πηγή: www.tovima.gr
Κύριε Τζαβάρα,
Θα συμφωνείτε, υποθέτω, πως το να κρίνετε δημιουργούς θέτει, πέραν
της αρμοδιότητός σας ως εκλεγμένου βουλευτή, το δυσεπίλυτο ζήτημα του
κρίνειν. Κυρίως, όταν πρόκειται για τέχνη, όπου το θέμα αφορά
περισσότερο από την οικονομική παράμετρο, την ανιδιοτελή κρίση για το
ωραίο και το υψηλό. Εσείς που έχετε διαβάσει Μπαντιού θυμάστε ότι το ποίημα είναι «γενόσημο» (επί λέξει) αλήθειας.
Ακούστε λοιπόν τι σας συμβουλεύω:
Επειδή τίποτα δεν μοιάζει με την ποίηση, δεν υπάρχει δίκαιη τιμή.
Δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει, με κάποια εσωτερική ιδιότητα, την
ποσότητα του νομίσματος με το οποίο θα έπρεπε να την κοστολογήσουμε. Δεν
υπάρχει απαλλαγή, εξόφληση, δόσεις. Δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει την
ποσότητα της θλίψης με την οποία θα έπρεπε να κοστολογηθεί το ποίημα. Η
διατραπεζική συναλλαγή γίνεται προς όφελος μόνο των «τραπεζών» (τράπεζα
του μυαλού, τραπέζι).
Ο ποιητής, ενώ κερδοσκοπεί, χάνει. Κι ενώ χάνει, γίνεται
πλουσιότερος. Αλλά από κάτι που δεν είναι κέρδος. (Υπάρχει βέβαια και η
ψευδαίσθηση της αθανασίας, όπως υπάρχει, φευ, και για τον πολιτικό).
Ιδού η διαφορά από τους τραπεζίτες και τους πολιτικούς. Ο ποιητής
γράφει παίρνοντας τις αποστάσεις του από το τραπέζι. Αναδιπλασιάζεται
διανύοντας αυτή την ελάχιστη απόσταση. Ξέροντας ότι το ποίημα είναι πάνω
στο τραπέζι αλλά και χάμω. Πιο χθαμαλό κι από το χρήμα, οπότε,
τραπεζίτης ναι, αλλά μιας τράπεζας μοναστικής που την ιστόρησε ο
Θεοφάνης.
Η ποίηση είναι σύστημα διατραπεζικό αλλά χωρίς εχέγγυο. Το ποίημα
δεν είναι εχέγγυο, ούτε εξασφαλίζει προσόδους. Ούτε μπορεί να ξαναφέρει
στα χέρια του ποιητή ό,τι ανταλλάχθηκε. Ούτε μπορεί να του φέρει πίσω τη
ζωή του.
Σας γράφω, κύριε Υπουργέ, στον φαύλο κύκλο που περιγράφει ο
Cantillon: «Η υπερβολική αφθονία σε χρήμα είναι αυτή που, ενόσω διαρκεί η
ισχύς των κρατών, τα ρίχνει ασυναίσθητα και φυσιολογικά στην ανέχεια».
Εμείς και φτωχοί γίναμε και ανίσχυροι. Τα χαρτονομίσματά μας, όσο
υπάρχουν, είναι πληθωρισμένα. Δεν έχουμε πλέον πίστωση. Πληκτρολογούμε
και δεν γίνεται η συναλλαγή μας δεκτή.
Εμπορευόμαστε; Αλλά το μόνο εμπόριο που δεν θα κόστιζε τίποτα είναι
η απλή ανταλλαγή εις είδος. Πτωχεύουμε; Και γιατί για να πάρουμε πρέπει
να δώσουμε πολλά, αφού αν δώσουμε πολλά παίρνουμε λίγα; Σε αυτά τα
ερωτήματα, κύριε Υπουργέ, και πάλι δεν απαντά ο πολιτικός αλλά ο
δημιουργός.
Συμβαίνει, εκτός από τον αέρα, να μη χρωστώ τίποτα σε κανέναν. Γι'
αυτό φροντίζω να του τον επιστρέφω αμέσως, με το αζημίωτο. Διότι ο
αέρας, κύριε Τζαβάρα, το επί τοις εκατό που κρατά από τις μέρες μας, το
επενδύει σε γη - τραπεζικό προϊόν που μας το πουλά ύστερα ως δάνειο
τελευταίας κατοικίας.
Συνυπέγραψα τις προάλλες επιστολή υπέρ της παραμονής του Λούκου και
είδα τον εαυτό μου να συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των «ανύπανδρων
θυγατέρων», όπως ειρωνικά αποκάλεσε τους δημιουργούς συντάκτρια επί των
πολιτιστικών. Ο μόνος γάμος (μοργανατικός) που έκανα είναι με τη σκέψη.
Και η σκέψη «είναι τόσο σύντομη, η ελευθερία μας τόσο υποταγμένη, ο
λόγος μας τόσο ταυτολογικός, ώστε πρέπει να λογαριάσουμε πως κατά βάθος
τούτο το σκοτάδι από κάτω είναι σαν μια θάλασσα που θέλει να την
πιούμε».
Κύριε Υπουργέ, όπως γνωρίζετε, οι υπουργοί έρχονται και
παρέρχονται. Οι «επικίνδυνοι» όμως δημιουργοί ακόμα και ανεπιθύμητοι από
τους ερχόμενους και παρερχόμενους υπουργούς παραμένουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου