γράφει η Γλυκερία Μπασδέκη
Εκείνο το καλοκαίρι ο
Αξέχαστος με χούφτωνε συνέχεια στις ψαροταβέρνες. Tραβούσε το χάρτινο «Καλή σας
όρεξη» και με πασπάτευε στα μπούτια. «Θεά μου, γουρουνάρα μου, έλα να πάμε
θαλασσίτσα μετά, να σηκώσει κύμα» ― τέτοια
φλερταρίσματα μου ’κανε. Τρώγαμε γεμιστά και χωριάτικες, ούτε πώς τον έλεγαν ήξερα,
μου ’πε Νάκης, αλλά μάλλον έτσι, για να πει ένα όνομα. Χόρταινα κόρτε και
ελαιόλαδο και βόλτες φρη. Αν δεν μ’ έπαιρνε κούρσα απ’ το λιμάνι, θα ’χα
γυρίσει πριν την ώρα μου και θα ’χανα εκείνο το καλοκαίρι με την ταξάρα και τον
Αξέχαστο που με διάλεξε για Σταρ Ελλάς του. Αν σταματούσε άλλος ταρίφαμαν, δεν
θα θρηνούσαν οι Αγγλίδες που τους έκλεψα το τεφαρίκι πισώπλατα μες στο
τουριστονήσι τους.
Ο Αξέχαστος, ο μάλλον όχι
Νάκης, ο ταξιντράιβερ που με διάλεξε και με τάισε και με χόρτασε και με πήγε
στις σάμμερ ντίσκο και στα καλύτερα τα ρεστοράν τα τουριστίκ. Αυτός ο άνθρωπος,
αυτός ήταν το καλύτερό μου καλοκαίρι, κι ας με περνούσε καμιά τριανταριά χρόνια,
κι ας ήταν μαυρόπισσα με μουστάκι, κι ας μου πέρασε η κάψα μέχρι τα πρωτοβρόχια
και νωρίτερα.
Πεντ-έξι χρόνια μετά που
επέστρεψα στο τουριστονήσι με κάτι φίλες-φίδια της Φιλοσοφικής τον έψαξα. Είχε
κρεμαστεί εκείνο το καλοκαίρι, λίγο μετά που μ’έβαλε στο πλοίο. Με κάτι
κορδόνια για αθλητικά αντίντας, μου ’παν ― ακόμα δεν τον ξέχασα τον Αξέχαστο.
Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα το 1969.
Σπούδασε ιστορία, ελληνική φιλολογία και δημιουργική γραφή.
Zει στην Ξάνθη και εργάζεται ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση.
Έχει εκδώσει δύο βιβλία με ποίηση (τελευταίο: Σύρε καλέ την άλυσον, 2012, 2014) και ένα με θέατρο (Τέσσερα θεατρικά, 2015).
Έχουν παιχτεί τέσσερα θεατρικά της στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης,
στο Φεστιβάλ Αθηνών και στο Φεστιβάλ Φιλίππων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου