27.4.14

Η φοβία για τη μετανάστευση


του Πάνου Θεοδωρίδη

πηγή: http://www.thegreekcloud.com

To έτερον ζήτημα που θα φέρει το άπερκατ στον Σύριζα, σύμφωνα με τις πηγές και τα ράδιο αρβύλα που διαθέτω, είναι η φοβία για την μετανάστευση. Ο μήνας Μάιος, μαθαίνω πως θα αφιερωθεί από την παρούσα κυβέρνηση, στον «χύμα» Σύριζα, που θα μας βουλιάξει από τους «κσένους».
 
Με τους μετανάστες και τους «ξένους» ως νέο κράτος,μετά το 1830, έχουμε μια δοκιμασμένη σχέση. Ο Χατζηχρήστος, επικεφαλής του επαναστατικού ιππικού ήταν «Βούργαρος», ο Καρατάσος όχι Ρουμελιώτης η Μοραϊτης, άρα από μια παράξενη φάρα.
 
Αλλά η δοκιμασμένη σχέση μας έσωσε. Και απορώ που δεν την υιοθετούμε αμέσως.
 
Δηλαδή, να ενσωματώσουμε στο κράτος μας την οικονομική τους παρουσία. Τίποτε άλλο. Τί-πο-τε. Όλα τα άλλα ,θα έρθουν φυσικά και αυτόκλητα. Αυτόματα.
 
Παρά τις καύσεις του Ιούδα και τα απερίγραπτα δυσώδη ανέκδοτα για τους Εβραίους, οι άνθρωποι υπήρξαν μαζί μας όσο είχαμε κράτος, εννοώ όταν δεν είχαμε κατοχική στρατιωτική διοίκηση που ευνόησε τους μεταξύ μας ξεσαλωμένους.
 
Πλήρωναν φόρους, κινούσαν κατά το δυνατόν την αγορά και επηρέαζαν ακόμη και την κίνηση του Σαββάτου, των άλλων εννοώ. Αν τηρούσαν κόσερ και Χάνουκα, ζήτημα δικό τους. Επί δεκαετίες.
 
Παράδειγμα: στην Αγγλοκρατία των Επτανήσων, οι Εβραίοι ζούσαν σε γκέττο, επειδή εσείς πιστεύετε ότι τον αντισημιτισμό τον δίδαξαν στον κόσμο οι Γερμαναράδες. Οταν συνέβη η Ένωση, το 1864, οι Εβραίοι κυριολεκτικά ελευθερώθηκαν, επειδή το ελληνικό Σύνταγμα ήταν απείρως πιο φιλελεύθερο από την τρέχουσα αποικιακή πολιτική.
 
Το αν τους τάραξε  ο Πολυλάς και οι μικρέμποροι στις αμπελοφιλοσοφίες ,είναι τελείως άλλο ζήτημα.Διαβάστε σε καμιά Wiki την σάγκα με τα λεμόνια της Κέρκυρας, να καταλάβετε.
 
Με τους γύφτους ρίχναμε αμέτρητα μπινελίκια, επειδή ζούσαν σε καθεστώς ρηγάτου, ενμέρει δικαιολογημένου, επειδή ο τρόπος της ζωής τους, δεν έθελγε τον «αχ-ένα-κεραμίδι-πάνω-από το καυκάκι –μου» γραικό.
 
Δηλαδή τους αφήναμε να κορφολογούν ό,τι εκινείτο, κρατούσαν και οι ίδιοι από πίκα και παραδόσεις το απαρτχάιντ, φτάσαμε σε δυο τρία μέρη να συνυπάρχουμε σχετικώς αρμονικά.
 
Από τα τριακόσια μέρη που τσακωνόμαστε. Μέσα σε δύο αιώνες, καλυτέρευση σχέσεων κατά 1%, είναι νεοελληνικό ρεκόρ. Άσε που τραγουδάμε και το Εντερλέζι.
 
Τους Αλβανούς, όταν ήρθαν στην χώρα, τους βλεπαμε οι πολλοί, φιλανθρωπικώς. Αισθανόμασταν ότι με τρία χιλιάρικα που έγιναν πέντε, αργότερα, μπορούσαμε να φτιάξουμε καπάκι στο κοτέτσι μας, να στρώσουμε καλντερίμι στην πίσω αυλή.
 
Αλλά επειδή οι δικοί μας Αρβανίτες, οι προεπαναστατικοί εννοώ, ήσαν ήδη επιφανείς πολιτικοί, κτηνοτρόφοι ,ταβερνιάρηδες και καλλιτέχνες, ήσαν δηλαδή αρκούντως γραικωμένοι, ξέχασαν να ειδοποιήσουν την όψιμή μας ομογένεια,εμάς δηλαδή, ότι ο Αλβανοί γίνονται έξαλλοι όταν τους ρίχνεις, και ότι πιστεύουν στην μπέσα.
 
Όταν λοιπόν, οι δικοί μας οι πανέξυπνοι, παράγγελναν σε αλβανικές κομπανίες να σοβατίζουν εργολαβικώς το νέο τους σπίτι στο ένα τρίτο της τιμής και δεν τους πλέρωναν, αλλά ειδοποιούσαν το μπατσικό να έρθει να τους απελάσει,οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι έπρεπε να συσσωματωθούν, να φτιάξουνε μάγκες (μάγκα είναι μια ομάδα αλληλοϋποστηριγμένη, που ενίοτε τραμπουκίζει, συνήθως δε σαχλαμαρίζει) μήπως και στρώσουν οι Έλληνες.
 
Θυμάμαι πόσο φοβισμένοι ήταν οι Αλβανοί στα πρώτα χρόνια. Όποιος ψείριζε από μια απλωμένη μπουγάδα ένα μπουφάν, του κάναμε λαϊκό δικαστήριο. Τους βαφτίζαμε εν μεγαλειότητι.  Εμένα μου εμπιστεύονταν ακόμη και τα λεφτά τους για να τα γλυτώσουν «από τους Αλβανούς» εννοώντας άλλες φάρες. Οι περισσότεροι ήταν με τελείως πλαστά, στον βαθμό της γελοιότητας, χαρτιά.
 
Ενώ ήταν πεντακάθαρα μουσουλμάνοι (δεν έτρωγαν χοιρινό, παρά μετά το 1992,3) είχαν όλοι ονόματα Γιάννης, Κώστας, κι ας τους έλεγαν Έλβις και Κοστέλο.
 
Αυτοί, μόλις παντρεύτηκαν και τεκνοποίησαν, τα παιδιά τους, σήμερα δεκαοχτάρηδες ,είναι ελληνάκια απολύτως.
 
Αξεχώριστα. Με τις πρέπουσες αλβανίζουσες ουρίτσες στην συμπεριφορά τους, συμπεριφορά που ανιχνεύεται ακόμη και σε συμπατριώτες μας αλβανούς όγδοης γενιάς.
 
Τα χουν αυτά οι Καππαδόκες, οι Πομάκοι, οι Σμυρνιοί, οι Σταμπολήδες, οι Τσετσένοι, οι Καραγκούνηδες, οι Πόντιοι, οι Καρσλήδες και λοιποί εμείς. Θυμούνται. Θυμούνται τρελά.
 
Τους Αλβανούς τους ρήμαξε η επίθεση της μάγκας των Ρώσων, που ήταν αμείλικτη. Οι ίδιοι δεν είχαν σχηματίσει μαφίες, αλλά περισσότερο εμπιστεύονταν έναν «κάπο», έναν καπετάνιο, που τους μοίραζε την δουλειά.
 
Μετά, έπεσε πολύ ξύλο. Με διάφορους.
 
Λιγότερο, με τους Βούλγαρους,που δούλευαν στην αρχή ομαδικά, μαθημένοι σε σκοτεινές μάγκες και παρέες από τα τελευταία χρόνια του Ζίφκωφ.
 
Απορώ:κανένας δεν θυμάται την κλεμμένη βενζίνη στους βουλγάρικους δρόμους, στην δεκαετία του ογδόντα και την μάκινα με τα πλαστά χαρτονομίσματα ,στα οποία διέπρεπαν οι Βιετναμέζοι;
 
Γιατί δεν παρήχθη η σχετική λογοτεχνία και ο «ξένος» στην ελληνόφωνη κειμενογραφία περιορίζεται να μπαίνει ως Λιάπκιν ή ως παπαδιαμαντικός δερβίσης, ένας-ένας στο κάδρο και παράξενα;
 
Και συνεχώς υπό φιλανθρωπικό μάτι της καλύβας του Μπαρμπα Θωμά ; ξεχνώντας ότι για κάθε μπαρμπαΘωμά, ετοιμάζεται ένας Γκρίφφιθ, με την γέννηση ενός έθνους, αλλά και το όσα παίρνει ο Άνεμος και άχ ο καημένος ο Νότος;
 
Δεν καταλαβαίνουμε ότι η υπέρ των ξένων κλαψομουνίαση, δημιουργεί ανύπαρκτους ακροδεξιούς ήρωες;
 
Οι Αλβανοί αραίωσαν, άρχισαν να επενδύουν στην χώρα τους, σε δέκα χρόνια θα είναι μεγάλη επιτυχία να παραθερίζουμε εκεί,έτσι που το πάμε.
 
Ότι ήμασταν τελείως αδιάφοροι για τους μετανάστες, αποδεικνύεται από το ότι έως πρόσφατα που ψιλορωτούσα,δεν ξέρω κανέναν μικτό γάμο, μήτε πήγα επίσκεψη στις κυράδες που καθάριζαν το σπίτι, μήτε ήξερα πόσα παιδιά είχαν. Μήτε ήξερα που έμεναν. Δεν μοιράστηκα τραπέζι μαζί τους, δεν συμπέσαμε πουθενά, εκτός από κάτι γεωργιανούς διάσημους αρσιβαρίστες που κι αυτοί έχαιραν μιας περιορισμένης ασυλίας.
 
Ώσπου στο τέλος, έχει τέσσερα χρόνια, ρώτησα έναν καλό τεχνίτη πως τον λένε και μου είπε Erik. Aπό το «Ερρίκος;» απόρησα. Ο νεαρός Γεωργιανός αρνήθηκε: «από το Έρυξ, του Έρυκος» μου απαντά. «Συγγενής του Ποσειδώνα, ε;» ρώτησα αναθυμούμενος κάτι αόριστο, σικελικό.
 
Χάρηκε. «Είσαι ο πρώτος που ξέρει την ιστορία μας» απάντησε. Δεν την ήξερα, αλλά δεθήκαμε.
 
Με λίγα λόγια, δένονται με τις πλάγιες ελληνόφωνες μυθολογίες μας, που ήκμασαν στην αρχαιότητα σε Δωριείς στην Λιγυρία και μαυροθαλασσίτες που έβαζαν τους Αργοναύτες να κάνουν σλάλομ στον Ευρωπαϊκό χάρτη. Κανένα παιδί ελληνάκι, κανένας διανοούμενος τραγικός ή οργανικός δεν θυμάται άνευ παραπομπής τον Έρυκα και την Διομήδου νήσον.
 
Αλλά ο Ερικ και τα παιδιά του,θα πιστεύουν εσαεί ότι κατάγονται από τον Έρυκα, τον πανέλληνα, προέλληνα και παντέλληνα.
 
Επειδή ως τραντέλληνες, αναπαυόμαστε πάνω στα τυπικά μυθολογικά της Απολλοδώρειας  μυθολογίας.
 
Οχι αυτοί.
 
Αυτοί αναβιώνουν την αδέσποτη μυθολογία. Έχουν παραπάνω μυαλό από τον Λιακόπουλο που θεωρεί ελληνικό καθετί που σημειώνει στην Αλμαγέστα του ο Πτολεμαίος.
 
Βλέπετε, από την ποντιακή μου καταγωγή, δεν διστάζαμε ποτέ να είμαστε περήφανοι που από τα μέρη μας, είδαν οι μύριοι του Ξενοφώντα την «θάλαττα, θάλαττα», αλλά και από το ότι εμείς υπαγόμασταν στην επισκοπή Χαλδίας. Είμεσθεν δηλαδή Χάλδοι, όπως θέλει η παράδοση τους Μάγους.
 
Και από την πλευρά της μάνας μου, βλάχοι απέναντι από το Μορίχοβο, με δηλωμένη καταγωγή απο τα Μογλενά, όπου έφτασαν ως Κομάνοι ή Πατσινακίτες.
 
Και βλεπετε τα ελληνικά που γράφω, όσα και οποία εισίν.
 
Διακόπτω τον ειρμό, γιά να συνοψίσω μιά δημιουργικη άποψη.
 
Οποιος μπαίνει στη χώρα, καλώς τονα. Αρκεί να τακτοποιήσει τα οικονομικά του. Να έχει δουλειά, να ανοίξει μαγαζί, να κατοχυρώσει το πτυχίο του, αν έχει, να σπουδάζει και να κυκλοφορεί ελευθέρως. Αλλά δουλειά θα έχει εκεί που οι ανάγκες της χώρας και του όποιου οικονομικού συστήματος επιβάλουν. Αν είναι πτωχός, στο πτωχοκομείο κι όχι σε στρατόπεδο. Να δικαιούται ανεργίες και τα λοιπά, αλλά όχι ως ζήτουλας, παρά ως εργαζόμενος στην χώρα. Να έχει μια πράσινη κάρτα. Μετά από ένα διάστημα, και εφ΄όσον θέλει, να παίρνει και ιθαγένεια. Αλλά αν έχει την πράσινη κάρτα, αν δουλεύει και παλεύει και ζει όπως θέλει, να μου το θυμηθείτε ότι μπορεί και να μη θέλει πάρα πολύ να αποκτήσει υπηκοότητα ή ιθαγένεια, πράγμα που θα πληγώσει βαναύσως πολλούς.
 
Και τα εθνίκια που πιστεύουν ότι είναι προικισμένοι του Σειρίου, όσο και ταις συμπονετικές καρδιές που συμπονούν τους συμπονεμένους (άν ήταν τόσο ψυχοπονιάρηδες, δεν θα υπήρχε σήμερα κανένα αγκάθι, κανένα πρόβλημα με τους γύφτους.)
 
Δηλαδή υποστηρίζω ό,τι και γιά το Μακεδονικό.
 
Λύστε το οικονομικά, ξεχάστε τις ιστορικές ερμηνείες και την ανθρωπολογία.
 
Απλά,πολύ απλά,αν τους βάζαμε να πληρώσουν το ένα πέμπτο από αυτά που τους παίρνουν οι δουλέμποροι ως βίζα, ή αν μας το χρωστούσαν και τους το παίρναμε έναντι άυλων ανταλλαγμάτων,η στάση μας θα άλλαζε.
 
Μα κανένας δεν είδε τις μελέτες στη Γερμανία, τι ευεργετήματα έχουν οι ντόπιοι από τα εκατομμύρια των Τουρκώνε που ζουν, εργάζονται, ξοδεύουν και προσεύχονται εκεί;
 
Μια παροικία Πακιστανών, δέκα παροικίες Πακιστανών, που κατοικούν στη χώρα μας νόμιμα, και πληρώνουν φόρους και πληρώνουν ασφάλειες και λοιπά, από   μόνη της θα πολεμάει τους Ταλιμπάνηδες. Και αν έχει Ταλιμπάνηδες εντός, είναι δικό τους ζήτημα, αφού κι αυτοί θα κατοικούν στη χώρα μας υπό τους νόμους μας.
 
Η επίδρασή τους στην τοπική κοινωνία θα είναι όση και οία ενός ΤΕΙ. Λεφτά στον τόπο. Πολλοί φοιτητές από μεγάλες πόλεις, εξάλλου, ζουν πολύ πιό παράξενα και προβλεπόμενα κι από τους Σιίτες.
 
Τα επιχειρήματα του τύπου "είναι ξένοι και έχουν άλλο αίμα και αμάν χανόμαστε" τα βαρυέμαι. Αν καποιος το θελησει, να του κοινοποιήσω τα βυτία ξένου αίματος που ήρθαν στη χώρα τους τελευταίους 30 αιώνες, να στανιάρει και να το βουλώνει ολοταχώς.Και να μου πει αν τα θέλει σε γαλόνια ή μετρικούς τόνους.
 
Εκεί είναι το πρόβλημα. Φοβόμαστε ότι με πολλούς νομιμόφρονες μετανάστες, πολίτες πλέον, που δεν θα κλέβουν την  εφορεία και τον Ικα (ο όρος απο τον Κώστα Χατζηχρήστο)  το κράτος θα τους έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς τους ρεμπεσκέδες.
 
Αυτοί έχουν ήθη και έθιμα. Μπορεί να μας φαίνονται άγρια,αλλά δεν μας καλούν κι όλας να ραβδιζόμαστε. 
 
Γι΄αυτό και τα μεταναστευτικά που θεωρούνται από την κυβέρνηση θεσμικά ,πρέπει προηγουμένως να έχουν τελεσιδικήσει μέσα σε μαγαζιά, σε χωράφια, σε υπηρεσίες, σε ΑΣΕΠ, σε τέτοια.
 
Να υπάρχει πρώτα πράσινη κάρτα.
 
Μετά όλα γίνονται.Και γρήγορα, και χωρίς φασαρίες. Μη βλέπετε πολιτιστικά τους μετανάστες. Μη βλέπετε ιστορικά το Μακεδονικό.  Να τα βλέπετε οικονομικά, και μάλιστα, οικονομικά νεοφιλελεύθερα και υπό δυτικήν έποψιν.
 
Μη έχετε ελπίδες "εθνικών" ή "σοσιαλιστικών" δικαίων. Κοστίζει ένα διάολο λεφτά και μπόλικους τσακωμούς άνευ λογου.
 
Οι μετανάστες, αν ενταχθούν στην παραπαίουσα οικονομία μας, θα το σώσουν το γκουβέρνο.Παραπαίουσα οικονομία, σημαίνει άμεση ανάγκη να υπάρξουν ενεργές οικονομικές ελεύθερες ζώνες. Εμπορίου, δικτύων, βιομηχανίας ή μεταποίησης. Επομένως να ξέρουν οι εισερχόμενοι πως το Ελλάντα τους χρειάζεται σε συγκεκριμένες οικονομικές ζώνες.
 
Όπως Γερμανία, λέμε.
 
Αν ,από την άλλη, ενταχθούν ως κοριτσάκια με τα σπίρτα, που θέλουν προστασία από τον Σύριζα, θα το κάψουν το ρημάδι.
 
Επειδή θα σφάζονται τα εθνίκια με τα μπαχαλάκια. Τα ελληνάκια εθνίκια με τα ελληνάκια μπαχαλακια, βέβαια.
 
Δεν θέλω η χώρα μου να μακελευτεί.
 
Θέλω ίσα δικαιώματα για όλους.
 
Θέλω πολιτική ισότητα και πολιτιστική δικαιοσύνη.
 
Θέλω να πάψω να ασκώ πολιτιστική φιλανθρωπία. Δε γουστάρω την φιλανθρωπία.
 
Κοστίζει ένα κάρο λεφτά για να αποκτηθεί από τους «άλλους» η δέουσα απανθρωπιά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: