10.4.14

Εντευκτήριο, τεύχος 102 – 103

του Λάμπρου Σκουζάκη

πηγή: http://pandoxeio.com


Ήταν τόσο θαυμάσιο να γεύεται την ουσία της ζωής μ' όλη του την ύπαρξη, αρχίζοντας από τα πιο απλά της σημεία: από ένα βλέμμα, από μια κίνηση, από έναν ήχο! Τίποτε δεν ήταν περιφρονήσιμο. Είχε την ικανότητα να ανακαλύπτει κόσμους ολόκληρους εκεί που οι άλλοι περνούσαν ανυποψίαστοι, με την ιδέα της φτηνής καθημερινότητας να τους κλείνει τα μάτια. Αν τολμούσες να του πεις ότι είχε φαντασία (έτσι το έπαθα κι εγώ στην αρχή της γνωριμίας μας), γινόταν έξω φρενών. «Δεν είναι φαντασία», έλεγε, «η εντελής αντίληψη της πραγματικότητος, η διείσδυσις του νοήμονος ανθρώπου στη φαινομενικότητα των γεγονότων, η σύλληψις της ακριβούς κινήσεως πάσης ευελιξίας. Η πραγματικότης είναι απείρως πλουσιωτέρα και της πλέον πληθωρικής φαντασιώσεως. Απλώς, αντιλαμβάνομαι. Δεν εφευρίσκω. Διαφέρω από τους πολλούς γιατί αντιλαμβάνομαι δι’ όλης μου της υπάρξεως και όχι μόνο με το πνέυμα»… έγραφε η Νόρα Αναγνωστάκη σε ένα έξοχο κείμενο, ανοιχτό και κλειστό μαζί [«Ο αναμένων»], δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Πορεία [τεύχος 6] και αναδημοσιευμένο στο παρόν Εντευκτήριο. Σύντροφος και συνοδοιπόρος του Μανόλη Αναγνωστάκη, συνδημιουργός του περιοδικού – σταθμού Κριτική [1959], η Αναγνωστάκη δεν έζησε στη σκιά του αλλά υπήρξε μια αυτόφωτη πνευματική παρουσία, πάντα ανοιχτή σε οτιδήποτε καινούργιο παρουσιαζόταν στην τέχνη της γραφής – μετέφερασε άλλωστε ταυτόχρονα με την έκδοσή του αποσπάσματα του έργου Ο βαθμός μηδέν της γραφής του Ρολάν Μπαρτ, φέροντας το όνομα του Γάλλου θεωρητικού στην Ελλάδα, ενώ ανέδειξε και τα προτάγματα του Νέου Μυθιστορήματος. Είχε πράγματι την ικανότητα να διακρίνει το νέο που κόμιζε κάθε εποχή και να το αναδεικνύει έξω από αισθητικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες. Υπήρξε σπάνιος τύπος κριτικού, κριτικός με γούστο, κατά τον γνωστό χαρακτηρισμό του Τ.Σ. Έλιοτ, όπως γράφει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, που μαζί με την Πόλυ Κρημνιώτη υπογράφουν τα δυο προς μνήμην της κείμενα, με αφορμή την φυγή της την τελευταία ημέρα του περσινού έτους.

ΑΓΑΠΗ καπριτσιόζα…/αυτή η αγάπη που πεθαίνει όταν χάνεται/ κι εκείνη η αγάπη που παραμένει/ και σου συμπαραστέκεται/στην ήττα/ μέχρι τέλους./[…] … διακρίνει ανάμεσα στις Συναντήσεις του με τον θάνατο ο Ταντέους Καντόρ (μετάφραση: Ζαφείρης Νικήτας), ο Πολωνός εικαστικός καλλιτέχνης, σκηνοθέτης, σχεδιαστής, συγγραφέας και θεωρητικός του θεάτρου, μια επιδραστικότατη φωνή του θεάτρου και ένας καλλιτέχνης των λέξεων και των γραμμών. Το τεύχος προτείνει και παρουσιάζει δυο νέες ποιητικές φωνές, τον 19χρονος Ένο Αγκόλλι, γεννημένο στην Κορυτσά της Αλβανίας και υπότροφο σπουδαστή πλέον αναλυτικής φιλοσοφίας στο Σικάγο και τον 18χρονο Γιαχύα Χασάν, γεννημένο στην Δανία από Παλαιστίνιους γονείς. Δημοσιεύονται ακόμη ποιήματα της Κικής Δημουλά, του Χάρη Βλαβιανού, της Ανθής Μαρωνίτη, του Πολ Όστερ (παρουσίαση και απόδοση: Βασίλης Κουγέας), του Θανάση Μαρκόπουλου, του Κωνσταντίνου Παπαχαράλαμπου, του Λεωνίδα Κακάρογλου, του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, του Συμεών Τσακίρη, του Απόστολου Λυκεσά, της Μαρίας Καρδάτου, του Άγγελου Ευθυμιάδη και της Άλκηστης Πανάγου.

Στρέφω τη σκέψη στους παιδεμένους ποιητές που τυραννίστηκε η ζωή τους σε σανατόρια, σε ψυχιατρεία και σε νοσοκομεία χρονίων παθήσεων. Βιζυηνός, Φιλύρας, Πολυδούρη, Ρίτσος, Κοτζιούλας, τραγούδησαν τη ζωή ενώ ο θάνατος σελάγιζε μέσα τους.
Στρέφω τη σκέψη στους ποητές που εκόμισαν εις την ιατρικήν επιστήμην όπως εκόμισαν εις την τέχνην. Σ’ εκείνους που αντιμετώπισαν το άλγος του πόνου μακριά από βαριές ασθένειες και δοκιμασίες μετατρέποντάς το σε τέχνη μέσ’ από τη διήθησή του στα φίλτρα της ευαισθησίας των. Σ’ εκείνους που άωρα έφυγαν από κοντά μας.
Κάπως έτσι κι εγώ, αν μη τι άλλο σ’ αυτή τη ζωή, προσδοκώ να συναριθμηθώ με τους πονεμένους της συκοφαντημένης γενιάς μου. Με τους αδελφούς μου και τις αδελφές μου της περιώνυμης «Γενιάς του ’70»: την Μπίλλη να σφάζει τον Κ ό κ ο ρ α  τ ω ν  θ ε μ ε λ ί- ω ν στο Πήλιο και τον Βασίλη, το χλωμό κ ύ ρ ι ο  Ί β ο  του Παγασητικού και με τον Μίμη των βορείων συνόρων […] την Ηρώ και τον Γιάννη, πλανόδιους θηρευτές αισθημάτων στην Α κ τ ή  Κ α λ λ ι μ α σ ι ώ τ η…  γράφει ο Γιώργος Θεοχάρης στο ένα από τα τρία Ποιήματα («Εκόμισαν…»), που τυπικά καλύπτουν ένα δισέλιδο αλλά ουσιαστικά έναν ολόκληρο κόσμο όπου η γλώσσα και η Ποίηση «μας σκέπουν αδιαλείπτως», όπως άλλωστε στιχουργεί και στο ισχαιμικό του επεισόδιο σε εξέλιξη, όπου και η χρήση της γλώσσας ως στοιχείο επιβίωσης. 
Στο ίδιο τεύχος πεζά του Δημήτρη Πετσετίδη, του Ηλία Μαγκλίνη, της Άννυς Κουτροκόη, της Ντάντης Σιδέρη-Σπεκ, του Ιγνάτη Χουβαρδά, της Άννας Κουστινούδη, του Χρήστου Δήμα, του Ντέιβιντ Σεντάρις (μετ.: Γιάννης Θεοδοσίου), του Γιώργου Μαυρομμάτη, του Βασίλη Τερζόπουλου και των πρωτοεμφανιζόμενων Άννας Γούλα και Μαρίας Ντινάκη. Η Λίζυ Τσιριμώκου γράφει για την πολυδιάστατη διδακτική και συγγραφική προσφορά της Τζίνας Πολίτη και ο Γιώργος Κορδομενίδης νεκρολογεί τον Κάρολο Τσίζεκ. Και πάλι η φωνή της Νόρας Αναγνωστάκη, από τις Μαγικές Εικόνες: Επτά δοκίμια, 1960 – 1965 [Τραμ, 1973]: μας μια σπουδή γυμνής ομορφιάς. Αυτό το σκέφτομαι επίμονα κάθε φορά που βλέπω μερικές κινέζικες ζωγραφιές. Θέλω να βγάλω έναν επικήδειο του ανέφελα ωραίου […]. Νομίζω πως δεν μας φτάνει πια η απόλαυση του ωραίου που διαστέλλει την ψυχή σε άχρονη έκσταση. […]. Δεν βρισκόμαστε σ’ ένα fin de siècle. Έχουμε ήδη εισχωρήσει βαθειά μέσα σ’ ένα ζέοντα και ανασχηματιζόμενο κόσμο. Κι αυτοί που μπορούν να μιλήσουν, για να είναι σύγχρονοι, πρέπει να μιλάνε τη γλώσσα του. [176 σελ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: