Φρίντα Κάλο, Το όνειρο, 1940
Κι όμως,
έχουνε τα κρεβάτια το σιωπηλό τους χάρισμα.
Μια μνήμη για τα πρόσωπα ατελείωτη
αυτών που ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο
κι είδαν το πρόσωπό τους βαθιά μέσα στο πρόσωπο του άλλου.
Γερνούν και τα κρεβάτια.
Μα είναι τα κρεβάτια σαν ιερείς που γέρασαν στην ίδια ενορία
κι ενώ ξεχνούν τις Κυριακές τα λόγια τους
θυμούνται σε ποιον με χίλια ζόρια δώσανε τη θεία μετάληψη
και ποιον μες στο εξομολογητήριο κατσαδιάσαν,
όσους παντρεύτηκαν και πέθαναν
όσους πεθάναν μόλις παντρευτήκαν
κι ας έπεφταν χαρούμενα τα ρύζια στα κεφάλια τους.
Θυμούνται τα κρεβάτια και ρωτούνε τους επόμενους
και χαιρετούνε και μιλάνε όταν τρίζουν
κι όλοι νομίζουν πως τρίζουν τα κρεβάτια τους
και διεγείρονται διπλά από τον ήχο της παλίνδρομης λαχτάρας.
Μετά σωρός τα υλικά μαζεύονται κάτω από τα κρεβάτια:
σβώλοι χωμάτινοι φιλιών και δαγκωνιάς απόκρυφης και ζουληγμάτων
τρίμματα σπαρταρίσματα και τ' άσπρο χαλικάκι της κραυγής.
Κι όσο ο ανήρ αναδευτήρ της γυναικός
τόσο μια ξεραμένη λάσπη συσσωρεύεται κάτω απο τα κρεβάτια.
Είναι το τελευταίο χώμα που έριξαν οι στρωμνηφόροι εραστές
πάνω στους πεθαμένους ήρωες των κρεβατιών.
Και τώρα, σβώλο το σβώλο παίρνουν τη σειρά τους.
* Για να θυμίζει τη λέξη κρεβατόγυρος που πρωτάκουσα από τη γιαγιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου