28.3.20

Τσιγάρα λατρία


γράφει η Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη
Τα έμαθα τα νέα σας, μάνα.
Κάνω κουράγιο. Έστειλα και εβδομήντα ευρώ για την οικογένεια. Πούλησα το κινητό μου. Σου γράφω, μάνα, μ’ αρέσει που σου γράφω. Και θα σου πω όλη την αλήθεια αυτήν τη φορά. Γιατί ξέρω ότι δεν θα σε πονέσει, τώρα πια.
Σταμάτησα να δουλεύω στη μάντρα. Και δεν με πλήρωσε το βδομαδιάτικο. «Να πας να με καρφώσεις» είπε. Πού να τον καρφώσω, μάνα; Έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. Ξαναπήγα στο παλιό αφεντικό στην αποθήκη.
«Τι να σου κάνω;» είπε. «Ένας τόνος, πενήντα ευρώ, άμα μπορείς.» Τον κοίταξα. Πώς να μαζέψω έναν τόνο κούτες; σκεφτόμουνα φεύγοντας. Πήγα και βρήκα δύο φίλους. Ξεκινήσαμε την ίδια μέρα με δύο καρότσια ο καθένας μας. Τα γεμίζαμε, τα πηγαίναμε στην αποθήκη, τα ζύγιζαν, ξαναφεύγαμε. Καταφέραμε να μαζέψουμε τον τόνο στη βδομάδα. Μια βδομάδα πενήντα ευρώ στα τρία, μάνα.
Πάω στο συσσίτιο για φαγητό. Είναι ωραία εκεί. Βλέπω κι άλλους δικούς μας, λέμε τα νέα μας. Δέκα μέρες δεν έχω σπίτι. Μας έδιωξε ο σπιτονοικοκύρης, «έξω βρομιάρηδες» φώναζε, «που το νοικιάσατε δύο και μένετε δέκα»· μαζέψαμε τις κουβέρτες μας και όπου φύγει φύγει.
Πάνω απ’ το σπίτι μας είναι ένα δάσος. Πάω εκεί και κοιμάμαι σε μια σπηλιά. Δίπλα μου ένα πρεζόνι κι ένας πενηντάρης που όλο με χουφτώνει. «Θα σου ανοίξω το κεφάλι με πέτρα στον ύπνο σου» του είπα για να μαζευτεί. Πρέπει να φύγω κι από δω, μάνα, δεν μπορώ να βλέπω τον άλλο να κοιμάται με την ένεση στη φλέβα.
Κάθε πρωί παίρνω τους δρόμους, ψάχνω στα σκουπίδια, να βρω κάτι να πουλήσω. Τι να σου πω, μάνα. Εδώ οι άνθρωποι είναι αλλιώς. Πετάνε χρυσαφικά, πετάνε ρούχα, παπούτσια, χαλιά, έπιπλα. Απ’ όλα βρίσκεις, μάνα.
Βρήκα ένα στρώμα, ένα κιλίμι, μία κουβέρτα. Τα πήρα και τα πήγα σ’ ένα εστιατόριο μέσα σ’ ένα πάρκο. Όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά, όμως δεν μπήκα μέσα κι ας βρήκα την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή. Έστρωσα απέξω, πίσω απ’ τους σκουπιδοτενεκέδες, να μη φαίνομαι. Μια χαρά είμαι εδώ, μάνα.
Τα μικροπράγματα τα πουλάω όπως περπατάω στον δρόμο. Μου δίνουν τα ψιλά τους, σαν ελεημοσύνη, κι εγώ τους δίνω δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια. Βγάζω δυο-τρία ευρώ την ημέρα, καλά είναι. Αγόρασα απ’ την Ομόνοια και τσιγάρα λατρία, μόνο δύο ευρώ, θα καπνίζω ένα την ημέρα. Η δασκάλα έλεγε «μην αγοράζετε λαθραία τσιγάρα, θα σας πιάσουν καμιά ώρα και θα τρέχω», όμως τώρα, μάνα, τα πήρα τα λατρία, δεν έχω λεφτά για τα άλλα.
Σε μια απ’ τις βόλτες μου, μια κυρία μου έδωσε ένα πεντάευρο και μου είπε «πρόσεχε, παλικάρι μου».
Λύθηκα, μάνα. Έπεσα στα γόνατα κι έκλαιγα. Με έπιασε απ’ τους ώμους, με τράβηξε σε κάτι σκαλιά. «Έλα να μιλήσουμε λίγο, λεβέντη μου» είπε.
Και της τα είπα όλα, μάνα. Της είπα όσα δεν ξέρεις εσύ. Της είπα για τον φίλο μου που τον σπίτωσε ένας γέρος και, μόλις ξέσπασε το κακό, τον πέταξε στον δρόμο. Της είπα για εκείνη την κοπέλα που πέθανε από τις αναθυμιάσεις στο φορτηγό. Της είπα για τον φίλο μου που παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία. Τα είπα όλα. Η κυρία με άκουγε κι έκλαιγε. Την παρηγορούσα κι ήταν σαν να παρηγορούσα εσένα, μάνα.
Την ώρα που σηκωθήκαμε ν’ αποχωριστούμε, μου έδωσε και όλα της τα ψώνια απ’ το σούπερ-μάρκετ.
«Όχι, κυρία, ευχαριστώ, δεν πεινάω.»
Δεν έφερε αντίρρηση. Μόνο με ρώτησε πώς και μιλάω τόσο καλά ελληνικά.
«Πήγαινα σχολείο, κυρία. Αλλά έκλεισε.»
«Μπράβο αγόρι μου, μπράβο».
Την κοιτούσα να φεύγει κι ένιωσα φτερά να φυτρώνουν στην πλάτη μου. Τόση δύναμη μου έδωσε, μάνα.
Σε λίγο θα πάω στο συσσίτιο. Κι ύστερα, θα πάω να πλυθώ και να κοιμηθώ σε κρεβάτι, μάνα. Είναι του Δήμου, τα παιδιά εκεί μας φέρονται καλά. Γελάμε. Τους λέω ανέκδοτα συνέχεια. Όταν δεν έχει ελεύθερο κρεβάτι, ξαναγυρίζω στο πάρκο, πίσω απ’ τους σκουπιδοτενεκέδες. Στα σκουπίδια βρίσκω και κολόνιες. Πάντα με κορόιδευες που μου άρεσαν. Δεν τις πουλάω, τις κρατάω για μένα. Θέλω να μυρίζω όμορφα, μάνα, όπως μύριζες κι εσύ.

Έχασα τα χαρτιά μου, μάνα. Έτσι κι αλλιώς το διαβατήριο ήταν ψεύτικο. Δεν έχω λεφτά ν’ αγοράσω άλλο. Μάνα, νομίζω αρρώστησα απ’ τη βροχή. Βήχω πολύ. Έχω πυρετό. Φοβάμαι να πάω σε νοσοκομείο. Φοβάμαι να πάω στην αστυνομία. Φοβάμαι να ξαναπάω σε στρατόπεδο. Βρέχει συνέχεια. Μπήκα στην κουζίνα του εστιατορίου και φοβάμαι πως, αν με βρουν, θα με δείρουν. Κάνω την προσευχή μου. Παρακαλάω να φύγω, μάνα. Όπως έφυγες κι εσύ στον βομβαρδισμό. Θα βρεθούμε εκεί ψηλά, μανούλα. Και δεν θα φοβόμαστε.


Η Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Έχει δημοσιεύσει 6 βιβλία και έχει μεταφράσει πάνω από 100 (Ζαιντι Σμιθ, Τζούμπα Λαχίρι, Σάλμαν Ρούσντι, Γιαν Μαρτέλ, Ναντίν Γκόρντιμερ. Διδάσκει λογοτεχνία. 





3 σχόλια:

Καίτη είπε...

Καταπληκτικό!!!!! Συγχαρητήρια στην κα Κουμπαρέλη!!!!! Έχει το ταλέντο να αγγίζει τις ψυχές με ένα απίθανο ποιητικό τρόπο που εμπεριέχει το τραγικό και συγχρόνως το κωμικό των ημερών μας.

Καίτη είπε...

Συγχαρητήρια στην κα Κουμπαρέλη!!!!!

Έχει το ταλέντο να περιγράφει, θα έλεγα, με ποιητικό τρόπο ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα....
Έκλαψα! δεν σας το κρύβω.
Το τραγικό με το κωμικό συνυπάρχουν περιγράφοντας τη βαθιά και σκληρή πραγματικότητα των ημερών μας..!

vasmalat είπε...

Συναρπαστικό και συγκλονιστικό συγχρόνως. Η Μπελίκα Κουμπαρέλη ταράζει με μαεστρία την φαινομενικά ήσυχη καθημερινότητά μας και μας ξαφνιάζει με το τέλος του διηγήματος. Μπράβο!