2.9.12

Επίκληση στον ποιητικό ρεαλισμό

του Δημήτρη Αθηνάκη


πηγή: www.avgi.gr



ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΑΚΟΥ, επιΣτροφή από την απόΣταση, εκδόσεις Μανδραγόρας, 45 σελ. 


«Πώς το ελάχιστο γίνεται πολύ, δεν το εννόησα», λέει. Και πώς να το εννοήσεις, δηλαδή, θα ήταν ένα ερώτημα που θα έθετα, αφενός, στην ποιήτρια και, αφετέρου, σε όλους εμάς τους υπόλοιπους. Η κίνηση από το ατομικό στο συλλογικό, από το ένα ή τη μονάδα στο δύο, προϋποθέτει αυτοδιάθεση σώματος και πνεύματος. Η κίνηση από την αποστασιοποίηση στην εκ του σύνεγγυς εξέταση των γεγονότων, ειδικά στην ποίηση, έχει, νομίζω, ως προαπαιτούμενο την πρότερη κατανόηση εαυτού και αλλήλων. Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τον διπλανό του, χωρίς το γεγονός της συνύπαρξης; Με τον φόβο της ηθικολογίας, σταματώ εδώ τα θεωρητικά ερωτήματα.

Για ένα πράγμα μπορώ να μιλήσω με σιγουριά: Η Μαρία Τσιράκου αδημονεί να έρθει η λέξη, να τη σφίξει στα χέρια της, να τη στύψει και να την αφήσει να κάνει τη δουλειά της, μόνη της. Η ποιήτρια, νομίζω, κάνει ένα ωραιότατο ξεκαθάρισμα με ένα παρελθόν, που, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ξεντύνεται για να ντυθεί, αργότερα, το μέλλον. Υπάρχει μέλλον; Ναι, σπεύδω ν’ απαντήσω. Το μέλλον είναι ο ρεαλισμός ― όχι η πραγματικότητα. Τα ποιήματα της Τσιράκου είναι μία επίκληση στον ρεαλισμό, αλλά όχι στην πραγματικότητα. Έχω αναφέρει πολλές φορές ότι η πραγματικότητα μπορεί να μην υπάρχει∙ ο ρεαλισμός όμως; Η προσπάθεια και η επιτυχία αυτής της συλλογής είναι η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ ρεαλισμού και αυτονόητου.

Αυτονόητο. Μεγάλη λέξη, ακόμη μεγαλύτερη διακύβευση την εποχή του μεταμοντέρνου αχταρμά που όλοι αγαπάμε. Το αυτονόητο είναι σαν το χαρτάκι με τα ψώνια του σουπερμάρκετ: Λέει «τυρί», αλλά κάθεσαι μισή ώρα μπρος στο ψυγείο για ν’ αποφασίσεις ποιο απ’ όλα. Έτσι και το αυτονόητο: Λες «Να ξεφύγω», αλλά δεν ξέρεις προς ποια κατεύθυνση. Η Μαρία Τσιράκου, λοιπόν, δίνει ουσία στο αυτονόητο. Λέει «Εδώ, υπάρχει μια άλλου είδους ερημιά» και αποκάτω σού εξηγεί, με δυο-τρεις αράδες, τι είναι αυτό. Σ’ αρέσει-δεν σ’ αρέσει, αυτό είναι. Έτσι λειτουργεί το αυτονόητο.

Θα μπορούσα, με πολύ ή λίγο κόπο, ν’ αρχίσω ν’ αραδιάζω θεωρίες επί θεωριών για να κάνω φύλλο και φτερό το βιβλίο αυτό. Δεν κρύβω ότι, διαβάζοντας, μου ερχόταν αυτή η επιθυμία, μόνο και μόνο για να καταστήσω σαφή την εντύπωση που αυτό το βιβλίο μού προκάλεσε. Το μετάνιωσα τουλάχιστον εφτά φορές, όσα και τα αμαρτήματα, τα γνωστά θανάσιμα, που περιφέρονται, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση, στην ποιητική συλλογή της Τσιράκου. Σαφώς, δεν είναι ούτε αμαρτωλό ούτε θανατηφόρο το βιβλίο. Είναι μες στη ζωή, αλλά όχι μες στην καλή χαρά. Κι όμως, τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα λειτουργούν ως μια υποδόρια όσο και αταλάντευτη απόπειρα εξήγησης ενός κόσμου που αδυνατεί ώς και ν’ αμαρτήσει. Τα ποιήματα είναι μια αποκάθαρση, μια απογύμνωση των αμαρτημάτων απ’ τον θανάσιμο χαρακτήρα τους. Εξάλλου, αν σ’ αυτά προσθέσουμε τον αριθμό 3, τότε θα έχουμε τις δέκα εντολές· αυτό, εκτός από πολύ χριστιανικό, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα, είναι και εξόχως αντιποιητικό.

«Με θέα στο ανάθεμα / ξεπλένω τα υπολείμματα της νύχτας», λέει. Η εύκολη οδός: Ξημερώνει, που λες, και όλα θα γίνουν. Αμ δε! Υπάρχει ο δύσκολος δρόμος, αυτόν που η Μαρία διαλέγει: Θα ζήσει, με μανία, τη νύχτα, όσο τής αναλογεί, και θα φτάσει στο πρωί γνωρίζοντας ότι ο κόσμος, επίπλαστα φανταχτερός, θα έχει, ώς έναν βαθμό, τη λάσπη που του αξίζει.

Η λάσπη. Παρεξηγημένο υλικό. Σου λέει ο άλλος: «Μα η λάσπη είναι το πρώτο υλικό, το υλικό του πρώτου ανθρώπου». «Ναι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω», θα μπορούσε η Τσιράκου να πει. Γιατί, μ’ αυτά και σ’ αυτά τα ποιήματα, προτιμά να διυλίσει τα παραδεδομένα στοιχεία του κόσμου, να χωρίσει τα πάντα εις τα εξ ων συνετέθησαν, και να μας τα δώσει λιανά αλλά όχι μασημένα. Καλή η ποίηση με τις σύνθετες ιδέες, αξιομακάριστη και αξιοσέβαστη. Την ομορφιά, όμως, της απλής, της ενστικτώδους ποίησης κανείς δεν θα την αναφέρει, κανείς δεν θα της δώσει το βήμα που της πρέπει;

Επι-στροφή· από-σταση. Στιγμές στιγμές, ήθελα, χωρίς να το σκεφτώ, να βάλω τη «στροφή» με το «απο-». Αποστροφή. Μία λέξη, δίχως διαχωριστικά ή διακριτικά. Αποστροφή μετά βδελυγμίας της βαθμιαίας αποχαύνωσης από το ιλιγγιώδες ξέφτισμα των αισθημάτων και του επώδυνου μετά. Αυτό το «μετά» η ποιήτρια το ανατέμνει μετά παρρησίας. Σαν να ψιθυρίζει στο αυτί του αναγνώστη: «Να πονέσεις, ναι, νιώσε όμως πρώτα, βρε αδερφέ». Τα ποιήματα αυτής της συλλογής καταρρίπτουν τον μύθο των drama queen: «Εντάξει, όλοι περνάμε επώδυνα, όλοι μπορεί να φτάσαμε στα άκρα, αλλά εσύ, εσύ που πονάς προτού ακόμη αποπειραθείς να ζήσεις; Εσύ ζεις; Έχεις ζήσει ποτέ;»
Ερωτήματα γεμάτα αγωνία. Και απαντήσεις με ακόμη περισσότερη αγωνία. Είναι δύσκολο ν’ αράξει, κατά το κοινώς λεγόμενον, σ’ ένα ποίημα και να πεις: «Ωραία, εδώ θα μείνω». Η αδημονία γι’ αυτό που έπεται σ’ αυτή τη συλλογή, για το κάθε επόμενο ποίημα δεν δημιουργεί βιασύνη ανάγνωσης για το κάθε σύγχρονο ποίημα. Όχι, το ακριβώς αντίθετο. Για να πας στο επόμενο, πρέπει να καλοχωνέψεις το προηγούμενο, να καθιζάνει μέσα σου ο αέρας του και να βρεις μία στιγμή, μία ελάχιστη στιγμή, να πάρεις μιαν ανάσα.

Και η γλώσσα της στο προσκήνιο. Θωρακισμένη από εξωραϊσμούς και μπετοναρισμένη από ηθικολογία. Δρώμενο, θα έλεγε κανείς, μπρος στα μάτια του αναγνώστη. Η γλώσσα στα ποιήματα της Τσιράκου είναι, συμβαίνει, υπάρχει. Να την πούμε «σύγχρονη»; Να την πούμε. Να την πούμε «τρέχουσα»; Να την πούμε. Να μην ξεχάσουμε μόνο ότι η χρήση της γλώσσας, γενικά στη λογοτεχνία και ειδικά στην ποίηση, είναι σαν την μπιρίμπα: Αν δεν έχεις καλό ταίρι, φρόντισε να ’χεις καλό χέρι. Εδώ, υπάρχουν και τα δύο.

«Είμαι το σιωπηλό κουφάρι / στων ταμείων τις θήκες», λέει. Δύσκολα τα πράγματα. Και κουφάρι, και σιωπηλό, και σε θήκες ταμείων χωμένο. Ίσως είναι ωραίο δυσκολεύουν τα πράγματα, για να πούμε την αλήθεια. Όχι από κανέναν μαζοχισμό. Από κείνη τη θέληση, όμως, να σταυρωθεί, διαβάζοντας, ένα πηγάδι σκοτεινό, στον σταυρό της ίδιας της χαράς της ανάγνωσης. Μέσα, ωστόσο, σ’ αυτό το πηγάδι βρίσκονται καινούργιες φωνές, συναντώνται καινούργιοι τόποι και καινούργιοι τύποι. Κι είναι ωραία. Γιατί, ξέρετε, η ποίηση, μερικές φορές, δεν είναι για τα μεγάλα, τα δοξασμένα και τ’ αποθεωτικά. Η ποίηση, νομίζω, μπορεί είναι η λαχτάρα μιας απλής συνάντησης. Ενός γυμνού και παιδικού «Σε περιμένω».
Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: