13.9.16

Στην αυλή της μάνας μου 7, 8, 9


Εικόνα: Δανάη Λαζαρίδου


[7]

Όσο περιποιητικός είναι ο κύριος Αγριμάκης προς τη μητέρα των παιδιών του τόσο αυστηρές είναι οι θυγατέρες της απέναντί της, παρά την ομοιότητα σχήματος και μεγέθους. Κι αυτές μαυροντυμένες· τα μαύρα εδώ στον τόπο ετούτο φαίνεται να αποτελούν δερματική στιβάδα, κάτι σαν αντηλιακό με εγγύηση εσωτερικού βρασμού.
Η πρώτη, μια Μόνικα Μπελούτσι στο τετράγωνο, εμφανίστηκε φορτσάτη το πρωί και αντί για καλημέρα φώναξε: «Μας απογοήτευσες, γαμώτο!». Δεν ήμουν σίγουρη, αν η απογοήτευση οφείλετο στο γεγονός πως η μητέρα ανήκε στους ζωντανούς ακόμα ή πως επιδεινώθηκε η υγεία της – κάτι πήγα να υποψιαστώ, αλλά υπερίσχυσε το παρελθόν μου στο κατηχητικό σχολείο. Χειρονομούσε σε πλήρη αντίθεση με το βαρύ και μονολιθικό περίγραμμά της. Στην πίσω επιφάνεια του σώματός της δε, σε επίμαχο σημείο, ένα δαντελένιο φιογκάκι χοροπηδούσε κάθε φορά που μετατόπιζε ορμητικά τον όγκο της, προφανώς για να προσδώσει επιπλέον βάρος στα λόγια της.
Στην προσπάθεια της γιατρού να εξετάσει την κοιλιά της μητέρας της εξέπεμψε ένα: «Πουτάνα μου, δεν είδα σήμερα τα μπούτια σου!». Το φιογκάκι στον ποπό χοροπήδησε κι εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό, ανίκανη να κατατάξω, να εξηγήσω, να δικαιολογήσω. Μήπως είχα επιτέλους μπροστά μου την πραγμάτωση ενός γυναικείου χειραφετημένου ιδεώδους στο κατεξοχήν άντρο της πατριαρχίας; Θρίαμβος, έστω και κακόγουστος!

Η δεύτερη, με εφαρμοστή περιβολή που άφηνε να διαγράφεται κάθε πτυχή του μεγαλειώδους σώματός της - γυαλιστερό κολάν και αδιανόητο ντεκολτέ-, ήρθε το απόγευμα κι άρχισε ευθύς την κριτική στην κατάκοιτη μητέρα: «Τι τρως; Δεν βλέπεις τα χάλια σου; Κρυφά τρως!». Για χάρη της επίγνωσης των βλαβερών επιπτώσεων της παχυσαρκίας διέγραφε μεμιάς κάθε παραδοσιακή αλληλεγγύη μάνας-κόρης. Το βλέμμα της μητέρας αναζήτησε απεγνωσμένα το δικό μου. Κάτι ήθελε να πει, κάτι που δεν κατάφερνα να καταλάβω -κακομαθημένη όντας εγώ ορθοφωνητικά-, δεν είχα μάθει ακόμα να ερμηνεύω τους λαρυγγικούς ήχους της, έλειπε κι ο κύριος Μανώλης, πήγαινε για κρουσανάκια... Άγριο βλέμμα, το φοβόμουν, έτσι πλαισιωμένο από αχτένιστα μαλλιά, όμοια με φίδια. Μάτια εξόφθαλμα με έκαναν να ζαρώνω στο καβούκι μου και να καμώνομαι αποστασιοποίηση. Αφού ήταν η κόρη της εδώ, τι γύρευε από μένα;
Σκληρά η κόρη επέπληττε τη μάνα, έβγαζε το άχτι της πάνω στην τώρα αποδυναμωμένη  εξουσία των παιδικών της χρόνων, χρεωστούμενα επιστρέφονταν, με τη ψευδαίσθηση δίκαιης υποτίθεται εκδίκησης· τώρα επιτέλους καταλάβαινα γιατί η εκδίκηση εμπεριέχει δίκη.
Η σκληρότητα των λόγων της κόρης μετριαζόταν μόνον όταν περήφανα μιλούσε για τον γιό της, λυράρη περιζήτητο, «το νέο αστέρι» του ντόπιου μουσικού στερεώματος. Λες οι στιλιστικές επιλογές της να προέρχονταν από την επικείμενη καριέρα του αγοριού της σε παλκοσένικα και τάλεντ σόου; Έπρεπε φυσικά να παρευρίσκεται, κατάλληλα ντυμένη.


[8]

«Άντε, αγαπηθείτε τώρα!» αναφωνεί ειρωνικά το φιογκάκι στη μάνα δείχνοντας προς τον νεαρό άνδρα που είχε μόλις εμφανιστεί στην είσοδο του Θ213.
«Ο έρωτας της ζωής της!» λέει απευθυνόμενη σε μένα για τον αδελφό της η φορέας του φιόγκου. Εκείνος πλησιάζει και στέκεται αμήχανα στο κάτω μέρος της κλίνης 2 με την τεράστια μητέρα. Το σώμα γεμίζει το κρεβάτι, η κεφαλή στο βάθος χάνεται πίσω από λόφους στήθους και κοιλιάς.
Συνεσταλμένος τη μισοκοιτάζει, στριφογυρίζει στα χέρια του έναν φραπέ σε πλαστικό κύπελλο, τα παγάκια κροταλίζουν, φαίνεται να τον εκπροσωπούν στην επικοινωνία με τη μάνα του, αφού ο ίδιος δεν βγάζει άχνα, κοιτά απλά τα πόδια της που είναι τυλιγμένα σε επιδέσμους, να μην ανοίγουν οι πληγές, κοιτά και τις ουλές στα γόνατα - από εγχειρίσεις μηνίσκου.
Ούτε κι εκείνη μιλά. Τον κοιτά από την οριζόντια θέση της με βλέμμα βλοσυρό, η όψη της θυμίζει το φρικτό κεφάλι της Μέδουσας. Ο Θησέας ήτανε ή ο Ιάσωνας που την αποκεφάλισε; Δεν ξέρω πια. Μήπως ο Ορέστης για να ξεφύγει από τις Ερινύες που τον καταδίωκαν για τον φόνο της μάνας του, της Κλυταιμνήστρας;
Σε λίγα λεπτά ο γιός αποσύρεται αθόρυβα στο μπαλκόνι, τον εξώστη-αυλή της δικής μου μάνας. Η αδελφή του καταγράφει τα πάντα, μέσα μου αντηχεί ο ανελέητος καγχασμός της για το δυσλειτουργικό οιδιπόδειο.
Το μητρικό βλέμμα τώρα αλλάζει· μήπως δεν ήταν ποτέ βλοσυρό; Έχει παράπονο και τρυφερότητα. Προσπαθώντας να τον ακολουθήσει, έστω και με το βλέμμα στον εξώστη, θέλει να στρίψει τον λαιμό της προς τα εκεί, μα δεν μπορεί, πονάει προφανώς κι έτσι μόνο τα μάτια βγαίνουν περισσότερο απ’ τις κόγχες τους και τον χαϊδεύουν νοερά. Τα βλέπω, κοκκινίζουν, θολώνουν υγρά.


[9]

Αυτό το σώμα, όμοιο με ζυμάρι ψωμιού που έχει φουσκώσει δίχως όρια, κυριαρχεί τα πάντα, εκτείνεται και όπου το δερμάτινο περίβλημα δεν έχει άλλη αντοχή, σκάει, ανοίγει και φαίνεται το εσωτερικό, η σάρκα και το αίμα, όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν ζωή. Όγκοι απροσμέτρητοι, βουνά, φαράγγια, περίβλημα τραχύ, φύση που δεν ρωτά κανέναν!

Δεν ξέρω αν η πύλη άνοιξε κάπου εκεί στα βουρκωμένα μάτια ή κάπου αλλού, πιθανόν στα άκρα ή κάπου στη γεννητική περιοχή. Άνοιξε πάντως κι από μέσα βγήκε πρώτα ο στεναγμός, μετά ακολούθησε γοερά ένας πόνος. Ένας πόνος, μια οδύνη, μια προαιώνια κόπωση απ’ το κουβάλημα, τόσων αιώνων άχθος, τόσου βάρους, τόσης ευθύνης γονιμότητας, χωρίς να έχει καν ερωτηθεί, αν συμφωνούσε να συμβολοποιηθεί.

Βγήκε ποτάμι ο πόνος κι έτρεξε. Έτρεξε, έτρεξε, ώσπου στέρεψε η ροή, το αίμα, στερέψανε τα δάκρυα, γαλήνεψε το πρόσωπο, ημέρωσαν τα φίδια.
Ο φόβος ελευθέρωσε και μένα, την υπεροπτική εστέτ που δήθεν αποστρέφεται υπερβολές. Θέλω ν’ ανοίξω μια αγκαλιά με πούπουλα και να τη βάλω μέσα, αυτή την κείμενη αρχέγονη θεότητα, να σταματήσει να πονά και να βογγά. Δεν έχει θέση εδώ η κουλτουριάρικη επίφαση του ωραίου· η ζωή απαιτεί τη συνέχειά της, άναρχα, άγρια, ό,τι γεννιέται, κάνει τον κύκλο του, πεθαίνει και συνεχίζεται μέσα από άλλους.
Σεμνά ο κύριος Αγριμάκης -με ευλαβή συναίσθηση του μυστηρίου της ζωής- σέβιζε πλήρης δέους. Στην εκφορά του αυτό το δέος περιείχε τόση τρυφερότητα, ώστε ο καταγόμενος εκ του χωρίου Όρος των Αρμένων άνδρας να αποδεικνύεται πιο χειραφετημένος και από τους σόφτι άνδρες της νεότητας, μα και των γηρατειών μου.

Απεναντίας τα παιδιά, εδώ οι κόρες, δεν είχαν βρει τον δρόμο ακόμα. Να θανατώσουν τους γονείς, τη μάνα πιο πολύ, … τώρα και πάντα, να τιμωρήσουν ήθελαν. Πώς να συστήσουν εαυτούς, αν δεν μητροκτονήσουν; Πώς ζει και βασιλεύει εδώ η αρχαία τραγωδία, πώς υπομειδιά ο Φρόυντ σε επιδαύρειο εξώστη, χαιρέκακα χοροπηδούν σε πρωινάδικα πολύχρωμοι στυλίστες καναλιών και γυναικείων περιοδικών.

Μπερδεύτηκαν οι εποχές μες στο μυαλό μου, τα χρόνια, οι τόποι και τα φύλα, εδώ στον Θ213 του γαλαξία ΓΝΡ. Ώρα να αποχωρούμε.

8 Αυγούστου 2016, φίλος καλός σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης τονίζει εμφατικά πως σήμερα γιορτάζεται η Διεθνής Ημέρα Οργασμού.
Δίκιο μου φαίνεται πως έχει, αφού χωρίς το σώμα, τι;

[συνεχίζεται]

Δεν υπάρχουν σχόλια: