσα στο σαλόνι του».
Είχαν ξεθεωθεί. Ο κόσμος έκανε τα τελευταία του ψώνια για τις γιορτές. Λίγα είναι η αλήθεια. Δούλευε κάμποσα χρόνια και με μια πρόχειρη σύγκριση, τα προηγούμενα χρόνια ο κόσμος ψώνιζε περισσότερο. Κάθε πέρσι και καλύτερα που λένε. Η κούραση πάλευε με τη βαρεμάρα. Ώσπου έγινε κάτι αναπάντεχο, κάτι αληθινά συναρπαστικό. Ξαφνικά μια ομάδα νεαρών, θα ήταν σαράντα – πενήντα άτομα περίπου, αγόρια και κοπέλες, μπούκαραν στο κατάστημα με ιαχές. Άρχισαν να τρέχουν στους διαδρόμους ρίχνοντας μέσα σε μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών κάθε λογής τρόφιμα κι όπως γρήγορα μπήκαν έτσι γρήγορα έγιναν καπνός. Πριν την έξοδο πέταξαν δεκάδες τρικ που έγραφαν : «Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΟΠΗ – ΡΟΜΠΕΝ ΤΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ – ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ !!!».

Η Κάτια της ψιθύρισε στο αφτί ότι πάνε και μοιράζουν τα τρόφιμα στις πλατείες σε άστεγους και σε χαμηλοσυνταξιούχους. Οι τσιρίδες του Σταματιάδη την επανέφεραν στην πραγματικότητα. Φώναζε γιατί δεν τους είχαν εμποδίσει. Λες και ήταν δουλειά τους. Η Μαρία χαμογέλασε με ικανοποίηση. Ίσως για τους ανθρώπους που θα έβρισκαν κάτι να φάνε. Ίσως για κάτι πιο απλό και ρηχό, όπως το ότι ο Σταματιάδης είχε βγει από τα ρούχα του.

Οι μέρες περνούσαν και οι γιορτές φεύγανε. Τι είναι οι γιορτές; Όλο το χρόνο τις προσμένεις με λαχτάρα κι αυτές έρχονται και περνούν δίπλα σου τόσο γρήγορα δίχως να σε αγγίξουν. Η Μαρία εκεί «απίκο». Χωρίς ανάσα. Όταν είχε χρόνο να σκεφτεί, στο μυαλό της ερχόταν συνεχώς η εικόνα εκείνων των παιδιών. Τους θαύμαζε. «Έχει έρθει η ώρα να κάνω κάτι πια κι εγώ» έλεγε. «Κάτι επαναστατικό. Κι ας έχω πατήσει τα σαράντα». Θα ζούσε επιτέλους την καθυστερημένη της εφηβεία. Όλη της τη ζωή υπάκουη. Στον πατέρα της το συγχωρεμένο που ήταν αυστηρός. Αυτός ήταν κι ένας λόγος για να παντρευτεί τόσο μικρή, να ξεφύγει από το σπίτι να κάνει τη ζωή της. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε, γιατί και με το Σωτήρη τον ίδιο ρόλο. Το ρόλο της σωστής. Μέχρι και στον προϊστάμενο τουμπεκί έκανε. Όλη της τη ζωή σκυφτή. Πατέρας, σύζυγος, εργοδότης. Κι αυτή να πασχίζει να φανεί καλή. Καλή κόρη, καλή σύζυγος, καλή υπάλληλος.

Θυμήθηκε πέρσι τέτοια εποχή. Η εταιρεία θα βράβευε τον καλύτερο υπάλληλο κάθε καταστήματος. Η Μαρία είχε βαλθεί να βγει πρώτη. Δεν τα κατάφερε αλλά χάρηκε που άκουσε δυο καλές κουβέντες από τα χείλη του Σταματιάδη. Ο Μωυσής, ο πρώτος μάρκετινγκ μάνατζερ, θα κατέβαζε σήμερα από το βουνό έντεκα εντολές. «Τίμα τον εργοδότη σου ίνα μην πεινάσεις». Χιλιάδες οι πιστοί σε τούτη τη θρησκεία. Χωρίς ιεραπόστολους. Δίχως σταυροφορίες.

Μια μέρα έστειλαν τη Μαρία στο τμήμα μαναβικής να τοποθετήσει τα φρέσκα προϊόντα. Καθώς στοίβαζε τα λαχανάκια Βρυξελλών άρχισε να κάνει περίεργες σκέψεις. «Γιατί τα λένε Βρυξελλών; Απορία το’ χω. Πώς να είναι άραγε οι Βρυξέλλες; Μουντές και βροχερές μου κάνουν. Τόσα χρόνια με το Σωτήρη δεν αξιωθήκαμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Κάθε καλοκαίρι Σαλαμίνα στο εξοχικό. Να είναι άραγε οι Βρυξέλλες η Πομπηία των καιρών μας;».

Νωρίτερα σήμερα, η Μαρία είδε μια γνώριμη γυναίκα. Ήταν η κυρία Κούλα. Μια ηλικιωμένη γειτόνισσα που έμοιαζε να τα έχει χαμένα, σερνόταν δω κι εκεί με το πιο παρακατιανό, άδειο καλαθάκι. Η κυρία Κούλα είχε έναν γιο, ρατσιστή ιδεολόγο. Τόσο ιδεολόγο που πέταξε τη μάνα του σε ένα υπόγειο κι έβαλε μια Βουλγάρα να την ξεσκατίζει. Και πατρίς και οικογένεια. Όσο για τη θρησκεία, κάθε φορά που η κυρά Κούλα ζητούσε λίγη συντροφιά από το γιό της αυτός της ανταπέδιδε βλαστήμιες. Η Μαρία που είχε φαγωθεί να βρει κάτι να κάνει, κάτι σαν μικρή προσωπική επανάσταση, άρπαξε την ευκαιρία της. Έπιασε την κυρία Κούλα από το μπράτσο και με ένα «σουτ μη μιλάς» της γέμισε το άδειο καλάθι. Την βοήθησε να φτάσει στο ταμείο. Δίχως να χτυπήσει τίποτα στην ταμειακή την οδήγησε στην πόρτα και της είπε «Φύγε, βιάσου, εγώ είμαι εδώ!».

Ήταν τόσο πρωτόγνωρη η ικανοποίησή της που δεν είχε αντιληφθεί πως ο Σταματιάδης είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή. Εκείνος έβραζε και ούρλιαξε τη λέξη που έτρεμε η Μαρία μέχρι χτες και συνεχίζουν να τρέμουν οι Μαρίες όπου γης. «Απολύεσαι!». Εκείνη πέταξε την ποδιά με τα χρώματα και την επωνυμία της εταιρείας, φούσκωσε τα στήθη της και με ένα χαμόγελο πέρασε τις αυτόματες πόρτες της εξόδου. Μέχρι τώρα νομίζει πως πριν βγει άκουσε χειροκροτήματα. Μπορεί και όχι. «Δεν γαμιέται;».