19.10.12

Το τέλος της πολιτικής της «εσωτερικής υποτίμησης»;


του Κωστή Παπαδημητρίου
πηγή: www.capital.gr

Η φετινή ετήσια έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) περιελάμβανε δύο εκπλήξεις εξαιρετικής σημασίας, παραχωμένες ανάμεσα στις λεπτομέρειες της οικονομικής ανάλυσης και των προβλέψεων. Στην πρώτη, ο διεθνής οργανισμός επικαλείται την νεότερη εμπειρική επιστημονική έρευνα για να ισχυριστεί ότι η λιτότητα δεν δουλεύει. Αποτελεί κομβική στροφή στην παραδοσιακή πολιτική του οργανισμού και προκάλεσε δημόσια σύγκρουση μεταξύ της επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βολφγκανγκ Σόιμπλε. Στη δεύτερη παραδέχεται ότι ούτε η «εσωτερική υποτίμηση» δουλεύει. Αυτό έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα καθώς αποτελεί ουσιαστικά παραδοχή ότι η θεραπεία που εφαρμόζεται με στόχο την παραμονή στο ευρώ έχει αποτύχει.

Συγκεκριμένα, στο τρίτο κεφάλαιο του World Economic Outlook, που πραγματεύεται την εμπειρία των τελευταίων 100 ετών στη διαχείριση του δημοσίου χρέους, περιλαμβάνεται ανάλυση για την κατάσταση στην Βρετανία στο Μεσοπόλεμο όταν το 1925 ο Γουίνστον Τσώρτσιλ, που ήταν τότε υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, θέλησε να επαναφέρει την στερλίνα στον Κανόνα του Χρυσού (δηλαδή σταθερή ισοτιμία της στερλίνας με το χρυσό) αλλά με την παλαιά ισοτιμία προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή με μια σημαντική ανατίμηση. Για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των βρετανικών επιχειρήσεων επιχειρήθηκε η γενικευμένη μείωση των τιμών και μισθών, όπως με την «εσωτερική υποτίμηση» επιχειρήθηκε να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο επίπεδο που ήταν πριν την ένταξη στο ευρώ. Ωστόσο τώρα η έκθεση του ΔΝΤ περιγράφει τη κατάσταση που διαμορφώθηκε πριν από 90 χρόνια στη Βρετανία ως αποτυχία γενικά αλλά και ειδικά για τη διαχείριση του χρέους. Το συμπέρασμα συνοψίζεται στην εξής παράγραφο: «Η περίπτωση της Βρετανίας […] προσφέρει ένα μάθημα επιφυλακτικότητας στις χώρες που επιχειρούν εσωτερική υποτίμηση. Ο συνδυασμός αυστηρής νομισματικής και αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής με στόχο τη σημαντική μείωση του επιπέδου των τιμών για την επιστροφή στην προπολεμική ισοτιμία είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Η ανεργία ήταν υψηλή, η ανάπτυξη χαμηλή, και – όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους – αυτό συνέχισε να αυξάνεται. Αν και η μείωση του επιπέδου των τιμών που επιχειρήθηκε στη Βρετανία ήταν μεγαλύτερη από οτιδήποτε πρόκειται να συμβεί ως αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης σήμερα, παρόμοια δυναμική παρουσιάζεται και σήμερα. Η μείωση του επιπέδου των τιμών, σημαντικό συστατικό της εσωτερικής υποτίμησης, έρχεται με μεγάλο κόστος και χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να προσδιοριστεί εάν το κόστος ξεπερνά τα οφέλη στην ανταγωνιστικότητα από την εσωτερική υποτίμηση».

Κατακτημένη γνώση

Βεβαίως, τότε ο μεγάλος οικονομολόγος John Maynard Keynes είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους μιας τέτοιας πολιτικής με το περίφημο άρθρο του The economic consequences of Mr Churchill  (Οι οικονομικές συνέπειες του κ. Τσώρτσιλ) όπου εξήγησε ότι αυτό δεν πρόκειται να λειτουργήσει με τον επιθυμητό τρόπο.  «Ο αντιπληθωρισμός δεν μειώνει τους μισθούς αυτόματα. Τους μειώνει προκαλώντας ανεργία» τόνισε ο μεγάλος οικονομολόγος ενώ σε άλλο σημείο του άρθρου παρατηρούσε ότι «Σε αυτές τις συνθήκες οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων προτείνουν να γεφυρωθεί το κενό με μια μείωση των μισθών ανεξάρτητα από την μείωση του κόστους ζωής – δηλαδή, μειώνοντας το επίπεδο ζωής των ανθρακωρύχων. Ζητείται να κάνουν αυτήν την θυσία ώστε για να επιλυθούν προβλήματα για τα οποία δεν είναι με κανέναν τρόπο υπεύθυνοι και για τα οποία δεν έχουν κανέναν έλεγχο». «Η επιβολή των προσαρμογών με τη χρήση του όπλου του οικονομικού καταναγκασμού εναντίον των ατόμων και εναντίον συγκεκριμένων κλάδων είναι μια πολιτική που η χώρα δεν θα επέτρεπε ποτέ να συμβεί αν αντιλαμβανόταν τι πρόκειται να συμβεί» καταλήγει το άρθρο του Keynes. Πρόκειται για ένα άρθρο υπόδειγμα ρητορικής δεινότητας και επιστημοσύνης αλλά και ένα από τα πιο «φανερά μυστικά» της σύγχρονης συζήτησης: σε ιδιωτικές συζητήσεις για την «εσωτερική υποτίμηση» όλοι οι στοιχειωδώς διαβασμένοι οικονομολόγοι θα αναφερθούν στις «Οικονομικές συνέπειες του κ. Τσώρτσιλ» αλλά κανείς δεν το επικαλείται στη δημόσια συζήτηση. O Τσώρτσιλ έκανε αυτό που νόμιζε και προκάλεσε μεγάλη οικονομική κρίση. Τελικά η Βρετανία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον Κανόνα του Χρυσού για πάντα το 1931. Αργότερα παραδέχτηκε ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη στην καριέρα του. Παραδόξως το ΔΝΤ έπρεπε να περιμένει μέχρι την ετήσια έκθεση του 2012 για να τα ανακαλύψει κάτι που ήταν κατακτημένη γνώση για την οικονομική επιστήμη και την οικονομική ιστορία σχεδόν έναν αιώνα.

Στη συνέχεια θα δούμε πώς φτάσαμε στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στη χώρα μας, γιατί απέτυχε και γιατί εφαρμόστηκε παρόλο που η αποτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη και προβλέψιμη τουλάχιστον για όσους οικονομολόγους και αναλυτές διατηρούσαν τη στοιχειώδη νηφαλιότητα.

Οι οικονομικές συνέπειες του κ. Ολιβιέ Μπλανσάρ

Παρόλο που η οικονομική επιστήμη είχε στη διάθεσή της τα διδάγματα από τη βρετανική εμπειρία αλλά και τη θεωρητική κατανόησή τους, στη σύγχρονη εποχή υπήρξε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος που είχε για τα καλά στο μυαλό του να κάνει ξανά το πείραμα της «εσωτερικής υποτίμησης». Πρόκειται για τον Γάλλο Ολιβιέ Μπλανσάρ, επικεφαλής οικονομολόγο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Κατέχει, δηλαδή, την δεύτερη ή τρίτη σημαντικότερη θέση στην ιεραρχία μαζί με τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή. Όπως διαβεβαιώνουν άνθρωποι που γνωρίζουν καλά και όπως αποδεικνύει η έκθεση του ΔΝΤ, ο κ. Μπλανσάρ είναι ένας άνθρωπος μη δογματικός που μπορεί να αλλάζει γνώμη όταν τα γεγονότα διαψεύδουν τη θεωρία. Ωστόσο, η ζημιά για τη χώρα μας από την εφαρμογή του πειράματος της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι ήδη υπερβολικά μεγάλη. Και η ζημιά δεν είναι μόνο οικονομική αλλά κοινωνική, πολιτική ακόμη και ηθική.

Πριν αναλάβει αυτή τη θέση, όταν ο Μπλανσάρ ήταν καθηγητής στο MIT των ΗΠΑ, δημοσίευσε ένα επιστημονικό άρθρο με αντικείμενο την Πορτογαλία και τον τίτλο Adjustment within the euro. The difficult case of Portugal (Προσαρμογή εντός του ευρώ. Η δύσκολη περίπτωση της Πορτογαλίας), που δημοσιεύτηκε το 2006. Δηλαδή πριν από τη διεθνή κρίση. Στο άρθρο αυτό ο Μπλανσάρ αναζητά τρόπους να λύσει το πορτογαλικό πρόβλημα που είχε ήδη εκδηλωθεί και το οποίο το συμπυκνώνει ως εξής: «Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι αναιμική. Η ανάπτυξη είναι πολύ χαμηλή. Το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι μεγάλο. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι πολύ μεγάλο». Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, η συμμετοχή στο ευρώ κάνει αδύνατη την υποτίμηση. Συνεπώς, λέει το άρθρο, η μια λύση είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, που όμως δεν είναι κάτι που μπορεί να δώσει γρήγορα αποτελέσματα, και η δεύτερη είναι η μείωση των μισθών. Φυσικά αναγνωρίζει ότι υπάρχουν μεγάλα προβλήματα σε μια τέτοια διαδικασία. Αλλά καταλήγει ότι «μια μείωση των ονομαστικών μισθών μπορεί να ακούγεται εξωτική, αλλά στην ουσία της είναι το ίδιο όπως μια επιτυχημένη υποτίμηση». Είναι αξιοσημείωτο ότι στο συγκεκριμένο άρθρο ο Μπλανσάρ δεν χρησιμοποιεί πουθενά την έκφραση «εσωτερική υποτίμηση», ακριβώς επειδή δεν ήταν δόκιμος όρος, δεν περιήλθε σε γενική χρήση παρά λίγο αργότερα. Ωστόσο τις ιδέες του άρθρου του Μπλανσάρ επικαλούνται οι ξένοι και εγχώριοι οπαδοί της «εσωτερικής υποτίμησης», είτε το γνωρίζουν είτε όχι. Ακόμη περισσότερο το πρόβλημα ήταν ότι ο κ. Μπλανσάρ ανέλαβε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ το Σεπτέμβριο του 2008, δηλαδή στην κατάλληλη στιγμή ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει τις ιδέες του. Γύρω του, εκτός αλλά και εντός Ελλάδας, στοιχήθηκαν και πολλοί οικονομολόγοι ή policy makers καλών προθέσεων που έβλεπαν το σχέδιο αυτό ως μια λύση για τη διατήρηση της συνοχής του ευρώ στις δεδομένες πολιτικές συνθήκες και αδιαφόρησαν για την κατακτημένη γνώση που είχαμε στη διάθεσή μας. Παρά τις προειδοποιήσεις από μια σειρά έγκυρων οικονομολόγων κυρίως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (όπως ο Joseph Stiglitz, ο Paul Krugman, ο  Nouriel Roubini, ο James Galbraith, ο Mark Weisbrot κ.α.), οι άνθρωποι αυτοί προέταξαν τους ευσεβείς πόθους τους και εγκατέλειψαν τη λογική και την επιστήμη με αποτέλεσμα να μην βλέπουν ότι η «εσωτερική υποτίμηση» δεν ήταν το εναλλακτικό της κανονικής υποτίμησης αλλά ο ταχύτερος δρόμος για την επιδείνωση της κρίσης και τη δημιουργία συνθηκών εξόδου από το ευρώ.

Κάνοντας οικονομική πολιτική με ευφημισμούς

Η πολιτική για «εσωτερική υποτίμηση» υποτίθεται ότι απαντά στο πρόβλημα της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας που βρίσκεται σε μια νομισματική ένωση και θέλει να παραμείνει σε αυτήν. Αν δεν έχεις δικό σου νόμισμα ώστε να κάνεις υποτίμηση, λένε οι οπαδοί της, η εναλλακτική λύση είναι να μειώσεις το γενικό επίπεδο των τιμών κατά το ίδιο ποσοστό και θα έχεις το ίδιο αποτέλεσμα. Για να το πετύχεις αυτό ξεκινάς από τους μισθούς και στη συνέχεια η μειωμένη ζήτηση μέσα από την ελεύθερη αγορά υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε πτώση και των τιμών καταναλωτού ώστε να αποκατασταθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων σε χαμηλότερες ονομαστικές τιμές. Καθώς γνωρίζουμε ότι η υποτίμηση πάντα βοηθά στην ανταγωνιστικότητα – έστω και με παρενέργειες, έστω και προσωρινά – τότε φαίνεται απολύτως λογικό να προκαλέσεις μια «εσωτερική υποτίμηση» στην Ελλάδα ώστε να έχεις το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Σωστά; Λάθος! Όσο και αν φαίνεται λογική η αλληλουχία, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πρόκειται για ένα πείραμα και μάλιστα εξαιρετικά επικίνδυνο. Ποτέ δεν έχει εφαρμοστεί κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι με επιτυχία και όχι στην κλίμακα μιας χώρας όπως η Ελλάδα, που αν και μικρή, δεν είναι υπερβολικά μικρή. Ορισμένες σκανδιναβικές χώρες φλέρταραν με την ιδέα αυτή στις αρχές του 1990, όταν είχαν βρεθεί σε μια βαθιά ύφεση, αλλά τελικά προχώρησαν σε μεγάλη υποτίμηση των νομισμάτων τους. Μάλιστα φαίνεται ότι εκεί πρωτοχρησιμοποιήθηκε η έκφραση «εσωτερική υποτίμηση» χωρίς ωστόσο να περιέλθει σε ευρεία χρήση. Ουσιαστικά ο όρος δεν υπήρχε στο δημόσιο διάλογο μέχρι πολύ πρόσφατα.

Πρόκειται για έναν ευφημισμό που εφευρέθηκε για να περιγράψει την πολιτική που επιβάλλεται στην Λετονία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία και σταδιακά τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια. Όμως στην οικονομική επιστήμη μια γενικευμένη πτώση του επιπέδου των τιμών δεν ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση», αλλά «αντιπληθωρισμός» (deflation, όρος που συχνά μεταφράζεται και ως αποπληθωρισμός). Και ο αντιπληθωρισμός δεν είναι πολιτική. Είναι μια εξαιρετικά αρνητική και επικίνδυνη κατάσταση της οικονομίας. Είναι αυτό που βίωσαν οι δυτικές χώρες κατά την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, αυτό που οι κοινωνίες μας και ειδικά η οικονομική επιστήμη ορκίστηκαν να μην αφήσουν ποτέ ξανά να συμβεί.

Μια τέτοια κατάσταση αποτελεί τον απόλυτο τρόμο για τους οικονομολόγους σχεδόν κάθε σχολής. Γνωρίζουμε ότι ενέχει τον μεγάλο κίνδυνο, αν όχι βεβαιότητα, να ξεκινήσει μια καθοδική και αυτοτροφοδοτούμενη «αντιπληθωριστική σπείρα». Δηλαδή, μια κατάσταση όπου η προσδοκία πτώσης των τιμών οδηγεί σε αναβολή της κατανάλωσης και των επενδύσεων όπου είναι αυτό δυνατό, δηλαδή σε πτώση της ζήτησης που με τη σειρά της οδηγεί σε νέα πτώση των τιμών, απολύσεις και νέα πτώση της ζήτησης λόγω της αυξημένης ανεργίας και της προσδοκίας πτώσης των τιμών χωρίς τελειωμό. Σε θεωρητικό επίπεδο σε αυτό προστίθεται η «παγίδα ρευστότητας», δηλαδή το φαινόμενο όπου τα επιτόκια θα είναι τόσο χαμηλά ώστε να μην μπορούν να πέσουν ακόμη παρακάτω και τελικά η νομισματική πολιτική να μην μπορεί να τονώσει την οικονομία. Πρακτικά, η Ελλάδα δεν θα φτάσει καν σε αυτό το σημείο γιατί είναι αντιμέτωπη με υψηλότερα από το επιθυμητό επιτόκια λόγω του κινδύνου εξόδου της χώρας από το ευρώ – κάτι που κάνει την κατάσταση ακόμη χειρότερη.

Στα περισσότερα πανεπιστημιακά εγχειρίδια μακροοικονομικής, αναφέρεται ότι ο αντιπληθωρισμός και η παγίδα ρευστότητας είναι καθαρά θεωρητικά φαινόμενα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβούν στην πραγματικότητα. Συνέβησαν μόνο μια φορά, γράφουν, το 1929 λόγω των τραγικών λαθών που έγιναν τότε. Τώρα έχουμε πάρει το μάθημά μας, συνεχίζουν, και δεν πρόκειται να ξανασυμβεί ποτέ γιατί είναι εύκολο να το αποφύγεις. Για αυτό το λόγο λίγοι οικονομολόγοι έκαναν θεωρητική έρευνα γύρω από αυτά τα θέματα τα τελευταία πενήντα χρόνια (σε αυτούς τους λίγους συμπεριλαμβάνεται ο νομπελίστας Paul Krugman που έχει εξηγήσει ότι η ιαπωνική οικονομία έχει βρεθεί πολύ κοντά στην παγίδα ρευστότητας).

Γενικευμένη ανομία

Δυστυχώς ο «αντιπληθωρισμός» βαφτίστηκε «εσωτερική υποτίμηση» και μια βαριά ασθένεια χορηγήθηκε σαν φάρμακο για την Ελλάδα και ορισμένες άλλες χώρες. Το πείραμα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει αλλά οι συνέπειες και όχι μόνο οικονομικές αλλά κοινωνικές και ηθικές θα είναι βαριές για τις χώρες. Οι οικονομικές σχέσεις διέπονται από συμβάσεις-συμβόλαια που είναι δεσμευτικές και σε έναν βαθμό ανελαστικές. Η δημιουργία ενός κλίματος γενικής αναδιαπραγμάτευσης των συμβάσεων (όπως είναι οι μισθοί αλλά και τα μισθωτήρια συμβόλαια ή οι συμβάσεις με τους προμηθευτές) προκαλεί ρήξη της εμπιστοσύνης στις συμβατικές σχέσεις και υποχρεώσεις καταλήγοντας τελικά σε μια γενικευμένη αίσθηση ανομίας που εκδηλώνεται σταδιακά σε κάθε κοινωνική σχέση και όχι μόνο τις εμπορικές. Δημιουργεί ένα δηλητηριώδες περιβάλλον όπου καμία ανειλημμένη υποχρέωση δεν ισχύει. Και όλα αυτά σε μια χώρα που ούτως ή άλλως είχε αυξημένο πρόβλημα ανομίας. 

Μια άλλη πολύ σημαντική παράμετρος που δεν λαμβάνουν υπόψη τους όσοι υποστηρίζουν ότι η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση» είναι στην ουσία το ίδιο με μια κανονική υποτίμηση είναι ότι σε μια κατάσταση πτώσης των τιμών και των μισθών αυξάνεται το πραγματικό χρέος (δηλαδή η αγοραστική δύναμη του χρέους) ιδιωτών και επιχειρήσεων. Σε πρώτη ανάγνωση μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτό ωφελεί τους πιστωτές αλλά αυτό που συμβαίνει είναι ότι το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια άνευ προηγουμένου έξαρση των επισφαλειών, καθώς περίπου το ένα στα πέντε δάνεια βρίσκεται σε καθυστέρηση ή δεν εξυπηρετείται με τάση επιδείνωσης. Πολύ απλά δεν μπορείς να συρρικνώσεις μια οικονομία των 250 δισ. ευρώ στα 150 δισ. ευρώ και να πιστεύεις ότι το χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών μπορεί να συνεχίσει να εξυπηρετείται κανονικά.

Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές;

Στόχος της «εσωτερικής υποτίμησης» υποτίθεται ότι είναι η γενικευμένη μείωση του επιπέδου των τιμών. Δηλαδή, υποτίθεται ότι την πτώση των ονομαστικών μισθών θα ακολουθήσει πτώση των τιμών καταναλωτού ώστε τελικά να αποκατασταθεί η αγοραστική δύναμη των πραγματικών μισθών. Αυτό χρειάζεται σημαντικό βάθος χρόνου για να συμβεί και στο μεσοδιάστημα δημιουργεί χαμένους και κερδισμένους. Αλλά είναι αμφίβολο αν θα συμβεί στην προσδοκώμενη έκταση ακόμη και μετά από αρκετό χρονικό διάστημα. Παρατηρούμε ότι τουλάχιστον στην αρχική φάση η λιανική πώληση προτιμά να διατηρήσει αμετάβλητες τις τιμές (ή ακόμη και να τις αυξήσει οριακά) ώστε να διατηρήσει ή να επεκτείνει τα περιθώρια κέρδους ως αντίδραση στην πτώση των πωλήσεων (σε αντίθεση με αυτό που προβλέπει ότι θα συμβεί η ορθόδοξη οικονομική θεωρία). Στην καλύτερη περίπτωση αντιδρά με προσφορές θέλοντας να στείλει στον καταναλωτή το μήνυμα ότι οποιαδήποτε πτώση των τιμών είναι προσωρινή και όχι μόνιμη. Αυτό επίσης είναι κοινωνικό χαρακτηριστικό: ο πωλητής διατηρεί το δικαίωμά του να αλλάζει κάθε μέρα την τιμή του, δυνατότητα την οποία δεν έχει ο μισθωτός ο οποίος διαπραγματεύεται την δική του τιμή-μισθό μόνο περιστασιακά (και μάλιστα συνήθως με συνθήκες εξαιρετικής ασυμμετρίας ισχύος). Το πείραμα γίνεται μονόπλευρα: ενώ η μείωση των μισθών γίνεται με θεσμικές παρεμβάσεις (όπως η επιχειρούμενη κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα ή ο περιορισμός των επιδομάτων ανεργίας), η μείωση των τιμών επαφίεται αποκλειστικά στην ελεύθερη αγορά χωρίς αντίστοιχες παρεμβάσεις.

Πέρα από αυτά, καθώς η «εσωτερική υποτίμηση» θέλει να απαντήσει στο πρόβλημα ενός ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή στόχος είναι η αύξηση των εξαγωγών μέσω μείωσης του εγχωρίου κόστους αλλά και ο περιορισμός των εισαγωγών μέσω μείωσης της εγχώριας ζήτησης. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα μείωση των τιμών και πώληση των ίδιων ποσοτήτων όπως προηγουμένως αλλά πιθανώς μείωση των πωλούμενων ποσοτήτων με τις ίδιες τιμές. Παρόλο που η περιορισμένη πτώση των τιμών παρουσιάζεται ως μια ανεπιθύμητη έκπληξη, στην πραγματικότητα είναι ένα συστατικό μέρος της πολιτικής που ασκείται. Για ευνόητους λόγους αυτό δεν έχει εξηγηθεί στην κοινή γνώμη που έχει αφεθεί να πιστεύει ότι η πτώση των τιμών θα αποκαταστήσει την απώλεια της αγοραστικής δύναμης που προκάλεσε η πτώση των εισοδημάτων.

Η περίπτωση της Λετονίας

Σχεδόν παράλληλα με την Ελλάδα, η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» άρχισε να εφαρμόζεται από το ΔΝΤ στην Λετονία. Παρόλο που η χώρα είναι εκτός ευρώ, θέλησε να αποφύγει την υποτίμηση και να διατηρήσει την ισοτιμία με το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα αμετάβλητη παρά την κρίση που αντιμετώπισε ως παρενέργεια της κρίσης της Lehman από το Σεπτέμβριο του 2008. Για αυτό άρχισε και εκεί να εφαρμόζεται η «εσωτερική υποτίμηση» που επίσης προκάλεσε εκτίναξη της ανεργίας στο 25% και ύφεση. Σε επόμενη φάση η ανεργία περιορίστηκε στο 15% και υπήρξαν διαλείμματα έστω και αναιμικής ανάκαμψης. Παρόλο που το ΔΝΤ προσπάθησε κατά καιρούς να εμφανίσει την περίπτωση ως επιτυχία, η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων δείχνει ότι η πτώση της ανεργίας οφείλεται στο απλό γεγονός ότι μετανάστευσε το 10% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή πρόκειται για εθνική καταστροφή, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των σύντομων φάσεων της ανάκαμψης οφείλεται στις διακυμάνσεις της ζήτησης στην υπόλοιπη Ευρώπη (όπως έχουν καταδείξει οι Mark Weisbrot - Rebecca Ray και Michael Hudson - Jeffrey Sommers).

Υποτιμήστε το ευρώ

Τι μπορούσε, λοιπόν, να γίνει και δεν έγινε; Το πρόβλημα της απώλειας ανταγωνιστικότητας των περιφερειακών χωρών της ζώνης του ευρώ μπορεί να λυθεί με έναν διαφορετικό τρόπο που καταρχήν ίσως φανεί παράδοξος. Η απάντηση είναι η μείωση της ισοτιμίας του ευρώ. Μια τέτοια κίνηση όχι μόνο θα διόρθωνε τα εμπορικά ελλείμματα των περιφερειακών χωρών (βεβαίως με τίμημα την αύξηση των εισαγόμενων προϊόντων από χώρες εκτός νομισματικής ένωσης) αλλά και θα ξαναέφερνε τη ζώνη του ευρώ σε τροχιά σύγκλισης. Υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση σχετικά με το πώς θα ωφελούσε τις ελληνικές εξαγωγές προς άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ μια υποτίμηση του ευρώ. Η συμβατική σοφία λέει ότι δεν θα υπήρχε κανένα όφελος. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε μια νομισματική ζώνη που είναι κλειστή ως προς τον έξω κόσμο. Στην σημερινή πραγματικότητα, ο Γερμανός τουρίστας δεν συγκρίνει το ελληνικό πακέτο διακοπών με το γερμανικό αλλά με το τουρκικό ή το μπαλινέζικο. Αλλά και ο Δανός καταναλωτής που δεν διαθέτει το ευρώ συγκρίνει το πορτογαλικό ρούχο με το κινέζικο και όχι απαραίτητα με το δανέζικο. Συνεπώς με την υποτίμηση του ευρώ, ή την ανατίμηση των ασιατικών νομισμάτων αν θέλετε, θα δημιουργούνταν οι συνθήκες διόρθωσης του εμπορικού ισοζυγίου της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Αυτό ακριβώς συνέβη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, όταν η υποχώρηση των ευρωπαϊκών νομισμάτων προκάλεσε μια τόσο ταχεία σύγκλιση ώστε το ευρώ να ξεκινήσει το 1999 με έντεκα συν μια χώρες ενώ μόλις τρία χρόνια νωρίτερα η συζήτηση περιοριζόταν σε πέντε ή έξι χώρες.

Μια τέτοια λύση έχουν υποστηρίξει διστακτικά αρθρογράφοι όπως ο Wolfgang Muenchau των Financial Times ή οικονομολόγοι όπως ο Nouriel Roubini και ευθέως οι Ricardo J. Caballero (καθηγητής οικονομικών στο ΜΙΤ) και ο Francesco Giavazzi (καθηγητής στο Bocconi University και επισκέπτης καθηγητής στο MIT) με άρθρο τους στους Financial Times. Στην Ελλάδα οι ηγεσίες μας δεν μπαίνουν σε αυτήν την συζήτηση γιατί έχουν συνηθίσει την οπτική γωνία της μικρής χώρας – για αυτές κάθε κριτική στο ισχυρό ευρώ, ισοδυναμεί με κριτική στην ίδια την ένταξη και τη συμμετοχή στο ευρώ. Αλλά το ευρώ είναι ένα εξαιρετικό οικονομικό και πολιτικό σχέδιο της Ευρώπης, που κινδυνεύει να εκτροχιαστεί από τη λανθασμένη πολιτική της υπερβολικά ενισχυμένης ισοτιμίας των τελευταίων δέκα ετών και τις λανθασμένες θεραπείες για την αντιμετώπιση των συνεπειών της. Η αναθεώρηση των απόψεων του ΔΝΤ, και του κ. Μπλανσάρ προσωπικά, έρχεται αρκετά καθυστερημένα για τη χώρα μας έχοντας κάνει ήδη βαθιά ζημιά και είναι αμφίβολο αν θα οδηγήσει έγκαιρα σε αντιστροφή της πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Δυστυχώς το πνευματικό και πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη, και ιδίως στη Γερμανία, είναι τέτοιο που δεν φαίνεται να επιτρέπει λύση μέσω έγκαιρης διόρθωσης της ισοτιμίας και το τελικό ρίσκο παραμένει ακόμη η ίδια η συνοχή της ζώνης του ευρώ.

*Ο Κωστής Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος – οικονομικός αναλυτής

Δεν υπάρχουν σχόλια: