16.10.12

Μο Γιαν: Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2012


του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

πηγή: http://bookstand.gr





Κάθε βραβείο αποτελεί μιαν επικίνδυνη άσκηση ισορροπίας, πόσο μάλλον ένα βραβείο παγκοσμίου βεληνεκούς όπως είναι τα βραβεία Νομπέλ για τη λογοτεχνία. Γι’ αυτό οφείλουμε πλέον, μετά από τόσες δεκαετίες, να θεωρούμε δεδομένη την πολιτική τους διάσταση και ούτε να τα απαξιώνουμε, όπως συνηθίζουμε κάθε χρόνο επειδή δεν βραβεύτηκε ο συγγραφέας που ο καθένας από εμάς γνωρίζει και προτιμάει, ούτε να υπερεκτιμούμε τη σημασία που έχουν για την αξία ενός δημιουργού. Έτσι, η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε πριν από δώδεκα χρόνια τον Κινέζο (αλλά πολιτογραφημένο Γάλλο) συγγραφέα Γκάο Ζίνγιαν, επιδιώκοντας, όπως αποδείχθηκε, όχι τόσο να τιμήσει έναν σημαντικό συγγραφέα, γιατί ο Γκάο Ζίνγιαν δεν είναι πραγματικά μεγάλος, αλλά περισσότερο να κάνει ένα άνοιγμα προς την Κίνα – σε μια εποχή μάλιστα που και η ίδια η Κίνα επιχειρούσε το δικό της προσεκτικό άνοιγμα προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Η φετινή επιλογή της Ακαδημίας θεωρήθηκε από την πρώτη στιγμή μια απόφαση με παρόμοια κίνητρα. Δεν είναι όμως τέτοια. Ακριβέστερα, δεν είναι μόνο τέτοια. Γιατί ο Μο Γιαν είναι ένας μεγάλος και πρωτότυπος συγγραφέας που μοιάζει να ικανοποιεί, συγχρόνως, και το κριτήριο της αναμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας και τις επιδιώξεις και επιθυμίες τόσο της δυτικής όσο και της κινεζικής πλευράς για αμοιβαία προσέγγιση. Πόσο μάλλον που το έργο του και η ζωή του δεν τον εντάσσουν ξεκάθαρα ούτε στους υποστηρικτές της κινεζικής κυβέρνησης ούτε στους αντιφρονούντες. Με τα μυθιστορήματά του, ο Μο Γιαν έχει ασκήσει οξύτατη κριτική στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας του και έχει υποστεί διώξεις γι’ αυτόν  τον λόγο, αλλά από την άλλη ποτέ δεν την εγκατέλειψε, παρόλο που, όπως κάθε αντικαθεστωτικός συγγραφέας στην Κίνα, έχει δεχθεί συχνά διευκολύνσεις για να το κάνει. Μα ο Μο Γιαν είναι πολύ βαθιά ζυμωμένος με το χώμα και τους ανθρώπους του τόπου του, για να τον εγκαταλείψει.

Γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1955 στο Γκαόμι, στη βορειοανατολική Κίνα, και μεγάλωσε σε μια εκτεταμένη οικογένεια που περιλάμβανε δεκατέσσερα μέλη, γονείς, παιδιά, παππούδες, θείους και ξαδέρφια. Στον παππού του οφείλει ο Μο Γιαν τη βαθιά γνώση της προφορικής, ανεπίσημης ιστορίας του τόπου του και των θρύλων και δοξασιών που τόσο συχνά εμφανίζονται στα μυθιστορήματά του. Η συμμετοχή του στην έκδοση μιας «ενοχλητικής» σχολικής εφημερίδας είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από το σχολείο στην ηλικία των δώδεκα ετών και να δουλέψει στο εξής στα χωράφια· παρόλη την εξάντληση και τη διαρκή πείνα (διαρκώς παρούσες στα μυθιστορήματά του) δεν έπαψε ωστόσο να μελετάει, τις νύχτες πια από τα βιβλία του μεγαλύτερου αδελφού του. Το 1976 κατατάχτηκε εθελοντικά στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, μια και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από τη βαριά χειρωνακτική εργασία και να εξασφαλίσει κάποιον χρόνο για μελέτη και συγγραφή.

Το πρώτο του διήγημα, με τον τίτλο «Ακατάπαυστη βροχή μιαν ανοιξιάτικη νύχτα», δημοσιεύτηκε το 1981. Πολλά ακόμη ακολούθησαν ώς το 1987, οπότε κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα «Οι κόκκινοι αγροί», με το οποίο καθιερώθηκε αμέσως ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της μεταμαοϊκής Κίνας. «Οι μπαλάντες του σκόρδου» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη), που εκδόθηκαν το 1987, του δημιούργησαν προβλήματα με τη λογοκρισία, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από τον στρατό. Δεν σταμάτησε όμως ποτέ να γράφει. Το πραγματικό του όνομα είναι Γκουάν Μογιέ. Μο Γιαν σημαίνει «μη μιλάς», μια προτροπή που ποτέ δεν την ακολούθησε. Άλλα έργα του: «Η ζωή και ο θάνατος με φθείρουν», «Μεγάλα στήθη και φαρδιές περιφέρειες», «Η δημοκρατία του κρασιού».

Κύριο χαρακτηριστικό του έργου του Μο Γιαν είναι ο τρόπος που συνδυάζει στοιχεία που μοιάζουν ασύνδετα μεταξύ τους: τον σκληρό ρεαλισμό με μιαν ιδιότυπη νοσταλγία για όσα αφηγείται· την πολιτική κριτική για τα ιστορικά σφάλματα της Κίνας με τον τραχύ ερωτισμό· τη σάτιρα με τη φαντασία. Μια σκηνή έντονης βίας (εκατοντάδες τέτοιες σε όλα τα βιβλία του) ακολουθείται από μια ονειρική περιγραφή της φύσης ή από την αφήγηση μιας μαγικής συνάντησης πεθαμένων με ζωντανούς. Μια απαισιόδοξη ματιά στην παρελθόν και το παρόν της Δημοκρατίας της Κίνας μετριάζεται από έναν προαιώνιο τοπικό θρύλο που καθησυχάζει τον αναγνώστη με τη διάρκειά του. Τον συγκρίνουν με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και με τον Ουίλιαμ Φώκνερ. Ο ίδιος ομολογεί τη συγγένεια που αισθάνεται και με τους δύο αυτούς συγγραφείς, αλλά η στέρεη σύνδεσή του με την κινεζική επαρχία και τους ανθρώπους της, η βαθιά πολιτική ματιά του και η μοναδική φαντασία του δημιουργούν ένα ξεχωριστό και πρωτότυπο μείγμα και τον αναδεικνύουν σε παγκόσμιο συγγραφέα που αξίζει να διαβαστεί.



ΣΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟ ΓΙΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΖΑΝΓΚ ΓΙΜΟΥ


του Γιάννη Γκροσδάνη

πηγή: http://bookstand.gr




Αν υπάρχει ένα βιβλίο που ξεχωρίζει στην βιβλιογραφία του Νομπελίστα – πλέον – Κινέζου συγγραφέα Μο Γιάν αυτό σίγουρα είναι οι «Κόκκινοι αγροί». Το 1987 ο Ζανγκ Γιμού αποφάσισε να μεταφέρει το εν λόγω βιβλίο στον κινηματογράφο. Η αφήγηση της ταινίας μάς μεταφέρει στην κινέζικη επαρχία της δεκαετίας του ’30, πιο συγκεκριμένα την εποχή του Β΄ σινοϊαπωνικού πολέμου, την αιματηρότερη σύγκρουση που συνέβη στην Άπω Ανατολή κατά τον 20ο αιώνα και μια από τις επιμέρους πτυχές – όπως εξελίχθηκε – του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Μια νεαρή γυναίκα (πρόκειται για τη γιαγιά του αφηγητή) αναγκάζεται από τους συγγενείς της να παντρευτεί έναν ευκατάστατο ηλικιωμένο γαιοκτήμονα, που πάσχει από λέπρα. Τελικά, η γυναίκα χηρεύει και ερωτεύεται έναν συνομήλικό της άντρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα για την ίδια, αφού κληρονομεί τον άντρα της και καλείται να διαχειριστεί μια μεγάλη έκταση με αμπέλια αλλά και μια επιχείρηση παραγωγής κρασιού.

Αυτό το μοτίβο της καταπίεσης των γυναικών στη φεουδαρχική Κίνα των αρχών του 20ου αιώνα απασχόλησε τον Γιμού πολύ έντονα σε άλλες δύο ταινίες του, που ακολούθησαν: το Ζου Ντου - Σιωπηλοί εραστές (1990) και Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια (1991). Αν αυτές οι δύο ταινίες απογείωσαν την κινηματογραφική καριέρα του Γιμού στα ύψη, καθιερώνοντας τον ως έναν σπουδαίο σκηνοθέτη παγκόσμιας κλάσης, Οι κόκκινοι αγροί υπήρξαν το διαβατήριο και η αφετηρία αυτής της σπουδαίας διαδρομής. Και οι τρείς ταινίες άλλωστε αποτελούν ένα τρίπτυχο με κοινή θεματολογία αλλά και κοινή αισθητική γραμμή. Η ταινία αποτέλεσε επίσης το ντεμπούτο της πρωταγωνίστριας της Γκονγκ Λι, η οποία έκτοτε απογειώθηκε ως η πλέον δημοφιλής και αναγνωρίσιμη σταρ του κινέζικου κινηματογράφου.

Έχοντας ήδη μια σπουδαία εμπειρία ως κινηματογραφιστής σε ταινίες άλλων συναδέλφων του, η φωτογραφία αποτέλεσε προτεραιότητα για τον Γιμού. Τα κάδρα της ταινίας, όπως συμβαίνει συνολικά και στο υπόλοιπο κινηματογραφικό έργο που ακολούθησε, αποτελούν μια εικαστική ποιητική πανδαισία χωρίς να αγνοούν τον ρεαλισμό της καθημερινότητας στην κινέζικη επαρχία αλλά και των συνεπειών του πολέμου. Η κινηματογραφική μεταφορά θα γίνει χάρη στις υπέροχες εικόνες του φωτογράφου Γκου Γκανγκβέι αλλά και τη μουσική του Κινέζου συνθέτη Ζάο Τζιπίνγκ (σταθερός συνεργάτης στα πρώτα βήματα του Γιμού). Οι κόκκινοι αγροί έχουν αισθητικά κάτι από την αύρα του παλιού κινηματογράφου. Άλλωστε η τεχνοτροπία του σινεμασκόπ και του τεχνικολόρ θεωρούνταν από τον αμερικάνικο κινηματογράφο, που αναζητούσε τεχνολογικά πιο οικονομικές και πιο μοντέρνες λύσεις, ως ξεπερασμένη. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία είναι πλημμυρισμένη από χρώματα και εικόνες που μαγεύουν τον θεατή.

Για τον Γιμού (όπως και για τον Γιαν) η ταινία είναι ένας ύμνος σε αυτούς τους ανθρώπους της κινέζικης επαρχίας και στον τρόπο που αντιστάθηκαν την περίοδο του πολέμου. Είναι ακόμα μια ειλικρινής αναπαράσταση της καθημερινότητας τους. Η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας χτίζει τον ρυθμό και τη μυθολογική ατμόσφαιρα μιας κινηματογραφικής ιεροτελεστίας που εισάγει τον θεατή στη θεματολογία που θα απασχολήσει τον σκηνοθέτη αφηγηματικά, σε μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας και του πάθους.


Για τον Μο Γιάν, Οι κόκκινοι αγροί υπήρξαν μια μεταφορά σε μια περιοχή με έντονα προσωπικά βιώματα. Η μνήμη αποτελεί κυρίαρχο συστατικό για τον συγγραφέα, στοιχείο που ακολουθήθηκε σχεδόν ευλαβικά και από τον σκηνοθέτη Ζανγκ Γιμού. Το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα στον λυρισμό των περιγραφών αλλά και στον ρεαλισμό αυτής της καθημερινότητας, επιλογή που του στοίχισε προβλήματα με τη λογοκρισία. Με μια πρώτη ματιά πάντως, η ιστορία δείχνει ελαφρώς αφελής, ηθικοδιδακτική και μελοδραματική. Κι όμως σε αυτόν τον  μελοδραματισμό κρύβεται σεναριακά και η μαγεία των Κόκκινων αγρών. Είναι ένα στοιχείο, που όπως επισημαίνει ένας από τους πλέον έγκυρους μελετητές και κριτικούς του αμερικάνικου κινηματογράφου, ο Ρότζερ Εμπέρτ «ο αμερικάνικος κινηματογράφος έχει ξεχάσει πλέον να χρησιμοποιεί για να δημιουργεί αυτή τη μαγική συγκίνηση

Αν ο Γιαν είχε προβλήματα με τη λογοκρισία, αντιθέτως ο Γιμού κατάφερε να ξεπεράσει τα προβλήματα αυτά με τη διεθνή επιτυχία της ταινίας, η οποία κορυφώθηκε με τη βράβευσή της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1998 με τη Χρυσή Άρκτο. Η ταινία είχε εξαιρετική διεθνή διαδρομή στην εποχή της συμμετέχοντας σε αρκετά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ (Μόντρεάλ, Βρυξέλες, Σίδνεϋ, Χονγκ Κονγκ, Αβάνα κ.α.). Η πετυχημένη πορεία των Κόκκινων αγρών σηματοδότησε τη δημιουργική πορεία της Πέμπτης Γενιάς (ή Πέμπτου Κύματος) του κινέζικου κινηματογράφου, μιας γενιάς περισσότερο κοσμοπολίτικης και αρκετά εξωστρεφούς και δημιουργικής σε σύγκριση με το παρελθόν. Με αυτή τη διάκριση και την πορεία που ακολούθησε, ο Γιμού θεωρήθηκε ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπός της στο εξωτερικό. 

Οι δύο άντρες ξανασυναντήθηκαν το 2000 καλλιτεχνικά χάρη σε μια νέα διασκευή που αποφάσισε να κάνει o Γιμού πάνω σε μια μικρή νουβέλα του Γιάν. Πρόκειται για τις Ευτυχισμένες μέρες, μια γλυκόπικρη ιστορία ενός ηλικιωμένου άντρα που μετά από μια σειρά παρεξηγήσεων και απρόσμενων καταστάσεων αποφασίζει να αγοράσει ένα εγκαταλειμμένο αστικό λεωφορείο και να το μετατρέψει σε ξενώνα ημιδιαμονής για τα παράνομα ζευγαράκια της περιοχής. Ο ξενώνας έχει την ονομασία «Happy Times». Η ταινία προβλήθηκε αρχικά στους κινέζικους κινηματογράφους και έκανε την πανευρωπαϊκή πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 2002.




Δεν υπάρχουν σχόλια: