του Τέλλου Φίλη
πηγή: www.parallaximag.gr
Όταν πέφτει η πρώτη πενιά από τα ηχεία, κι η Νένα Μεντή ανεβαίνει στο πάλκο με το ξανθό μαλλί και το τιγρέ φουστάνι, ξέρεις ήδη ότι δεν είναι απλά η Συλβάνα, η λαϊκή τραγουδίστρια του ’60, αλλά η φωνή της πόλης, που δεκαετίες μετά βρίσκει αφορμή ένα βραβευμένο λογοτεχνικό κείμενο, για να μετουσιωθεί σε θεατρική πράξη και να ακουστεί.
Κι όπως οτιδήποτε σημαντικό έχει συμβεί σε αυτή την πόλη, έτσι κι αυτή η παράσταση έχει τη λιτότητα και την αμεσότητα που απαιτείται, ώστε να λειτουργήσει πέρα από τις θεατρικές φόρμες, σαν ένα αναπάντεχα καλοδεχούμενο μάθημα ιστορικής ανθρωπολογίας, χωρίς διδακτισμούς και συμπεράσματα.
Η Συλβάνα, η Σύλβα, θέλει να μας πει τον νταλγκά της για τον Αρίστο της, τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον δράκο του Σέιχ Σου, που αγάπησε, αλλά τα χρόνια έχουν αλλάξει πολλά, κι έτσι μας μιλάει για την πόλη, τα νιάτα της και την καριέρα της, μήπως και καταλάβουμε κι εμείς οι σύγχρονοι γιατί «Η αμαρτία έχει χρώμα λαϊκό», όπως είναι κι ο τίτλος του κεφαλαίου του μυθιστορήματος «Ο Γύρος του Θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη, στο οποίο βασίζεται αυτός ο τόσο συναρπαστικός θεατρικός μονόλογος.
Είναι ο Επτάλοφος που αγάπησε την Τούμπα. Το Καραμπουρνάκι κι η Αρετσού.Το Καπάνι κι ο Βαρδάρης. Η μνήμη της πόλης μέσα από το σώμα της Συλβάνας- Θεσσαλονίκης. Η πόλη μετά τον εμφύλιο και λίγο πριν τη Χούντα, μια Θεσσαλονίκη πέρα από τη γραφικότητα που της δίνει ο χρόνος που πέρασε, φωτισμένη με προβολείς μιας αλήθειας που αποφεύγει να ονομάσει κι ήρθε τώρα η ώρα να ακουστεί σαν υπενθύμιση μιας μνήμης τόσο απαραίτητης για να κατανοήσουμε τα σύγχρονα και τα μελλούμενά μας.
Κι ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο είναι η εξομολόγηση μιας γυναίκας ντερμπεντέρισσας, που έφαγε τη νύχτα με το κουτάλι, καθώς ο λόγος ξετυλίγεται και το ακορντεόν του Παναγιώτη Τσεβά παίζει τραγούδια της εποχής, ανακατεμένα με τις αναμνήσεις της ηρωίδας, η συγκίνηση μπερδεύεται με τον θυμό, γίνεται μια μέθεξη, κι όλο αυτό μετατρέπεται σε μια πεντακάθαρη πράξη σύγχρονου πολιτικού θεάτρου, δίνοντας χώρο στη λαϊκή μνήμη, μόνο για να ακουστεί για πρώτη φορά τόσο καθαρά, τόσο οδυνηρά, η αλήθεια, η αλήθεια της Συλβάνας, μέσα στην επίσημη Ιστορία, λειτουργώντας σαν ένα πρώτο ράγισμα στις μέχρι τώρα βεβαιότητές μας για τα γεγονότα και τι μένει από την Ιστορία, όταν οι ήρωες φεύγουν.
Το μονόπρακτο «Η Σύλβα και Δράκος» είναι ένα βήμα μπροστά, μετά τη συναισθηματικά φορτισμένη «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» που με τόση επιτυχία είχε παρουσιάσει η Νένα Μεντή. Εδώ, με βάση το συναίσθημα, απογυμνώνει οτιδήποτε συναισθηματικό, για να αφήσει τη ζωή να φανεί σκέτη ως το μεδούλι της. Σκληρή κι αδυσώπητη, χωρίς δικαιοσύνη και happy end. Είναι η στιγμή που η θεατρική πράξη μετουσιώνεται, πέρα από μια κοινωνική κατασκευή ευαισθητοποίησης, σε μια σκληρή κραυγή επιβίωσης του κοινωνικού ασυνειδήτου, σε περιβάλλον καθολικής αδικίας. Κι είναι ακριβώς αυτό που κάνει αυτό το μονόπρακτο τόσο μοντέρνο πολιτικό θέατρο, χωρίς ίχνος από τις πεπερασμένες ευκολίες που μπορεί να φανταστεί κανείς όταν ακούει τον όρο.
Είναι η πόλη που, μετά από σιωπή ετών, αποφασίζει να εξηγήσει τι σημαίνει η φράση «Τούμπα ΠΑΟΚ και ΕΔΑ» στους σημερινούς χουλιγκάνους, στους αυριανούς Παγκρατίδηδες που νομίζουν ότι ζουν στο περιθώριο της Ιστορίας, αγνοώντας ότι ―θέλουν δεν θέλουν― είναι μέρος της κι αυτοί που την γράφουν.
Κι όπως οτιδήποτε σημαντικό έχει συμβεί σε αυτή την πόλη, έτσι κι αυτή η παράσταση έχει τη λιτότητα και την αμεσότητα που απαιτείται, ώστε να λειτουργήσει πέρα από τις θεατρικές φόρμες, σαν ένα αναπάντεχα καλοδεχούμενο μάθημα ιστορικής ανθρωπολογίας, χωρίς διδακτισμούς και συμπεράσματα.
Η Συλβάνα, η Σύλβα, θέλει να μας πει τον νταλγκά της για τον Αρίστο της, τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον δράκο του Σέιχ Σου, που αγάπησε, αλλά τα χρόνια έχουν αλλάξει πολλά, κι έτσι μας μιλάει για την πόλη, τα νιάτα της και την καριέρα της, μήπως και καταλάβουμε κι εμείς οι σύγχρονοι γιατί «Η αμαρτία έχει χρώμα λαϊκό», όπως είναι κι ο τίτλος του κεφαλαίου του μυθιστορήματος «Ο Γύρος του Θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη, στο οποίο βασίζεται αυτός ο τόσο συναρπαστικός θεατρικός μονόλογος.
Είναι ο Επτάλοφος που αγάπησε την Τούμπα. Το Καραμπουρνάκι κι η Αρετσού.Το Καπάνι κι ο Βαρδάρης. Η μνήμη της πόλης μέσα από το σώμα της Συλβάνας- Θεσσαλονίκης. Η πόλη μετά τον εμφύλιο και λίγο πριν τη Χούντα, μια Θεσσαλονίκη πέρα από τη γραφικότητα που της δίνει ο χρόνος που πέρασε, φωτισμένη με προβολείς μιας αλήθειας που αποφεύγει να ονομάσει κι ήρθε τώρα η ώρα να ακουστεί σαν υπενθύμιση μιας μνήμης τόσο απαραίτητης για να κατανοήσουμε τα σύγχρονα και τα μελλούμενά μας.
Κι ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο είναι η εξομολόγηση μιας γυναίκας ντερμπεντέρισσας, που έφαγε τη νύχτα με το κουτάλι, καθώς ο λόγος ξετυλίγεται και το ακορντεόν του Παναγιώτη Τσεβά παίζει τραγούδια της εποχής, ανακατεμένα με τις αναμνήσεις της ηρωίδας, η συγκίνηση μπερδεύεται με τον θυμό, γίνεται μια μέθεξη, κι όλο αυτό μετατρέπεται σε μια πεντακάθαρη πράξη σύγχρονου πολιτικού θεάτρου, δίνοντας χώρο στη λαϊκή μνήμη, μόνο για να ακουστεί για πρώτη φορά τόσο καθαρά, τόσο οδυνηρά, η αλήθεια, η αλήθεια της Συλβάνας, μέσα στην επίσημη Ιστορία, λειτουργώντας σαν ένα πρώτο ράγισμα στις μέχρι τώρα βεβαιότητές μας για τα γεγονότα και τι μένει από την Ιστορία, όταν οι ήρωες φεύγουν.
Το μονόπρακτο «Η Σύλβα και Δράκος» είναι ένα βήμα μπροστά, μετά τη συναισθηματικά φορτισμένη «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» που με τόση επιτυχία είχε παρουσιάσει η Νένα Μεντή. Εδώ, με βάση το συναίσθημα, απογυμνώνει οτιδήποτε συναισθηματικό, για να αφήσει τη ζωή να φανεί σκέτη ως το μεδούλι της. Σκληρή κι αδυσώπητη, χωρίς δικαιοσύνη και happy end. Είναι η στιγμή που η θεατρική πράξη μετουσιώνεται, πέρα από μια κοινωνική κατασκευή ευαισθητοποίησης, σε μια σκληρή κραυγή επιβίωσης του κοινωνικού ασυνειδήτου, σε περιβάλλον καθολικής αδικίας. Κι είναι ακριβώς αυτό που κάνει αυτό το μονόπρακτο τόσο μοντέρνο πολιτικό θέατρο, χωρίς ίχνος από τις πεπερασμένες ευκολίες που μπορεί να φανταστεί κανείς όταν ακούει τον όρο.
Είναι η πόλη που, μετά από σιωπή ετών, αποφασίζει να εξηγήσει τι σημαίνει η φράση «Τούμπα ΠΑΟΚ και ΕΔΑ» στους σημερινούς χουλιγκάνους, στους αυριανούς Παγκρατίδηδες που νομίζουν ότι ζουν στο περιθώριο της Ιστορίας, αγνοώντας ότι ―θέλουν δεν θέλουν― είναι μέρος της κι αυτοί που την γράφουν.
Η Νένα Μεντή, ηθοποιός με γνώση και πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, κι ο Παναγιώτης Τσεβάς, ο μοναδικός ακορντεονίστας που μπορεί να παίζει με το βλέμμα του, είναι οι ιδανικοί συντελεστές για την τελική απογείωση του κειμένου.
Μια θεατρική εμπειρία που, προσωπικά, τη θεωρώ ό,τι πιο δυνατό έχει παρουσιαστεί αυτήν τη σεζόν στην πόλη.
*Πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου