Η Tate Britain οργανώνει έκθεση
του υποτιμημένου Λ. Σ. Λόουρι
πηγή: http://www.efsyn.gr/
Τον σνόμπαραν, τoν κοιτούσαν αφ” υψηλού,
τον θεωρούσαν ντεμοντέ και μελό. Κι αυτός, ο ζωγράφος Λόρενς Στερν
Λόουρι (1887-1976), αρκούνταν στη λατρεία του μεγάλου κοινού και στις
τιμές των έργων του, που στις δημοπρασίες σκαρφάλωναν και σκαρφαλώνουν
στα ύψη. Σε όλη του τη ζωή ζωγράφιζε τοπία και ανθρώπους της βόρειας,
βιομηχανικής Αγγλίας με μια κάπως ναΐφ τεχνοτροπία, που ταίριαζε στην
πίστη του στην εργατική τάξη και στη μεταπολεμική, σοσιαλδημοκρατική
χώρα που τον ανέθρεψε.
Να όμως που η Tate Britain ανέλαβε να
αποκαταστήσει το όνομά του και να πείσει τους εικαστικούς κύκλους
παγκοσμίως για την αξία της τέχνης του: τον Ιούνιο πρόκειται να
παρουσιάσει μια μεγάλη έκθεση με τίτλο «Lowry and the Painting of Modern
Life», στην οποία θα εκτίθενται δεκάδες έργα του (80 από αυτά για πρώτη
φορά). Ουσιαστικά είναι η πρώτη μεγάλη αναδρομική από τον θάνατό του το
1976. Επιμελητής της θα είναι ο κορυφαίος Γάλλος, ειδικός στον
ιμπρεσιονισμό, Τ.Τ.Κλαρκ.
«Όταν είπα στους Λονδρέζους φίλους μου
ότι εδώ κι ενάμιση χρόνο δουλεύω πάνω στον Λόουρι οι αντιδράσεις τους
ήταν πολύ χαρακτηριστικές: στην καλύτερη περίπτωση παρέμεναν
ανέκφραστοι, στη χειρότερη μου εξέφρασαν την απογοήτευσή τους. Aυτό εν
μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι στις μητροπόλεις έχουν μια
άρνηση να δεχτούν πως καλή τέχνη μπορεί να έρθει και από τα βόρεια της
χώρας» λέει ο ίδιος. «Για μένα είναι ένας καταπληκτικός ζωγράφος που
αποδεικνύει πόσο λάθος κάνουν όσοι κοσμοπολίτες θεωρούν ότι δεν πρέπει
να παίρνουμε στα σοβαρά τους ζωγράφους που επιλέγουν θέματα όπως του
Λόουρι».
Ο Λ.Σ. Λόουρι ήταν αυτοδίδακτος. Tα
παιδικά του χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολα καθώς ποτέ δεν κέρδισε την
αγάπη και την εκτίμηση της μητέρας του, η οποία ήθελε να κάνει κορίτσι! Η
τέχνη υπήρξε η διέξοδός του. Το πρωί δούλευε ως εισπράκτορας και το
απόγευμα ψευτομάθαινε σχέδιο. Ζωγράφιζε μετά μανίας πολύβουες σκηνές,
αστικά τοπία, πλήθη σε διάφορες δραστηριότητες (από τη διαδρομή προς τη
δουλειά ως το γήπεδο και τις λαϊκές αγορές).
Συνήθως τον ενέπνεαν τα τοπία του
Σάλφορντ (έζησε εκεί περίπου 40 χρόνια), το βιομηχανικό προάστιο του
Πεντλμπέρι, το Μάντσεστερ. Αγαπούσε τον Μαγκρίτ και τον Λούσιαν Φρόιντ,
παραδεχόταν ότι δεν πολυκαταλαβαίνει τον Φράνσις Μπέικον.
Στην πραγματικότητα όμως είναι ο ζωγράφος
που «μίλησε» πιο ξεκάθαρα από τον καθένα για την ασχήμια, τη
σκληρότητα, τη μελαγχολία της ζωής στη βρετανική επαρχία. Καμινάδες και
φουγάρα, εργοστάσια, μεγάλες πλατείες και γεμάτες αγορές δίνουν σαφή
εικόνα για το πώς έβλεπε τον τόπο του.
Από την άλλη τα χρώματα που επέλεγε
περιορίζονταν σε γήινες αποχρώσεις μεταξύ μπεζ, γκρι, μπορντό και
μαύρου. Ίσως και γι” αυτό η έκθεση έγινε αντικείμενο συζήτησης επί μήνες
στο κορυφαία «κλιμάκια» της Τέιτ.
Μ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου