1.
Μικρό,
κουλτουριάρικο καφέ, στην Οία της Σαντορίνης, «Μελένιο» το όνομά του.
Μπαλκονάκι στο Αιγαίο, λουκουμάδες και αχνιστό καφέ, τσιπουράκι με
τσίρο. Γκαρσόνι πρόσχαρο, νεαρός της εποχής, με μαλλί καρφάκι,
ζελαρισμένο, αγουροξυπνημένος αλλά ξύπνιος, παίρνει παραγγελία από
ζευγάρι Γερμανών τουριστών. Με μισά αγγλικά και παντομίμα προσπαθεί να
συνεννοηθεί μαζί τους.
«Glass? Carafe?»
Δείχνει με το δάχτυλο στο διπλανό τραπέζι. «Ένα; Δύο;» Ξαναδείχνει
πάλι, πρώτα με τον δείκτη και μετά προσθέτοντας το μεσαίο δάχτυλο. «Red? White?» H ματιά τώρα στα ρούχα που φοράνε, από το κόκκινο σορτσάκι της κυρίας στο άσπρο μακό του κυρίου.
Καταφέρνει
να συνεννοηθεί, παίρνει την παραγγελία και περνώντας δίπλα από το
τραπέζι μας λέει: «Εγώ τους καταλαβαίνω από την αρχή, αλλά θέλω να τους
σπάω τα νεύρα!».
2.
Ο
Αλέκος ήταν ο πρώτος που έφυγε από την παρέα. Πέθανε στα εξήντα δύο από
καθολικό καρκίνο, μέσα σε ένα μήνα. Δεν μας άφησε κανένα περιθώριο να το
συνηθίσουμε και να το πάρουμε λίγο λίγο απόφαση· λες και παίρνεται ποτέ
απόφαση ο θάνατος. «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη», συνήθιζε
να λέει ο ίδιος, μόλις μπήκαμε στην τρίτη ηλικία. Και κάθε φορά που
ακουγόταν ανέκδοτο για μεσήλικες ή ηλικιωμένους που έχαναν σιγά σιγά το
ερωτικό τους σφρίγος, «μη γελάτε, μη γελάτε, μαλάκες», επεσήμαινε με το
πονηρό του ύφος.
Δέκα
χρόνια μετά παντρεύτηκε η κόρη του. Στο πρώτο της μωρό, που ήταν αγόρι,
θα έδινε το όνομα του πατέρα της. Η γυναίκα του η Κλαίρη, για να κάνει
την παρουσία του Αλέκου πιο αισθητή, κάλεσε στα βαφτίσια όλους τους
παλιούς συμφοιτητές και φίλους, εβδομήντα φεύγα ο καθένας. Όπως
χαιρετιόμαστε στην εκκλησία και σκορπίζαμε εδώ και εκεί, πολλοί είχαμε
χρόνια να βρεθούμε, γύρισε η Θεοδώρα, αφού ανταπέδωσε από μακριά ένα
πεταχτό φιλί στη Νιόβη, έριξε ένα σαρωτικό βλέμμα στο εκκλησίασμα και
μου είπε απελπισμένα: «Αντιγόνη, δεν το αντέχω τόσο γηρατειό μαζεμένο!
Προτιμώ ο καθένας μόνος του να ονειρεύεται και να μην ακούει το βραχνά του άλλου».
3.
Ξύπναγε
πρωί, αχάραγα όπως συνήθιζε να λέει, άνοιγε χαμηλά το ραδιόφωνο για να
μη μας ενοχλήσει, μόλις να ακούει τον ήχο του, και έπινε ήσυχα τον καφέ
της. Ήταν η πιο γλυκιά και προσωπική στιγμή της μέρας της. Μετά
ταχτοποιούσε στην πιατοθήκη τα πιάτα που είχαν στραγγίσει αποβραδίς. Ο
ήχος τους, το τσίκι τσίκι που έκαναν καθώς χτυπούσαν το ένα στο άλλο
κατά την τοποθέτηση, μου τρύπαγε το μυαλό. Το δωμάτιό μου ήταν δίπλα
στην τραπεζαρία και ένας μόνον τοίχος χώριζε το κρεβάτι μου από το
ντουλάπι με τα πιάτα. Μεγαλώνοντας διαπίστωσα ότι και πολλές φίλες μου
είχαν ζήσει το ίδιο «δράμα». Λέγαμε ότι πρέπει να μην άρεσε καθόλου στις
μανάδες μας που κοιμόμασταν πολύ και ίσως να ζήλευαν κιόλας που ο δικός
τους ύπνος είχε ελαττωθεί.
Τώρα
εκείνη δεν υπάρχει πια, και εγώ, περασμένα εξήντα, ξυπνώ πολύ πρωί και η
πρώτη μου δουλειά, μετά τον καφέ, είναι να βάλω τα πιάτα από το
πλυντήριο στην πιατοθήκη. Η ζωή και συνεχίζεται και επαναλαμβάνεται. Η
κουζίνα μας, κατά μία περίεργη σύμπτωση, γειτνιάζει με την
κρεβατοκάμαρα. Δίπλα κοιμάται ο άνδρας μου. Ευτυχώς που, εδώ και λίγα
χρόνια, δεν ακούει σχεδόν καθόλου!
4.
Πέθανε
πριν από τρεις μήνες η εξαδέλφη μου η Ειρήνη. Δεν ήταν ακριβώς
εξαδέλφη, μάλλον θεία μού έπεφτε, δεύτερη εξαδέλφη της μητέρας μου ήταν,
αλλά επειδή είχαμε μόνον δέκα χρόνια διαφορά και επειδή η Ειρήνη νέαζε
πάντα, δεν μπορούσα να την πω θεία.
Είχε
παντρευτεί δύο φορές· τους ξεπροβόδισε και τους δυο. Τώρα ζούσε μόνη
και άκληρη. Άκληρη, πώς το ξεστομίζω; Τι απαίσια λέξη, την έβρισκα πάντα
σκληρή και άδικη. Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να καταφεύγει
ασυναίσθητα σε λέξεις και συμπεριφορές που άλλοτε μ’ ενοχλούσαν.
Άκληρος, ο ακτήμων, ο χωρίς κλήρο γης αλλά και ο άτεκνος, ο χωρίς
κληρονόμους· ο χαμένος από χέρι και στη μια περίπτωση και στην άλλη. Για
όλους τους χαμένους στενοχωριόμουν, για όλους υπέφερα, ερήμην τους,
ήταν κάτι που κουβάλαγα δεν ξέρω από πότε, δεν ξέρω γιατί, και δεν
μπορούσα να ελέγξω.
Ήμαστε
οι τελευταίοι συγγενείς με τους οποίους είχε σχέση η Ειρήνη· έπρεπε να
ξενοικιάσουμε το σπίτι όπου ζούσε, αφού πριν το αδειάσουμε από τα
καλόγουστα έπιπλα και αντικείμενα με τα οποία το εξόπλιζε μια ολόκληρη
ζωή. Πού να τα πάμε; Στα σπίτια μας δε χώραγαν, σε μια πρώτη εκτίμηση. Ο
παλιατζής που καλέσαμε ζήταγε και από πάνω για να τα πάρει. Να τα
πετάξουμε δε μας πήγαινε. Ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις και παλινωδίες
αποφασίσαμε να τα μοιράζουμε μεταξύ μας και αρχίσαμε να μετακινούμε στα
σπίτια μας τα υπάρχοντα έπιπλα για να χωρέσουν τα νεοαποκτηθέντα.
Συχνά,
όταν κοιτάζω το ωραίο σερβάν και τις εγγλέζικες μασίφ καρέκλες στο
σαλόνι μας, θυμάμαι και την εξαδέλφη Ειρήνη, «Θεός σχωρέσ’ την» (αν και η
γιαγιά προτιμούσε το «Στα άγια η ψυχούλα της», γιατί το «Θεός σχωρέσ’
την» προϋποθέτει αμαρτίες, έλεγε) αλλά και τη φίλη μου την Πέπω με τις
παροιμιώδεις ατάκες της. Κάθε φορά που η Πέπω βλέπει καινουργιοφερμένα
πράγματα στα σπίτια, και κυρίως αν της αρέσουν κιόλας, αντιλαμβάνεται
αμέσως την προέλευσή τους, τα κοιτάζει με θαυμασμό ή με συγκατάβαση και
αποφαίνεται: «Σήμερον εμού, αύριον ετέρου, ουδέποτε του ιδίου».
Η Μαρία Στασινοπούλου είναι φιλόλογος και ασχολείται με τη μελέτη και την κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσφατο βιβλίο της τα αφηγήματα: Κυρία, με θυμάστε;, από τις εκδόσεις «Κίχλη».
Σημείωση: Η εικονογράφηση αποτελεί επιλογή του Εντευκτηρίου. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου