30.12.14

Ελένη Ευθυμίου: Α-ΚΡ-Α


φωτογραφία: Αντριάνα Ευθυμίου


Η μέρα της παράστασης ορίστηκε για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Χρόνια τώρα, όλοι επέμεναν και υποστήριζαν με κάθε τρόπο πως έπρεπε να δώσει αυτή την παράσταση. Όποιος τη γνώριζε, μετά από λίγο της ανακοίνωνε το ίδιο πράγμα: πρέπει να δώσετε αυτή την παράσταση. Οπωσδήποτε. Ήταν θέμα τελεολογίας πια.

Δεν το πίστευε ωστόσο στ’ αλήθεια.Όχι, το πίστευε.

Η ημερομηνία είχε οριστεί. Στο μεταίχμιο. Δεν μπορούσε να μπει η νέα χρονιά και να μην έχει δώσει ακόμα αυτή την παράσταση. Στο παρελθόν είχαν δοθεί ανεπίσημες παραστάσεις, εκ του προχείρου. Έπρεπε όμως να δει το θέμα πιο ζεστά. Με τον δέοντα επαγγελματισμό. Άλλωστε, όλοι περίμεναν. Τους το όφειλε.

Την παραμονή ήταν όλα έτοιμα. Δεν υπήρξαν τεχνικές δυσκολίες. Αφού ο σκοπός της ήταν αυτή η παράσταση. Όλοι της το έλεγαν.

Έμαθε τα λόγια. Τα ήξερε βέβαια από παλιά. Αλλά τώρα τα φρεσκάρισε, τους έδωσε μια πιο μοντέρνα υφή και απόχρωση. Τα κοστούμια της επιβεβαίωναν το πόσο όμορφη δείχνει και πόσο της πάει το σανίδι.

Πήγε από νωρίς στο θέατρο τη μέρα της παράστασης. Έπρεπε να είναι παρούσα.
Βγήκε. Να τους τα πει. Αυτό την παρακαλούσαν τόσα χρόνια. Το είχαν ανάγκη όσο κι η ίδια.

Από κάτω ήταν δύο άντρες. Ο ένας ήταν αναποφάσιστος αν θα μείνει να δει το θέαμα ή αν θα φύγει. Ήξερε πως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο πια. Να έμενε; Και να το έβλεπε; Δεν ήταν βέβαιος αν. Ήταν ανήσυχος. Πήγαινε μέχρι την πόρτα. Έπιανε το χερούλι. Το άνοιγε σιγά σιγά όπως ορίζουν οι κανόνες του θεάτρου. Να μην ενοχλήσει, να μην αποσπάσει την προσοχή της.

(Ακράνοιγε.)
Πήρε τη θέση της.

Ο άλλος ήταν ένας γοητευτικός άντρας που είχε γνωρίσει την προηγούμενη μέρα. Της το είχε πει κι αυτός. Πρέπει να δώσεις αυτή την παράσταση. Το οφείλεις. Σε θέλω.

Τον είδε. Τον ήθελε κι αυτή.

Μπήκε η μουσική.

Ήταν η τελευταία ευκαιρία του να ανοίξει την πόρτα και να φύγει.

Έκανε μια τελευταία νευρική βόλτα στον δεξή (όπως έβλεπε αυτή την πλατεία) διάδρομο.
Η μουσική σταμάτησε.
Τα φώτα άναψαν.
Η πόρτα άνοιξε κι αυτός έφυγε.

Έμεινε. Ο γόης.
Μπορούσε να τον διακρίνει στο ημίφως καθώς έλεγε τα πρώτα της λόγια.
Δεν είχε ανοιχτά και τα δύο του μάτια. Μόνο το ένα. Το μισό. Είχε μόνο μισό μάτι. Δεν το είχε προσέξει τις προάλλες που τον γνώρισε. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ να κοιτάει τα δύο μεγάλα του μάτια.

(Ακροκοιμόταν.)
Καμιά συγκίνηση δεν μπορούσε να του προκαλέσει. Ήξεραν και οι δύο ότι αυτός έπρεπε να δίνει αυτή την παράσταση τώρα. Ήταν πλασμένος γι’ αυτό. Όλοι του το έλεγαν.

Βγήκε από την πόρτα της πυρασφάλειας πίσω στα καμαρίνια.
Ήταν μέρα.
Ήταν καλοκαίρι και είχε πολλή ζέστη.
Δεν ήταν κανείς στους δρόμους.
Μάλλον κάπου κάτι γιόρταζαν.
Από κάπου ακούστηκαν χειροκροτήματα.

(Ακροάζεται σιωπηλή.)
Κάποιος στο νότιο άκρο της πόλης έκανε κρότο.
Στην κίνηση να σμίξει τα χέρια να χειροκροτήσει κοίταξε τ´ ακρόνυχα.[1]
Ηταν γριά.
(Ακρογελά.)





[1] «το πέλμα, τα νύχια των χεριών και το κεφάλι, οι τρεις αυτές ακρότητες πολεμούν αλύπητα την ιδέα της φύσεως» (Ζαχαρίας Παπαντωνίου).



ΕΛΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ   
Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1981. 
Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. 
και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές 
στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. 
Ζει στη Λευκωσία.

[προσωπική προσθήκη: η Ε.Ε. είναι κόρη του σπουδαίου ηθοποιού του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, 
καλού ποιητή και αγαπημένου φίλου Κυριάκου Ευθυμίου ― Γιώργος Κορδομενίδης]


[Το κείμενο αυτό γράφτηκε ειδικά για το παρόν blog. Η Ε.Ε. δημοσιεύει λογοτεχνία για πρώτη φορά.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: