3.3.20

Στρατής Χαβιαράς: Τραπέζι για 14-1


Ανδρέας Βουρλούμης: Στην ταβέρνα (1964)

Μπορεί να πρόκειται για κάποιο αραχνιασμένο ημίφως, ένα αλύπητο φως, μπορεί νιφάδες αιθάλης σ’ έναν αίθριο ουρανό, ή έντρομα ανθρωπάκια, έντομα στον ιστό, ή κάποιο νεκροταφείο περαστικών. 
Τα γράφω και γίνονται ή γράφονται κατόπιν.
Κάποτε προκαλούσα τις Αρχές γράφοντας, κι όταν τα σβήνανε με ασβέστη τα ξανάγραφα καλύτερα, προκαλώντας χειρότερα. Τώρα βλέπω στους τοίχους κατακάθια φραπέδων και ρεύομαι.
Παιδί φοβόμουνα τα κυπαρίσσια, τα νυχτολούλουδα και τις αφάνες στο πηγάδι του ύπνου μου, έτρεμα τη λογική των θεών, την οργή των ανθρώπων, αλλά όταν μεγάλωσα άρχισα να καταλαβαίνω και να τα σβήνω, αφού πρώτα τα έγραφα. Τώρα σκοινοβατώ πάνω από το συνωστισμένο τίποτα, πληκτρολογώντας μικρά και μεγάλα εμβατήρια. 
Όταν δε βρίσκω σκοινί βηματίζω σε σανίδες κατάδυσης και συχνά βουτάω, με τα πόδια, κρατώντας τη μύτη μου. 
Πριν από λίγο κρατούσα τη μύτη για να μη γεμίσουν τα πνευμόνια μου αναθυμιάσεις θείου από τα στόμια των ιαματικών πηγών στο υπόγειο του ξενοδοχείου. 
Κοίτα την εντοιχισμένη ροζέτα, σκουντάω τη Μάγδα και τη συνοδεύω στο διάβασμα:

Welcome to the Spa Methanates,
a place for the cleansing of the body and mind.
These springs have a blessing effect on dyspepsia,
chronic rheumatism,
rheumatic and atonic gout,
neuralgia,
arthritis,
amenorrhoea,
dysmenorrhoea,
chronic gastroenteritis,
inflammatory leucorrhoea…

Είχα να δω τη Μάγδα καιρό, και κάτι από καιρό θαμμένο σκίρτησε μέσα μου όταν κυριολεκτικά έπεσα πάνω της στην αίθουσα υποδοχής. Εκείνη έκανε πως δεν πίστευε τα μάτια της και για μια στιγμή πήγε να μου γλιστρήσει, δήθεν νομίζοντάς με φτυστό.
Είχε έρθει μόνη της. Για λίγες μέρες. Έτσι της την έδωσε, αν ερμήνευσα σωστά το σήκωμα των ώμων στην ερώτησή μου. Εγώ μιλούσα για την ανακούφιση που βρίσκω στα αργιλικά λασπόλουτρα. 
Πριν αρχίσω να κάνω νερά στην Αγάπη, ήμουνα τσιμπημένος με τη Μάγδα (και ποιος δεν ήταν), όμως εκείνη είχε στο μάτι τον Μανόλη κι ο Μανόλης, εντάξει. Δε λέω, ταιριάζουνε, όλοι στην Αγάπη συμφωνούν κι ας ζηλεύουν. Η Μάγδα είναι διαβασμένη, κινείται άνετα στον ευρύτερο, έξω από την Αγάπη, χώρο κι ας στολίζει τα μαλλιά και το υπέροχο κορμί της με παλιομοδίτικο καθωσπρεπισμό ― θαρρείς και την ανάθρεψε θεούσα θεία για να διαπρέψει σε φιλόπτωχο. 
Ο Μανόλης έχει θηλυκό μυαλό και, παρά το ριγέ κουστούμι που μοστράρει με ύφος, διατηρεί γενάκι κι αλογοουρά, κατάλοιπα ενός αμνημόνευτου φεγγαριού της ζωής του. 
Εκείνη είναι τόσο εσωτερική όταν δεν είναι μαζί του, αναρωτιέσαι ποια γυναίκα στη θέση της μισάνοιξε ποτέ τα χείλη για να εκστομίσει τέτοιες παρατεταμένες σιωπές. 
Εκείνος πάλι, πράος, εύρυθμος, ψηλός και θα έλεγα επίσης λιγομίλητος, αφού πολλά απ’ τα γλωσσικά του αποστάγματα καταλήγουν στα φιλιά, ένα τέλειο συμπλήρωμα στο λεξιλόγιο των ματιών, των χεριών και του στήθους του.
Το ίδιο απόγευμα στο ενυδρείο του κήπου ξαναρωτάω τη Μάγδα πώς εσύ στα ιαματικά λουτρά με τόσες λυγισμένες, αν όχι τσακισμένες, υπάρξεις που καταφθάνουν αμέσως μετά τον Τηνιακό Δεκαπενταύγουστο; Μου απαντάει μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο ― το παρασόλι να του ρίχνει υποκίτρινες α­νταύγιες και σκιές, προστατεύοντας μάτια και χείλη από αδιάκριτα βλέμματα. 
Είναι κι εκείνο το απειλητικό στοιχείο στην όλη ατμόσφαιρα, συνεχίζω, ιδίως στα λασπόλουτρα, όπου, αφού τα μέλη χαλαρώσουνε με μια σχεδόν ερωτική ηδονή κάτω απ’ τον άργιλο, ξαφνικά μ’ ένα βίαιο σκίρτημα συμπεραίνεις ότι αυτό που μοιάζει λίγο σαν ταφή στη λάσπη, μπορεί πράγματι να είναι το μνήμα σου. 
Εκείνη σιωπά.
Ξαναβλέπω το δεκάχρονο αγόρι να κάθεται στα σκαλοπάτια του σχολείου βυθισμένο στο διάβασμα και αφήνω τη Μάγδα για μια σύντομη βόλτα. Είναι Αύγουστος, όλοι έχουν πάει στο βουνό, στο χωράφι, στη θάλασσα. Άλλες δυο εβδομάδες τουλάχιστον πριν ανοίξει το σχολείο. Το βιβλίο που διαβάζει είναι η Οδύσσεια. Τα μάτια του είναι γκριζοπράσινα, τα μαλλιά του ίσια (θέλουνε κούρεμα), η μύτη του λίγο κυρτή. 
Σε μια στροφή υποψιάζομαι πως κάποιος παρακολουθεί τις κινήσεις μου. Γυρίζοντας διαπιστώνω ότι ένα από τα δέντρα που μόλις προσπέρασα λείπει. Ήταν μια ανθισμένη κερασιά, άρα μιλάμε για άνοιξη, σκέφτομαι, Απρίλη ή Μάη και όχι τέλη Αυγούστου. Ξαναβλέπω την κερασιά μισοκρυμμένη πίσω από μια αποθηκούλα εργαλείων κι έπειτα να ’ρχεται ίσια κατά πάνω μου. Κάνω να της ξεφύγω δεξιά, αλλάζει κατεύθυνση. Κάνω αριστερά, το ίδιο. Και ξαφνικά με αρπάζει στα μπράτσα της και με σφίγγει στον κολλώδη κορμό της, σκορπίζοντας τα γραπτά μου φύλλα φτερά. 
Μπούσουλα, μπούσουλα, πού βρίσκομαι τώρα; Τι ώρα φέγγει o ουρανός; Σε ποια τάξη πηγαίνω; Πότε γιορτάζουνε οι κερασιές; Πότε πενθούνε οι πόρνες; 
Μ’ ακούει και το αινιγματικό της χαμόγελο γίνεται αδιόρατο, όπως κι ο ήλιος πίσω από θειάφι και σύννεφα. Βρίσκομαι πάλι στο ενυδρείο μαζί της κι εκείνη σιωπά, ατενίζοντας τις μακρινές ελιές που σαν Ρωμαίοι λεγεωνάριοι φρουρούν το σούρουπο και τα μονοπάτια της θάλασσας. Τι σκέφτεται η Μάγδα; Αν μιλούσε τι θα ’λεγε; Ότι ίσως η διεύθυνση διατηρεί ένα μικρό νεκροταφείο στους αμμόλοφους, αν κάποιος μείνει από εγκεφαλικό ή καρδιακή προσβολή; 
Μπα. Εγώ είχα ακούσει ότι ακριβώς εκεί έχουν ανοίξει κάτι αυθαίρετα ταβερνεία που οι γνώστες τα βρίσκουν εξαιρετικά ― τουλάχιστον στα κρεατικά. Αυτοί πρέπει να είναι οι καλοφαγάδες μας, σκέφτομαι, που όπως λέει ο διαιτολόγος των λουτρών, σκάβουν τον λάκκο τους με τα δόντια. 
Πεινάω. Προτείνω να τσιμπήσουμε κάτι, αλλά η Μάγδα με τραβάει από το μπράτσο γιατί είναι αργά και σχεδόν τρέχουμε ήδη σε κάτι στενορύμια, ψάχνοντας ― ψάχνοντας τι; Δε λέει, αλλά κάτι θα ξέρει και μου το φυλάει για έκπληξη, σίγουρα κάνα ταβερνάκι που μόλις άνοιξε, με γιαχνιά, κοκκινιστά, τσιγαριστά, καπαμάδες… 
Διακρίνουμε παράγκες, παραπήγματα με λαμαρίνες, παλιόξυλα, τσιμε­ντόλιθους, σαμπρέλες. Not here, over there, μου δείχνει το μικρό φάντασμα που ξύνεται με λύσσα σ’ έναν μισοχαλασμένο φράχτη, σε άλλα τριάντα μέτρα ένας καψαλισμένος φοίνικας και μετά αριστερά. Απόμακρα, οι πυρρώδεις α­-νταύγιες στον ορίζοντα σαν φρυκτωρίες, τα νέα τους για τους αποψινούς ε­-μπρησμούς. Στρίβουμε αριστερά, προχωράμε ακόμα κάτι βήματα, τίποτα. Να ρωτήσουμε πάλι; Κιχ.
Η Μάγδα με τραβάει σαν να τραβάει μουλάρι, αν και δεν αντιστέκομαι. Γιατί δεν πήρα έναν φακό μαζί μου; 
Πλησιάζουμε; Aκολουθώ τοίχο τοίχο. Ένα χαμόσπιτο, κι όπως πασχίζω να δω τι κρύβεται πίσω απ’ τους πλίθους του, σχεδιάζω το μακρόστενο τραπέζι του τίτλου και γύρω του καθίζω ένα νέο ζευγάρι και μια ντουζίνα γυναίκες να τρώνε λαχταριστά κοψίδια και να πίνουν δυνατό σώσμα στην υγειά κάποιας Άννας, κάποιας Μαρίας, κάποιας Ελισάβετ. 
Μάγδα, περίμενε, της ψιθυρίζω με κομμένη ανάσα ενώ με σέρνει απένα­ντι, εδώ δεν είναι; 
Αν ήταν, δε θα χρειαζόμουν απάντηση. Αφού με σέρνει, περιττή οποιαδήποτε εξήγηση. 
Eνα χαμόσπιτο, ναι, πλιθόχτιστο, μα με ξύλινα σκαλιά που τρίζουν ενώ τα κατεβαίνουμε βιαστικά για το υπόγειο. 
Η Μάγδα ρίχνει μια ματιά πίσω να βεβαιωθεί ότι δε μας παρακολουθούν, ανοίγει την πόρτα και με σπρώχνει μέσα με τόση βία, παραλίγο να πέσω, τα χαρτιά και τα μολύβια μου ακόμα μια φορά στον αέρα. Παράξενη τροπή που παίρνουν τα πράγματα εκεί που δεν το περιμένεις. 
Λύχνοι φωτίζουν αμυδρά το άδειο δωμάτιο και το μεγάλο, χαμηλό, τραπέζι στρωμένο κι έτοιμο με πεσκίρια και πιάτα, και γαβάθες τίγκα λαχανικά και όσπρια, ταραμά, ελιές και κρεμμύδια, στη μέση το ψωμί και το κρασί ― το νέο ζευγάρι κι οι γυναίκες που λέγαμε, πούπετα. 
Καπνός κι η Μάγδα όταν ακούγεται το κλικ της κλειδαριάς και γυρίζω να δω. Μ’ έχει κλειδώσει μέσα. Αυτή τη φορά το παρατράβηξες, Μαριγούλα Μανταλένα, μουρμουρίζω όπως τηνέ τραγούδησε ο συμπατριώτης μου ο Παπαϊωάννου. Γελάω μέσα μου κι ανατριχιάζω. 
Το δωμάτιο δεν έχει παράθυρα. Θα μπορούσα να σπάσω την πόρτα, αλλά δεν να το κάνω, μαζεύω τα χαρτιά μου και κάθομαι σταυροπόδι, να πιω μια κούπα κρασί και να ξεγελάσω την πείνα μου, αλλά και πάλι αντί να κάνω αυτό που σκέφτομαι πιάνω τον εαυτό μου να γράφει. 
Το μολύβι είναι από κάρβουνο σχεδίου και μουτζουρώνει, χέρια και πρόσωπο. Δεν έχω γράψει ούτε λέξη και πρέπει ν’ αρχίσω να σβήνω! 
Να μπορούσα να πλύνω τα χέρια μου πριν πιάσω το ψωμί.
Όταν άρχισα να κάνω νερά (άτιμο κλισέ), λίγες μέρες πριν ή μετά του Ευαγγελισμού θα ήταν, το έκανα γιατί η Αγάπη έσφιγγε όλο και πιο ασφυκτικά τον λαιμό μου. Πρώτα βάλανε τον Αντρέα να πετάει σπόντες για τις συγγραφικές μου ανησυχίες (sic), έπειτα τον Γιαννάκη να παραχώνει φράσεις από τα γραπτά μου στη συζήτηση και να σηκώνει το φρύδι, και τέλος ο Μανόλης ο ίδιος να γκρινιάζει και να με καθιστά υπεύθυνο για ό,τι ανεπιθύμητες συνέπειες μπορεί να έχουνε για την Αγάπη τα γραπτά μου, ιδιαίτερα όταν δημοσιεύονται σε έγκυρα έντυπα, όπως το Caveat Emptor. Στην προηγούμενη συνάντηση πριν τη σιωπηρή μου αποχώρηση, είχε προτείνει τον σχηματισμό τριμελούς επιτροπής, υπεύθυνης για την επιμέλεια της ύλης. 
Κάπως αλλιώς το λέγαμε αυτό κάποτε. 
Ξανακούγεται ένα κλικ, ανοίγει η πόρτα κι εμφανίζονται ένας ένας σοβαροί, σκιεροί, ημιεπίσημοι, πρώτος ο Μανόλης, δεύτερη η Μάγδα και ξοπίσω οι υπόλοιποι έντεκα, όλοι σεβάσμιοι σταυραδερφοί. Σηκώνομαι όρθιος, ξανακάθομαι όταν καθίζουν κι εκείνοι, σταυροπόδι. Έχουμε απαρτία. Γύρω γύρω όλοι, στη μέση τον Μανόλη και τη Μάγδα. 
Οι ένδεκα τούς επευφημούν κι αρχίζουν να τρώνε με τα χέρια, πιάνο­ντας τον ταραμά με ψωμί. Σηκώνω την κούπα μου, στην υγειά τους, να ζήσουνε σαν τα ψηλά βουνά, κι ο Μανόλης στυλώνει τα μάτια του στα δικά μου, και με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί τόσο επίμονα. Η ματιά του ήρεμη κι όπως πά­-ντα γλυκιά, αλλά ασυνήθιστα διαπεραστική σα να ψάχνει κάτι πιο βαθιά μες στα μάτια μου, σαν να σκάβει στα μάτια μου να βρει νερό. 
Στη ζωή της μάνας μου, στη μνήμη του πατέρα μου, ακούω τον εαυτό μου να ορκίζεται, αν και δε με κατηγορεί κανείς για την ώρα, όμως και πάλι γιατί νιώθω δάκρυα στα μάγουλά μου, γιατί νιώθω ψεύτης, κρυψίνους, διπρόσωπος, λειψός, τιποτένιος; Κι ο Πέτρος, ο Θωμάς, ο Γιάννης, όλοι οι άλλοι; Γιατί όχι αυτοί; Γιατί όχι ο ίδιος ο Μανόλης; 
Σσσσς… Η Μάγδα, μ’ ένα χέρι στον ώμο μου, χέρι συμπόνιας. 
Αναθαρρεύω κάπως, ίσως πάρει το μέρος μου, σκέφτομαι, αλλά μήπως εκείνη δε μ’ έφερε με δόλο στη σεμνή αυτή τελετή; Μήπως σ’ εκείνη δεν αναθέσανε την άχαρη αποστολή να με βρει και να με σύρει ενώπιον τους; Προς τι, αφού αυτό που αρνούμαι, αυτό που ορκίζομαι ότι δε θα κάνω ποτέ, έχει ήδη γίνει και το έχω κάνει εγώ, και δεν ξεγίνεται; 
Μαζεύω τα χαρτιά μου, τα μολύβια μου, τις μουντζούρες που όλο πληθαίνουνε στo πρόσωπό μου. Γιατί εγώ; Επειδή αν δεν το έκανα εγώ δε θα γινόταν; Επειδή μόνο εγώ τα λέω όπως είναι και τα γράφω, κι όποιος έχει μάτια διαβάζει; 
Όχι φυσικά, γνέφει ο Μανόλης κι ανοίγει τα μπράτσα του να με δεχτεί έστω και σαν εχθρό, και με φιλάει σταυρωτά, και τα φιλιά του έχουν τη γεύση της Μάγδας, κι η Μάγδα η ίδια με ξεβγάζει ως τον δρόμο, όπου νιώθω το κορμί της να καίει, τον κόρφο της να αναδίνει ερωτικές και πένθιμες ευωδιές, σαν να σπάραζε πλάι του, ακουμπώντας τον με τον γοφό και τον ώμο της, ή σαν να ’χε μόλις συλλάβει. 
Ευαγγελίζου, της πετάω και ξεκολλάω από πάνω της, ξέρω τι σκέφτεσαι για μένα κι ας μην το λες, το λένε οι άλλοι: Η ουσία αυτής της σεμνής τελετής είναι ότι δεν αποχωρείς απ’ την Αγάπη ― διαγράφεσαι! 
Ο Θεός μαζί σου, ψιθυρίζει, δαγκώνει απαλά τον λοβό του αυτιού μου και κατεβαίνει πάλι τα σκαλιά στο υπόγειο και στον άλλο. Να δούμε εσένα ποια θα είναι η τύχη σου στην Αγάπη, μουρμουρίζω κι αφήνω το σκοτάδι να με περιλάβει. 
Το αεράκι φέρνει καπνιά κι αποκαΐδια απ’ τις πλαγιές με τα λιόδεντρα, τα κάρβουνα κάτω απ’ τα πόδια μου καίνε, χοροπηδάω σαν αναστενάρης, αν και χωρίς να τα καταφέρνω. Για κοίτα, ακόμα και η κερασιά που με αγκάλιαζε πριν από λίγο αγκαλιάζει τη χόβολη. 
Έτσι κι ο φοίνικας, από τις στάχτες του, σκέφτομαι ψάχνοντας τα χαρτιά μου, ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω για χαφιέδες, και πιάνω δουλειά. Γράφω για θάλασσες που τη νύχτα ζηλεύουν τα ύψη, για βουνά που το πρωί κατεβαίνουν στο ψάρεμα, για παγωνιές που καίνε σαν φωτιά, για φλόγες που αφήνουνε τα δάση και ωρύονται από δωμάτιο σε δωμάτιο αναλώνοντας αναλώσιμα και μη, εξαγνίζοντας τηλέφωνα από κοριούς, στρώματα από τσι­μπούρια και ψύλλους. Γράφω για λοιμούς και λιμούς, για έρωτες, για προδοσίες, για παιδιά. Τα γράφω και τα σβήνω και τα ξαναγράφω καλύτερα, τα γράφω σα να τα μιλάω αλλά πολύ πιο σταράτα ― λες και τα γράφω και τα ξαναγράφω στο δέρμα μου. Γράφω αδιάκοπα μέχρι να αντιληφτώ τον εαυτό μου τον ίδιο να ξεγράφεται ― αρχίζοντας από το χέρι που γράφει.

[ Δημοσιεύθηκε στο περ. Εντευκτήριο, 87, 2009, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Γύρω από το τραπέζι» ]



Δεν υπάρχουν σχόλια: