18.3.20

Αναποδογυρισμένη ζωή



γράφει ο Τέλλος Φίλης

Όσο ακόμη είχε στέγη, ο Βασίλης περνούσε από μένα για κάνα ευρώ ή κάνα τσιγάρο. Με χαιρετούσε με χειραψία, χαμογελούσε λίγο αμήχανα, ομολογώντας την ανημπόρια του, σε μία συνωμοτική σχέση μεταξύ μας που ποτέ δεν καταδεχτήκαμε να τη συζητήσουμε. 
Τον θυμόμουν χρόνια πριν να γυρίζει στα καφέ του κέντρου και να διαβάζει στους θαμώνες τα ποιήματά του με εξαιρετική άρθρωση, κερδίζοντας μία μπύρα ή ένα σφηνάκι βότκας· χαμογελούσε πάλι, πάντα ευγενικός, διακριτικός. Με φρεσκοπλυμένα ―αν κι ασιδέρωτα― τα μαύρα ρούχα του. Κάποιοι τον θεωρούσαν απλώς τον απαραίτητο γραφικό της βραδιάς, εγώ πάλι έπιανα τον εαυτό μου να θαυμάζει την ελευθερία του. 
Από τον καιρό που έμεινε άστεγος, άρχισε να αλλάζει: πάλι με πλησίαζε, αλλά κρατώντας μια απόσταση. Πρόσεχε τα χέρια μας να μην έρθουν σε επαφή, το στόμα του το γυρνούσε στ’ αριστερά, μην τυχόν του φύγουν τίποτε σταγονίδια κι αγγίξουν το πρόσωπό μου· έγινε ακόμη πιο λιγομίλητος, απόμακρος, ξωτικό. 
Με τον καιρό, η κατάστασή του χειροτέρεψε: Κοιμόταν συνήθως στη στάση του αστικού λεωφορείου της γειτονιάς, άπλυτος· τα μαλλιά του ασπρίσαν και μακρύναν, τα γένια του φωλιά για πουλιά, τα μάτια του πάντα όμορφα, αλλά η μυρωδιά του ανυπόφορη. Από απόσταση δύο μέτρων, μου ζητούσε πάλι ό,τι είχα και μπορούσα να του δώσω, πέταγε ένα μασημένο “ευχαριστώ” κοιτώντας πότε το πεζοδρόμιο πότε εμένα, απλησίαστος πια, αποσυνάγωγος, ξένος. 



Μιλάω για τον Βασίλη, γιατί, 6η μέρα καραντίνας στο σπίτι δίχως ίχνος επικοινωνίας με τους άλλους, νιώθω πολύ κοντά του. Αισθάνομαι πιο… ελεύθερος. Διαθέτω τον χρόνο μου μόνο σε ό,τι με ευχαριστεί πολύ, διάβασμα και μουσική. Μαγειρεύω τα πιο συμβατικά και εύκολα φαγητά, πίνω καφέδες μοναχικούς και πιάνω τον εαυτό μου να έχει να μιλήσει με ήχο μερικά 24ωρα. 
Νιώθω από τη μια να γίνομαι Βασίλης κι από την άλλη να βρίσκω τον μόνο τρόπο να προστατευτώ από έναν ιό που δεν τον επέλεξα, μα με βρήκε απρόσμενα, στη μέση ωραίων γεγονότων της ζωής μου, και την αναποδογύρισε. 
Δεν είμαι ακόμη άστεγος, και σίγουρα η μοναδική μου περιουσία ―τα βιβλία μου, οι δίσκοι μουσικής και οι ταινίες που έχω― δεν κινδυνεύει από τον ιό. 
Κινδυνεύουν κάποιοι φίλοι μου, τους στέλνω sms με άσχετα νέα, απλώς για να τσεκάρω ότι είναι εντάξει· κινδυνεύουν άνθρωποι που αγαπώ, κι εγώ από το μόνο που κινδυνεύω είναι τώρα, την πιο κρίση στιγμή, ή περίοδο, ή χρόνο, να αφεθώ να μην παλέψω να προσαρμόσω την καθημερινότητά μου στις νέες υγειονομικές συνθήκες και να με πάρει από κάτω. Είναι δύσκολο αλλά αναγκάστηκα να θυμηθώ κάτι πολύ παλιό, που ο πρόσφυγας παππούς μου μου είχε μάθει όταν ήμουν κι εγώ πιτσιρίκι: «Κάθε πρωί που ξυπνάς, να λες ευχαριστώ στο σύμπαν, και ένα "σ’ αγαπώ" στον πρώτο που θα συναντάς στον δρόμο.»
Δεν ξέρω πόσο μπορει να βοηθήσει κάποιον αυτό, εμένα όμως ακριβώς αυτό με κρατά όρθιο. Ένα ευχαριστώ κάθε πρωί, και κρατάω το «σ΄ αγαπώ» για τις μέρες που θα ’ρθουν θα ξαναβγώ στην πόλη και θα μπορώ να περπατάω κοιτώντας τους άλλους στα μάτια, χωρίς να στρέφω το πρόσωπο, και δεν θα μας ενοχλούν ούτε θα μας πανικοβάλλουν δυο-τρεις σταγόνες σάλιου που θα φεύγουν ανάμεσα από τα δόντια μας, όταν θα ξαναχαμογελάμε. 
Κι ίσως τότε βρω το θάρρος να πάρω τον Βασίλη από το χέρι και να πάμε για έναν καφέ, να μου διαβάσει τα νέα του ποιήματα.

[ πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: