του Κώστα Αθανασίου
πηγή: http://www.epohi.gr
Χουάν Μαρσέ
Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα
Μετ.: Μαρία Παλαιολόγου
Πατάκης 2014
Με 48 χρόνια καθυστέρηση εκδίδεται και στην Ελλάδα ένα από τα κλασικά έργα της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας, το Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα, του Χουάν Μαρσέ. Η Τερέζα υπήρξε το βιβλίο που εκτίναξε διεθνώς τη φήμη του πολυβραβευμένου Καταλανού συγγραφέα και, από τότε που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία, το 1966, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς στη λογοτεχνία της χώρας αυτής.
Ο Μαρσέ είναι ο συγγραφέας της Βαρκελώνης. Τα βιβλία του ανατέμνουν την καταλανική κοινωνία από τη μεταπολεμική εποχή μέχρι σήμερα, τις ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που αναπτύσσονται καθώς οικοδομούνται οι παράλληλοι κόσμοι των πλούσιων και των φτωχών στο φρανκικό κράτος, την υποκρισία του μεταφρανκισμού και της «μετάβασης στη δημοκρατία». Στον κόσμο του Μαρσέ, η μνήμη είναι κρίσιμο εργαλείο, οι φαλαγγίτες ξαναγράφουν την ιστορία μόνο και μόνο για να ξεπλύνουν το παρελθόν τους και να ενταχθούν άσπιλοι στο χαρούμενο πανηγύρι της «μετάβασης», της «συμφιλίωσης» και της λήθης. Ο Μαρσέ πλάθει χαρακτήρες που μένουν αξέχαστοι στον αναγνώστη και την αναγνώστρια, χαρακτήρες πολύ συχνά εκτός κανονικότητας, ακόμα και όταν πασχίζουν –μάταια, συνήθως– να διαβούν τα αδιάβατα όρια, όπως ο μόλις αποφυλακισμένος Ζαν στο, αμετάφραστο στα ελληνικά, Κάποια μέρα θα επιστρέψω.
Στην Τερέζα, ο Μαρσέ εισάγει έναν τέτοιο δυνατό χαρακτήρα που μετατράπηκε σε λογοτεχνικό σημείο αναφοράς: τον Πιχοαπάρτε, τον «Ψευτοκυριλέ» Μανόλο. Ο Μανόλο μένει σε μια από τις σκληρές φτωχογειτονιές της Βαρκελώνης και έχει μια εντελώς ιδιοτελή ερωτική σχέση με τη Μαρούχα, υπηρέτρια σε ένα πλουσιόσπιτο. Βγάζει τα προς το ζην κλέβοντας μοτοσικλέτες και κινείται στο ημίφως του υποκόσμου, κάτω από το βλέμμα της σκοτεινής φιγούρας του «Καρδινάλιου». Όσοι από τους κολλητούς της γειτονιάς μπορούν νοικοκυρεύονται, η συμμορία χαλάει, αλλά ο Μανόλο συνεχίζει, ελπίζοντας σε κάτι άλλο, πιο ψηλά.
Ένα ατύχημα της Μαρούχα οδηγεί στη γνωριμία του Μανόλο με την Τερέζα, την κόρη της πλούσιας οικογένειας στην οποία δουλεύει η Μαρούχα. Ανάμεσα στον Μανόλο και την Τερέζα αρχίζει μια δύσκολη σχέση, ανιχνευτική αρχικά, στη συνέχεια παθιασμένη, σχεδόν απελπισμένη, γεμάτη από ένταση αλλά και από ακατανοησία. Η Τερέζα είναι φοιτήτρια και μαζί της ο Μανόλο ανακαλύπτει έναν κόσμο τον οποίο δεν καταλαβαίνει και όπου είναι αδύνατο να εισδύσει, έναν κόσμο που τον απορρίπτει διαρκώς περιφρονητικά: τον κόσμο των αριστερών φοιτητών που μιλούν για την εργατική τάξη αλλά φοβούνται να πάνε στις εργατικές γειτονιές της Βαρκελώνης, που αμφισβητούν τα πάντα οχυρωμένοι στην οικογενειακή και οικονομική ασφάλεια της καταλανικής μπουρζουαζίας, που ζουν σε μια φαντασίωση επανάστασης που καμία σχέση δεν έχει με τους πραγματικούς ανθρώπους.
