Να μου γράφεις, έστω και βαδίζοντας
(Επιστολές στον Ε.Χ. Γονατά 1960-1965)
Δ.Π. Παπαδίτσας
επιμέλεια: Χρήστος Αστερίου
εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000

Ο Δημήτρης Παπαδίτσας βρίσκεται σε αδιέξοδο ως προς την εξέλιξη του ποιητικού του έργου. Δεν μπορεί να ησυχάσει. Σχίζει τους στίχους του και μετά το μετανιώνει. Αντιφατικά συναισθήματα τον κατακλύζουν. Άλλοτε βρίσκεται σε δημιουργική έξαρση,  οπότε ενθουσιάζεται και θριαμβολογεί και άλλοτε αμφιβάλλει και απελπίζεται, οπότε τον καταβάλλει η απογοήτευση. Στέλνει λοιπόν μια σειρά από επιστολές στο φίλο του λογοτέχνη Επαμεινώνδα Γονατά και του εκμυστηρεύεται την ψυχική του κατάσταση.

Στο Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας αναδεικνύεται πρώτα πρώτα μία πολύ δυνατή φιλία.  Ο Παπαδίτσας εξομολογείται χωρίς δισταγμό στο Γονατά τις αγωνίες, τους φόβους αλλά και τις χαρές που αντλεί από το συγγραφικό του έργο. Επιπρόσθετα, του στέλνει προσχέδια των ποιημάτων του και ζητάει τη γνώμη και τις παρατηρήσεις του.

Εξάλλου, οι δυο τους μοιράζονταν ήδη πολλά.  Ήταν λάτρεις της εκτυπωτικής τέχνης και είχαν προχωρήσει σε κοινά εγχειρήματα: στην έκδοση δύο τευχών του  λογοτεχνικού περιοδικού Πρώτη Ύλη καθώς και στην ίδρυση των ομώνυμων εκδόσεων. Το περιοδικό Πρώτη ύλη εμπεριείχε τόσο δικά τους κείμενα όσο και μεταφράσεις ξένων συγγραφέων. Επιπλέον, συνήθιζαν ο ένας να διαβάζει τα γραπτά του άλλου και έπειτα να προχωράνε σε  κρίσεις και να προτείνουν  διορθώσεις.





Οι εικοσιπέντε επιστολές του Σάμιου ποιητή αποτελούν βέβαια και ένα πολύτιμο ντοκουμέντο της πορείας του καλλιτέχνη. Μέσα από τα γράμματά του παρακολουθούμε την εσωτερική του αναζήτηση που θα τον οδηγήσει στην επίπονη και εναγώνια αναθεώρηση της ποιητικής του. Πλέον στους στίχους του θα πληθύνουν οι φιλοσοφικές αναφορές καθώς θα προσπαθεί να  συνταιριάξει το απείρως μικρό με το απείρως μεγάλο. Αλλά και η μέθοδος της συγγραφής του αλλάζει. Δε θα γράφει άμεσα τα ποιήματά του στο χαρτί αλλά μετά από επεξεργασία πολυάριθμων σημειώσεων που έχει κρατήσει προηγουμένως.

Πάντως ένα ισχυρό στοιχείο γοητείας που έχει ο  επιστολικός λόγος του βιβλίου είναι ότι διατηρεί κάτι από τη ζωντάνια, τον αυθορμητισμό και το ατημέλητο της προφορικής ομιλίας. Έτσι ανάμεσα στους προβληματισμούς περί λογοτεχνικής δημιουργίας παρεμβάλλονται παρακλήσεις για αγορές αρωμάτων και πούδρας, αναφορές στο κτίσιμο ενός σπιτιού στην Πάτμο, ο σχολιασμός της δολοφονίας του Κέννεντυ.

Κλείνοντας τον μικρό τόμο εξακολουθούν να ηχούν στα αυτιά μου τα βασανιστικά ερωτήματα του Παπαδίτσα: Γιατί Νώντα να παιδευόμαστε έτσι; Μήπως δεν υπάρχουν τόσα γύρω μας που θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν την προσοχή μας; Πού θα πάμε με αυτό το σαδιστικό κι ατέρμονο σκάψιμο του ένδον μας; Για να θεμελιώσουμε τι;