Η Τερέζα και ο Μανόλο προσπαθούν να σπάσουν τους φραγμούς (τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά), να μπουν ο ένας στον κόσμο του άλλου, αλλά κάθε απόπειρα τους γεμίζει τραύματα. Όνειρο του Μανόλο είναι η κοινωνική άνοδος, εκείνο που πραγματικά θέλει είναι να γίνει αποδεκτός από τον κόσμο που τον αρνείται. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος, αρχικά, που θέλει να γνωρίσει την Τερέζα, πριν αντιληφθεί πως την έχει ερωτευτεί πραγματικά. Επιπλέον, ο Μανόλο δεν είναι βέρος Καταλανός, έρχεται από τον περιθωριοποιημένο νότο, από τη Μούρθια, κάτι που αποτελεί ακόμα έναν φραγμό στη σχέση του με τον κόσμο της Τερέζας. Σε μια συνέντευξή του, το 2005, στην εφημερίδα Ελ Παΐς, ο Χουάν Μαρσέ λέει πως ο Μανόλο «σήμερα θα ήταν ένας μετανάστης από το Μαγκρέμπ… ή από τη Λατινική Αμερική».
Από την άλλη, η Τερέζα ζει μέσα στην εξιδανίκευση και τη φαντασίωση, καθώς επιμένει να βλέπει τον Μανόλο ως πολιτικοποιημένο εργάτη, ή για την ακρίβεια ως πρόσωπο που συμβολίζει τη φιγούρα του πολιτικοποιημένου εργάτη. Η Τερέζα ελκύεται από τον σκοτεινό κόσμο της φτωχογειτονιάς των εργατών και της παραβατικότητας, αλλά στην πρώτη πραγματική επαφή τρομάζει απ’ αυτόν. Ωστόσο, αυτοί οι ασύμβατοι κόσμοι συγκλίνουν σε μια κοινή τροχιά γεμάτη ένταση.
Το τέλος σε μια τέτοια ιστορία δεν μπορεί να είναι καλό
Με χιούμορ και κατεδαφιστική ειρωνεία, ο Μαρσέ καταγράφει όλη αυτή τη δύσκολη σχέση της απόστασης, της ακατανοησίας, της αδύνατης προσέγγισης, με τρυφερότητα αλλά και με μια σκληρή και διεισδυτική κοινωνική ματιά και έναν ρεαλισμό που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα παρακμής και υποκρισίας που κυριαρχούσε την εποχή του φρανκισμού. Στο στόχαστρο του Μαρσέ είναι τόσο η υψηλή αστική τάξη της Βαρκελώνης και η λελογισμένη δημοκρατική της ευαισθησία, στον βαθμό που το επέτρεπαν οι συνθήκες ή το επέβαλλε η μόδα, αλλά και «εκείνος ο ρομαντισμός της Αριστεράς που έβλεπε την αλλαγή να στρίβει τη γωνία [και ο οποίος] δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα».
Στο τέλος του δρόμου, μας λέει ο Μαρσέ στην Τερέζα, βρίσκεται το αδιέξοδο, το μάταιο. Καθώς ο Μανόλο, από τη μια στιγμή στην άλλη, γκρεμίζεται από το όνειρο στην κόλαση της πραγματικότητας, το βιβλίο κλείνει αφήνοντας πίσω του μια αθεράπευτη γεύση μελαγχολίας. Το «όπως και να ’χει περάσαμε καλά» ηχεί σαν τελεσίδικη ετυμηγορία, όχι τόσο για το παρελθόν, όσο για το άδηλο μέλλον.
Ο Χουάν Μαρσέ έχει λάβει πληθώρα βραβείων, μεταξύ των οποίων και το κορυφαίο Βραβείο Θερβάντες, το 2008. Πολλά βιβλία του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, ενώ ο ίδιος έχει γίνει ακόμα και μυθιστορηματικός χαρακτήρας, καθώς εμφανίζεται στους Άγριους ντετέκτιβ, του Ρομπέρτο Μπολάνιο – ένας «όμορφος άντρας, με υπέροχα μάτια, αρχοντικός τύπος, και πόσο συμπαθητικός και πόσο απλός», ο οποίος ανοίγει μόνος του την πόρτα του σπιτιού του όταν χτυπάει το κουδούνι.
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει άλλα δύο βιβλία του Χουάν Μαρσέ:
Η μαγεία της Σαγκάης (μτφ.: Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Σέλας, 1995)
και
Η ουρά της σαύρας (μτφ.: Μελίνα Παναγιωτίδου, εκδ. Bell, 2003).
πηγή: http://www.epohi.gr
Χουάν Μαρσέ
Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα
Μετ.: Μαρία Παλαιολόγου
Πατάκης 2014
Με 48 χρόνια καθυστέρηση εκδίδεται και στην Ελλάδα ένα από τα κλασικά έργα της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας, το Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα, του Χουάν Μαρσέ. Η Τερέζα υπήρξε το βιβλίο που εκτίναξε διεθνώς τη φήμη του πολυβραβευμένου Καταλανού συγγραφέα και, από τότε που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία, το 1966, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς στη λογοτεχνία της χώρας αυτής.
Ο Μαρσέ είναι ο συγγραφέας της Βαρκελώνης. Τα βιβλία του ανατέμνουν την καταλανική κοινωνία από τη μεταπολεμική εποχή μέχρι σήμερα, τις ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που αναπτύσσονται καθώς οικοδομούνται οι παράλληλοι κόσμοι των πλούσιων και των φτωχών στο φρανκικό κράτος, την υποκρισία του μεταφρανκισμού και της «μετάβασης στη δημοκρατία». Στον κόσμο του Μαρσέ, η μνήμη είναι κρίσιμο εργαλείο, οι φαλαγγίτες ξαναγράφουν την ιστορία μόνο και μόνο για να ξεπλύνουν το παρελθόν τους και να ενταχθούν άσπιλοι στο χαρούμενο πανηγύρι της «μετάβασης», της «συμφιλίωσης» και της λήθης. Ο Μαρσέ πλάθει χαρακτήρες που μένουν αξέχαστοι στον αναγνώστη και την αναγνώστρια, χαρακτήρες πολύ συχνά εκτός κανονικότητας, ακόμα και όταν πασχίζουν –μάταια, συνήθως– να διαβούν τα αδιάβατα όρια, όπως ο μόλις αποφυλακισμένος Ζαν στο, αμετάφραστο στα ελληνικά, Κάποια μέρα θα επιστρέψω.
Στην Τερέζα, ο Μαρσέ εισάγει έναν τέτοιο δυνατό χαρακτήρα που μετατράπηκε σε λογοτεχνικό σημείο αναφοράς: τον Πιχοαπάρτε, τον «Ψευτοκυριλέ» Μανόλο. Ο Μανόλο μένει σε μια από τις σκληρές φτωχογειτονιές της Βαρκελώνης και έχει μια εντελώς ιδιοτελή ερωτική σχέση με τη Μαρούχα, υπηρέτρια σε ένα πλουσιόσπιτο. Βγάζει τα προς το ζην κλέβοντας μοτοσικλέτες και κινείται στο ημίφως του υποκόσμου, κάτω από το βλέμμα της σκοτεινής φιγούρας του «Καρδινάλιου». Όσοι από τους κολλητούς της γειτονιάς μπορούν νοικοκυρεύονται, η συμμορία χαλάει, αλλά ο Μανόλο συνεχίζει, ελπίζοντας σε κάτι άλλο, πιο ψηλά.
Ένα ατύχημα της Μαρούχα οδηγεί στη γνωριμία του Μανόλο με την Τερέζα, την κόρη της πλούσιας οικογένειας στην οποία δουλεύει η Μαρούχα. Ανάμεσα στον Μανόλο και την Τερέζα αρχίζει μια δύσκολη σχέση, ανιχνευτική αρχικά, στη συνέχεια παθιασμένη, σχεδόν απελπισμένη, γεμάτη από ένταση αλλά και από ακατανοησία. Η Τερέζα είναι φοιτήτρια και μαζί της ο Μανόλο ανακαλύπτει έναν κόσμο τον οποίο δεν καταλαβαίνει και όπου είναι αδύνατο να εισδύσει, έναν κόσμο που τον απορρίπτει διαρκώς περιφρονητικά: τον κόσμο των αριστερών φοιτητών που μιλούν για την εργατική τάξη αλλά φοβούνται να πάνε στις εργατικές γειτονιές της Βαρκελώνης, που αμφισβητούν τα πάντα οχυρωμένοι στην οικογενειακή και οικονομική ασφάλεια της καταλανικής μπουρζουαζίας, που ζουν σε μια φαντασίωση επανάστασης που καμία σχέση δεν έχει με τους πραγματικούς ανθρώπους.
Η Τερέζα και ο Μανόλο προσπαθούν να σπάσουν τους φραγμούς (τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά), να μπουν ο ένας στον κόσμο του άλλου, αλλά κάθε απόπειρα τους γεμίζει τραύματα. Όνειρο του Μανόλο είναι η κοινωνική άνοδος, εκείνο που πραγματικά θέλει είναι να γίνει αποδεκτός από τον κόσμο που τον αρνείται. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος, αρχικά, που θέλει να γνωρίσει την Τερέζα, πριν αντιληφθεί πως την έχει ερωτευτεί πραγματικά. Επιπλέον, ο Μανόλο δεν είναι βέρος Καταλανός, έρχεται από τον περιθωριοποιημένο νότο, από τη Μούρθια, κάτι που αποτελεί ακόμα έναν φραγμό στη σχέση του με τον κόσμο της Τερέζας. Σε μια συνέντευξή του, το 2005, στην εφημερίδα Ελ Παΐς, ο Χουάν Μαρσέ λέει πως ο Μανόλο «σήμερα θα ήταν ένας μετανάστης από το Μαγκρέμπ… ή από τη Λατινική Αμερική».
Από την άλλη, η Τερέζα ζει μέσα στην εξιδανίκευση και τη φαντασίωση, καθώς επιμένει να βλέπει τον Μανόλο ως πολιτικοποιημένο εργάτη, ή για την ακρίβεια ως πρόσωπο που συμβολίζει τη φιγούρα του πολιτικοποιημένου εργάτη. Η Τερέζα ελκύεται από τον σκοτεινό κόσμο της φτωχογειτονιάς των εργατών και της παραβατικότητας, αλλά στην πρώτη πραγματική επαφή τρομάζει απ’ αυτόν. Ωστόσο, αυτοί οι ασύμβατοι κόσμοι συγκλίνουν σε μια κοινή τροχιά γεμάτη ένταση.
Το τέλος σε μια τέτοια ιστορία δεν μπορεί να είναι καλό
Με χιούμορ και κατεδαφιστική ειρωνεία, ο Μαρσέ καταγράφει όλη αυτή τη δύσκολη σχέση της απόστασης, της ακατανοησίας, της αδύνατης προσέγγισης, με τρυφερότητα αλλά και με μια σκληρή και διεισδυτική κοινωνική ματιά και έναν ρεαλισμό που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα παρακμής και υποκρισίας που κυριαρχούσε την εποχή του φρανκισμού. Στο στόχαστρο του Μαρσέ είναι τόσο η υψηλή αστική τάξη της Βαρκελώνης και η λελογισμένη δημοκρατική της ευαισθησία, στον βαθμό που το επέτρεπαν οι συνθήκες ή το επέβαλλε η μόδα, αλλά και «εκείνος ο ρομαντισμός της Αριστεράς που έβλεπε την αλλαγή να στρίβει τη γωνία [και ο οποίος] δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα».
Στο τέλος του δρόμου, μας λέει ο Μαρσέ στην Τερέζα, βρίσκεται το αδιέξοδο, το μάταιο. Καθώς ο Μανόλο, από τη μια στιγμή στην άλλη, γκρεμίζεται από το όνειρο στην κόλαση της πραγματικότητας, το βιβλίο κλείνει αφήνοντας πίσω του μια αθεράπευτη γεύση μελαγχολίας. Το «όπως και να ’χει περάσαμε καλά» ηχεί σαν τελεσίδικη ετυμηγορία, όχι τόσο για το παρελθόν, όσο για το άδηλο μέλλον.
Ο Χουάν Μαρσέ έχει λάβει πληθώρα βραβείων, μεταξύ των οποίων και το κορυφαίο Βραβείο Θερβάντες, το 2008. Πολλά βιβλία του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, ενώ ο ίδιος έχει γίνει ακόμα και μυθιστορηματικός χαρακτήρας, καθώς εμφανίζεται στους Άγριους ντετέκτιβ, του Ρομπέρτο Μπολάνιο – ένας «όμορφος άντρας, με υπέροχα μάτια, αρχοντικός τύπος, και πόσο συμπαθητικός και πόσο απλός», ο οποίος ανοίγει μόνος του την πόρτα του σπιτιού του όταν χτυπάει το κουδούνι.
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει άλλα δύο βιβλία του Χουάν Μαρσέ:
Η μαγεία της Σαγκάης (μτφ.: Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Σέλας, 1995)
και
Η ουρά της σαύρας (μτφ.: Μελίνα Παναγιωτίδου, εκδ. Bell, 2003).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου