πηγή: http://www.lifo.gr
από την Αργυρώ Μποζώνη και τη Ματούλα Κουστένη
φωτογραφίες: Στάθης Μαμαλάκης
"Δεν θέλω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Δεν θέλω χαιρετούρες, δεν θέλω συγχαρητήρια. Δεν τα πιστεύω. Και δεν με ενδιαφέρουν. Θέλω λίγους. Από την άλλη, δεν προτιμώ τη μοναξιά. Παρέα θέλω."
Γεννήθηκα στην Πάτρα. Ο πατέρας μου ήταν καπνοβιομήχανος. Είχε στρέμματα καπνού και ένα εργοστάσιο. Η μεγαλύτερη αδερφή μου πέρασε την Κατοχή χωρίς να της λείψει τίποτα. Το ίδιο κι εγώ. Δεν καταλάβαμε στερήσεις γιατί έρχονταν οι Ιταλοί, παίρνανε τσιγάρα και μας έδιναν διάφορα. Έχω ακόμα ένα ακορντεόν. Δηλαδή ό,τι έχουμε, από τα τσιγάρα προέρχεται. Όμως, στην πορεία ο πατέρας μου τα έχασε όλα. Η μαμά μου τρελάθηκε. Ήθελε έναν άλλο άντρα κι ενώ με τον πατέρα μου συμφώνησε σε διαζύγιο, οι Πατρινοί πέσαν να τη φάνε, για να μη γίνει σκάνδαλο. Τελικά ήρθαμε στην Αθήνα όταν ήμουν 9 ετών. Μέναμε σε ένα νεοκλασικό στα Άνω Πατήσια. Στην οδό Πόρου. Η αλήθεια είναι ότι ήρθαμε στην πρωτεύουσα για να απελευθερωθούν οι γονείς μας και να καταφέρουν να χωρίσουν. Με τον πατέρα μου έκτοτε κρατήσαμε ελάχιστες σχέσεις.
Προέρχομαι κατ' ουσίαν από δύο πλούσια σόγια. Απλώς εγώ δεν έχω λεφτά. Ο αδερφός της μαμάς μου είχε την εταιρεία Bic. Με ενοχλούσε πάντα το ότι μας ζούσε ο αδερφός της, παρόλο που ήταν ένας πολύ γλυκός τύπος. Ένιωθα τη βοήθειά του και τη γενναιοδωρία του ως προσωπική μου ήττα.
Το σχολείο που τελείωσα ήταν το 8ο των Πατησίων. Μεικτό και από τα μεγαλύτερα σχολεία της Αθήνας. Αλλά είχε και άχρηστους καθηγητές. Πήγαινα για χημικός και τελείωσα το πρακτικό. Τότε στα πρακτικά ρίχνανε όλους τους άχρηστους φιλόλογους. Τελικά, βρέθηκα στη Νομική γιατί η φιλόλογός μου, διαβάζοντας τις εκθέσεις μου, μου είπε «Λαϊνά, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Φύγε. Δεν είσαι για πρακτικό».
Οι πιο φωτισμένοι δάσκαλοί μου ήταν μαθηματικοί και φυσικοί. Τα πιο λαμπρά παραδείγματα αργότερα στη Νομική ήταν ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο Πεσμαζόγλου, ο Ζολώτας, που μας δίδασκε πολιτική οικονομία κι όταν έμπαινε στην αίθουσα έτριζαν τα παπούτσια του. Αριστοκράτης, πολύ στυλάτος. Αυτοί ήταν τα αστέρια. Επίσης, θυμάμαι ότι στον Μαγκάκη κατέφθανε ακροατήριο και από άλλες σχολές. Συνωστιζόμασταν στους διαδρόμους. Εξαιρετικής ευγλωττίας, γνώσης, ευγένειας άνθρωπος. Χαιρόσουν να τον ακούς. Όταν τελείωσα, σκέφτηκα να γίνω δικηγόρος, αλλά το απέρριψα διότι δεν μπορούσα να ντύνομαι όπως έπρεπε. Δεν άντεχα το κοστουμάκι. Πήγα μια φορά στο δικαστήριο και τα παράτησα. Με το τακουνάκι και το ταγέρ δεν μπορούσα. Είπα «φεύγω».
Αυτό που με ενδιέφερε μικρή περισσότερο από καθετί ήταν το διάβασμα. Έχω ψάξει μέχρι και σκουπιδοτενεκέ για να βρω κάτι να διαβάσω. Η μητέρα μου έφτανε στα όρια της απελπισίας. Πήγαινε στα βιβλιοπωλεία και δανειζόταν βιβλία για μια δραχμή, γιατί δεν μπορούσε να τα αγοράσει. Μου τα έφερνε και μέχρι το απόγευμα τα είχα τελειώσει. Μη φανταστείτε, στο σπίτι μας δεν διάβαζε κανείς. Στο πατρικό μου δεν είχαμε καν βιβλιοθήκη. Έχω διαβάσει Ντοστογιέφσκι στα 16 μου, ας πούμε. Όλον. Τόσο, που τώρα θέλω να τον ξαναδιαβάσω, αλλά δεν μπορώ. Τον Τσβάιχ όλο. Πήγαινα στα σπίτια των άλλων, άνοιγα τις βιβλιοθήκες κι έπαιρνα βιβλία.
Στα 17 έγραψα το πρώτο ποίημα. Ήθελα να εκφράσω την ερωτική απογοήτευση που πέρασα. Του 'δωσα και κατάλαβε. Εγώ πίστευα πως αυτό το πρώτο μου βιβλίο ήταν μια κουταμάρα, αλλά με έκπληξη διαπίστωσα πως κάποιοι με ενθάρρυναν. Έτσι είπα «θα γίνω ποιήτρια». Ένας από εκείνους ήταν ο Σαχτούρης. Με φώναξε στη Φωκίωνος Νέγρη και ήπιαμε καφέ. Μου είπε: «Κυρία Λαϊνά, βλέπω εδώ κάποια πράγματα. Τα πράγματα δεν τα γράφουμε όταν μας πονάνε, τα γράφουμε όταν δεν μας πονάνε πολύ, αλλά μας πονάνε ακόμα». Εγώ τότε ήμουν μειράκιο, αλλά τα λόγια του τα τήρησα όσο μπόρεσα.
Πριν πάρω το Κρατικό Βραβείο, ο Σαχτούρης μου έστειλε μια καρτούλα. Μου έλεγε ότι τα ποιήματα που είχα στη συγκεκριμένη συλλογή ήταν από τα ωραιότερα που είχε διαβάσει στη ζωή του. Κάθισα εδώ κι έκλαψα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου το βραβείο. Ακόμα συγκινούμαι όταν το θυμάμαι. Πήγαινα και τον έβλεπα – περίεργος άνθρωπος, δεν μίλαγε. Μπορούσαμε να καθόμαστε δέκα λεπτά αμίλητοι. Ερχόμουν σε απελπισία μερικές φορές. Έμενε σε ένα πολύ φτωχικό σπίτι. Είχε μια πλαστική ντουλάπα. Με κοιτούσε. Και τον κοιτούσα. Και σκεφτόμουν, «τι να πω τώρα;». Ώσπου κάποια στιγμή μου είπε: «Κυρία Λαϊνά, γράφετε;». Του απαντώ: «Κύριε Σαχτούρη, γράφω». Μου λέει: «Να γράφετε, γιατί θα έρθει η στιγμή που δεν θα μπορείτε να γράψετε».
Μερικά ποιήματά μου είναι καλά. Για παράδειγμα, για τον στίχο «Λατρεύτηκε κανείς εδώ; / Υπήρχε κάποιος / ή πέρασε απλώς ο χρόνος και άφησε την ομορφιά του;» καμαρώνω. Με κατηγορούν συχνά ότι δεν ενδιαφέρομαι για το κατ' εξοχήν ελλαδικό στοιχείο. Δεν με ενδιαφέρει. Εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Δεν καταγράφω την επικαιρότητα. Με επηρεάζουν αυτά που συμβαίνουν, αλλά αυτό μπορεί να το μεταγράψω σε μυρμήγκι, σε δέντρο. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη την τέχνη όταν είναι ευτυχισμένος. Έτσι πιστεύω. Η τέχνη είναι παρηγοριά, έτσι έχει πει ο Φρόιντ.
Δεν με ενδιαφέρει πολύ το γράψιμο, να σας πω την αλήθεια. Με ενδιαφέρει ο έρωτας, τα ταξίδια, τα εικαστικά, οι εικόνες, η φύση. Ξέρω μουσική: πιάνο, κιθάρα, ακορντεόν. Έχω και δίπλωμα. Τα μαθηματικά έχουν σχέση με τη μουσική και τα μαθηματικά και η μουσική έχουν σχέση με την ποίηση. Σου διδάσκουν οικονομία στον λόγο και ρυθμό. Δεν μπορώ χωρίς ρυθμό. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη δυσκολία μιας μετάφρασης. Καμιά φορά περνάω δύο μέρες για να βρω ένα τετρασύλλαβο προπαροξύτονο επίθετο. Όταν το βρίσκω, χοροπηδάω. Νιώθω χαρά σαν παιδί.
Το πρώτο έργο μου που παίχτηκε στο θέατρο ήταν ο Κλόουν. Κατ' ουσίαν, δεν είναι θεατρικό, είναι ένας παραληρηματικός μονόλογος που τον έγραψα με ραγκτάιμ. Αν μου σταμάταγες τη μουσική, σταμάταγα να γράφω. Η Πασιέντζα είναι ένα έργο που αγαπώ ιδιαίτερα και θα ήθελα να το δω να ανεβαίνει, γιατί είναι λίγο διεστραμμένο. Δεν μου αρέσουν οι απλές ιστορίες. Ο άντρας, η γυναίκα που τον άφησε και όλα αυτά. Θα σας πω κάτι περίεργο. Μου παραγγέλνουν έργα για γυναίκες κι εγώ γράφω για άντρες. Και στο Δέντρο, που παίζεται τώρα, υπάρχει μόνο μία γυναίκα. Δυσκολεύομαι να μιλώ για τα έργα μου. Θα πω κάτι που θα φανεί ίσως περίεργο: δεν μπορώ να περιγράφω με λέξεις τις λέξεις μου. Θα πω, λοιπόν, μόνο δυο κουβέντες: Μιλά για τη μοναξιά και γι' αυτό που μπορεί να βλέπουν κάποιοι άνθρωποι και να μην το βλέπουν κάποιοι άλλοι. Και θα ευχαριστήσω τη Χρύσα Καψούλη και την ομάδα της για τη δουλειά που έκαναν. Όσο και να φαίνεται περίεργο, θέατρο μπορώ να γράψω έχοντας γύρω μου στο ίδιο τραπέζι τους φίλους μου. Όταν γράφω ποιήματα, ούτε στο διπλανό δωμάτιο δεν θέλω άνθρωπο.
Έχω σταματήσει να διδάσκω. Η διδασκαλία μού άρεσε πολύ. Νομίζω ότι μου έδιναν τους χειρότερους μαθητές. Με ενδιέφερε να βάλω στο μυαλό του άλλου το ότι η γλώσσα είναι σαν τα μαθηματικά. Ήταν φοιτητές και όταν έμπαινα στην τάξη τρόμαζαν. Φαίνεται ότι έχω μια φάτσα αυστηρή. Με ενδιέφερε να πάρει το μυαλό μπροστά. Με κάποιους κρατώ επαφή και μου στέλνουν και δωράκια. Σταμάτησα επειδή θύμωσα. Θυμώνει ο άνθρωπος. Μεγάλη ιστορία. Πάντως, ήταν σπουδαία ευχαρίστηση να παίρνουν μπρος οι μαθητές, να ξεθαρρεύουν, να γίνεσαι φίλος τους. Αλλά το εξάμηνο περνούσε γρήγορα, έφευγαν κι έκλαιγα. Κι ερχόντουσαν άλλα παιδιά και εκεί στενοχωριόμουν πάρα πολύ. Κάποια στιγμή μου βγήκε η ψυχή.
Θυμώνω. Και αδικαιολόγητα πολλές φορές. Όμως τον ξεσπάω το θυμό. Ο γιατρός μού είπε ότι θα πεθάνω με υγιή καρδιά μάλλον. Συνήθως με θυμώνουν η αχαριστία και η αγνωμοσύνη. Την έχω εισπράξει. Και μάλιστα συνδυασμένη με αδιαφορία. Δεν αντέχω τους ανθρώπους που φέρονται σαν να τους χρωστά πράγματα η ζωή. Με θυμώνει επίσης η ασχήμια. Γίνομαι έξαλλη με την απουσία αισθητικής. Έχω χαλάσει σχέση επειδή είδα ρούχο που δεν μου άρεσε. Ένα κίτρινο, συγκεκριμένα. Μου αρέσει πολύ το μαύρο και το κόκκινο. Σιχαίνομαι, επίσης, τους ανθρώπους που έχουν μια αφροντισιά αισθητική, που παχαίνουν από αδιαφορία όχι μόνο απέναντι στον εαυτό τους αλλά και απέναντι στον διπλανό τους. Είναι σαν να σου λένε: «Εμένα θα μου δώσουν σημασία και ας είμαι έτσι». Είναι ένας εγωισμός και μια αδιαφορία προς τους γύρω που δεν αποδέχομαι. Εγώ, από την άλλη, δυστυχώς είμαι ανορεξική. Αν μου φέρετε πετροσωλήνες, θα φάω πέντε πιάτα. Αν μου δώσεις κακό φαΐ, δεν το τρώω.
Το ωραιότερο μέρος που επισκέφθηκα είναι το Μαρόκο. Σκοπεύω σύντομα να πάω πάλι στην Ταγγέρη. Είναι συγκλονιστικό μέρος. Κι ας με ενοχλεί ο τρόπος που συμπεριφέρονται στις γυναίκες. Σου κολλάνε, σε τραβάνε. Κάποια στιγμή αγανάκτησα και άρχισα να τους βρίζω στα ελληνικά. Αφήστε που στα ταξί πρέπει να κάνεις την προσευχή σου για να φτάσεις ζωντανός. Και η Ινδία, όμως, ήταν σπουδαία εμπειρία. Κι ας βγήκα άρρωστη μετά την επίσκεψή μου στο Βαρανάσι. Σταμάτησα να τρώω. Με βιταμίνες κρατιόμουνα. Να σκεφτείτε ότι στο αεροδρόμιο, έτσι αδύναμη κι αδύνατη που με είδαν, με έψαξαν για ναρκωτικά. Ξυπνάω πολύ πρωί. Και στις 2 να κοιμηθώ, στις 7 είμαι όρθια. Προτιμώ να δουλεύω το πρωί, διότι 11 π.μ. με 3 μ.μ. λειτουργεί το σύστημα. Το βράδυ βγαίνω λίγο. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Τώρα που το σκοτάδι πέφτει από τόσο νωρίς, στενοχωριέμαι. Τηλεόραση δεν ανοίγω. Ραδιόφωνο ακούω. Το Ντεσεβό μου το έχω ακόμα, αν και δεν το πολυχρειάζομαι πια. Για να γράψω χρησιμοποιώ το κομπιούτερ. Δυστυχώς, δεν γράφω στο χέρι πια. Παλαιότερα χρησιμοποιούσα γραφομηχανή και μου άρεσε πολύ. Είχε ήχο. Μου έκανε κάτι. Μετά αναγκάστηκα να προσαρμοστώ στην τεχνολογία γιατί μου ζητούν τα κείμενα σε ηλεκτρονική μορφή.
Τα καλοκαίρια δεν μου αρέσει η Αθήνα. Ούτε ο χειμώνας μου αρέσει. Θα έμενα σε μια πόλη που έχει κοντά της θάλασσα. Όμως, θα μου άρεσε να μένω στο Βερολίνο. Το λατρεύω, τα τελευταία τρία χρόνια έχω πάει τρεις φορές. Οι Βερολινέζοι δεν είναι πολύ Γερμανοί, είναι άλλου τύπου άνθρωποι. Βρίσκεις σε αυτή την πόλη κάτι μπαράκια που στην είσοδο έχουν ένα μικρό βιβλιοπωλείο, έναν πάγκο με παλιά βιβλία, μια κουβερτούλα που δανείζεσαι για το κρύο, ακούς μια μουσικούλα πολύ γλυκιά, το βράδυ έχουν μια παράσταση. Πάντα ξεκινούσα να πάω εδώ, εκεί και στο ενδιάμεσο όλο και κάτι έβλεπα και με αιχμαλώτιζε. Και ξέρετε και κάτι άλλο; Έχουν τρομερό σεβασμό στα δέντρα. Φιλοξενήθηκα μια μέρα σε ένα σπίτι και είδα ένα κλαδί –φιλύρα– να μπαίνει στην κυριολεξία μέσα στο σπίτι. Σχεδόν επάνω στο κρεβάτι τους. Δεν μπορούσαν να το κόψουν. Το κλαδί, όχι το δέντρο. Επίσης, με ευχαριστεί η απίστευτη ευγένειά τους. Μπαίνω μια μέρα στο μετρό και σταματάει μια ηλικιωμένη, 90 ετών περίπου, που προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Στο Βερολίνο δεν έχω φοβηθεί ποτέ. Έχω φοβηθεί στη Νέα Υόρκη.
Στη γειτονιά μου, το Παγκράτι, έχει αλλάξει ο πληθυσμός. Γενικά, δεν φοβάμαι. Όμως, τώρα τελευταία συλλαμβάνω τον εαυτό μου να γυρίζω και να κοιτάζω όταν ακούω βήματα πίσω μου. Κάποτε εδώ ζούσαν άνθρωποι όμορφα ντυμένοι. Πάει, τέλειωσε αυτό. Καθημερινά, όταν βγαίνω βόλτα το πρωί, παίρνω κάποιον και τον βάζω στον φούρνο να του ψωνίσω κάτι να φάει. Δεν μου κοστίζει τίποτα φοβερό. Βλέπω τις κυρίες απέναντί μου που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, κι εγώ κάπως δυσκολεύομαι. Θα αποφάσιζα να ζήσω στην εξοχή, γιατί είμαι βαρεμένη με τη φύση. Στην Αθήνα μένω επειδή εδώ είναι οι φίλοι μου. Αλλά όταν βρεθώ κοντά στη θάλασσα, είμαι ευτυχισμένη. Παλιά ήμουν κολυμβήτρια και κολυμπούσα χειμώνα-καλοκαίρι.
Δεν θέλω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Δεν θέλω χαιρετούρες, δεν θέλω συγχαρητήρια. Δεν τα πιστεύω. Και δεν με ενδιαφέρουν. Θέλω λίγους. Από την άλλη, δεν προτιμώ τη μοναξιά. Παρέα θέλω. Αλλά ξέρετε, οι άνθρωποι που μένουν μόνοι τους γίνονται ιδιότροποι με τα χρόνια. Κάποιος φίλος μου μού έχει πει ότι είμαι παραπλανημένη αισιόδοξη. Επίσης, έχω κι ένα ακόμα ελάττωμα: δεν είμαι τακτική και χάνω τα πράγματα που αγαπώ. Τα γυαλιά που αγαπάω, το πορτοφολάκι μου, το στυλό που μου αρέσει – παρόλο που το κρατάω σφιχτά στο χέρι μου. Μια βεντάλια της αδερφής μου την άφησα στο ταξί. Ένας άλλος φίλος μου έχει πει «δεν χρειάζεται να δουλεύω, αρκεί να έρχομαι από πίσω σου».
Τους διαβάζω τους νέους ποιητές και δεν θέλω να φανεί αλαζονικό, αλλά καταλαβαίνω πολύ εύκολα αν κάποιος αξίζει. Αξίζει κάποιος αν έχει έναν δικό του τρόπο, μια παραξενιά –η παραξενιά για μένα είναι συστατικό της ποίησης–, γιατί αν λες τα ίδια και τα ίδια και λες και τον καημό σου, δεν γίνεται τίποτα.
Ένας, λοιπόν, που μου αρέσει είναι ο Γιάννης Τζανετάκης. Είναι περίεργο, γιατί ενώ δούλευε σε ένα περιοδικό κυριλέ και βλέπεις έναν άνθρωπο τυπικό, τακ, σ' τη ρίχνει.
Γράφω. Τη συνέχεια του Νοήματος. Τη δεύτερη πράξη. Τι να κάνω, παιδιά; Έτσι γεννήθηκα.
από την Αργυρώ Μποζώνη και τη Ματούλα Κουστένη
φωτογραφίες: Στάθης Μαμαλάκης
"Δεν θέλω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Δεν θέλω χαιρετούρες, δεν θέλω συγχαρητήρια. Δεν τα πιστεύω. Και δεν με ενδιαφέρουν. Θέλω λίγους. Από την άλλη, δεν προτιμώ τη μοναξιά. Παρέα θέλω."
Γεννήθηκα στην Πάτρα. Ο πατέρας μου ήταν καπνοβιομήχανος. Είχε στρέμματα καπνού και ένα εργοστάσιο. Η μεγαλύτερη αδερφή μου πέρασε την Κατοχή χωρίς να της λείψει τίποτα. Το ίδιο κι εγώ. Δεν καταλάβαμε στερήσεις γιατί έρχονταν οι Ιταλοί, παίρνανε τσιγάρα και μας έδιναν διάφορα. Έχω ακόμα ένα ακορντεόν. Δηλαδή ό,τι έχουμε, από τα τσιγάρα προέρχεται. Όμως, στην πορεία ο πατέρας μου τα έχασε όλα. Η μαμά μου τρελάθηκε. Ήθελε έναν άλλο άντρα κι ενώ με τον πατέρα μου συμφώνησε σε διαζύγιο, οι Πατρινοί πέσαν να τη φάνε, για να μη γίνει σκάνδαλο. Τελικά ήρθαμε στην Αθήνα όταν ήμουν 9 ετών. Μέναμε σε ένα νεοκλασικό στα Άνω Πατήσια. Στην οδό Πόρου. Η αλήθεια είναι ότι ήρθαμε στην πρωτεύουσα για να απελευθερωθούν οι γονείς μας και να καταφέρουν να χωρίσουν. Με τον πατέρα μου έκτοτε κρατήσαμε ελάχιστες σχέσεις.
Προέρχομαι κατ' ουσίαν από δύο πλούσια σόγια. Απλώς εγώ δεν έχω λεφτά. Ο αδερφός της μαμάς μου είχε την εταιρεία Bic. Με ενοχλούσε πάντα το ότι μας ζούσε ο αδερφός της, παρόλο που ήταν ένας πολύ γλυκός τύπος. Ένιωθα τη βοήθειά του και τη γενναιοδωρία του ως προσωπική μου ήττα.
Το σχολείο που τελείωσα ήταν το 8ο των Πατησίων. Μεικτό και από τα μεγαλύτερα σχολεία της Αθήνας. Αλλά είχε και άχρηστους καθηγητές. Πήγαινα για χημικός και τελείωσα το πρακτικό. Τότε στα πρακτικά ρίχνανε όλους τους άχρηστους φιλόλογους. Τελικά, βρέθηκα στη Νομική γιατί η φιλόλογός μου, διαβάζοντας τις εκθέσεις μου, μου είπε «Λαϊνά, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Φύγε. Δεν είσαι για πρακτικό».
Οι πιο φωτισμένοι δάσκαλοί μου ήταν μαθηματικοί και φυσικοί. Τα πιο λαμπρά παραδείγματα αργότερα στη Νομική ήταν ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο Πεσμαζόγλου, ο Ζολώτας, που μας δίδασκε πολιτική οικονομία κι όταν έμπαινε στην αίθουσα έτριζαν τα παπούτσια του. Αριστοκράτης, πολύ στυλάτος. Αυτοί ήταν τα αστέρια. Επίσης, θυμάμαι ότι στον Μαγκάκη κατέφθανε ακροατήριο και από άλλες σχολές. Συνωστιζόμασταν στους διαδρόμους. Εξαιρετικής ευγλωττίας, γνώσης, ευγένειας άνθρωπος. Χαιρόσουν να τον ακούς. Όταν τελείωσα, σκέφτηκα να γίνω δικηγόρος, αλλά το απέρριψα διότι δεν μπορούσα να ντύνομαι όπως έπρεπε. Δεν άντεχα το κοστουμάκι. Πήγα μια φορά στο δικαστήριο και τα παράτησα. Με το τακουνάκι και το ταγέρ δεν μπορούσα. Είπα «φεύγω».
Αυτό που με ενδιέφερε μικρή περισσότερο από καθετί ήταν το διάβασμα. Έχω ψάξει μέχρι και σκουπιδοτενεκέ για να βρω κάτι να διαβάσω. Η μητέρα μου έφτανε στα όρια της απελπισίας. Πήγαινε στα βιβλιοπωλεία και δανειζόταν βιβλία για μια δραχμή, γιατί δεν μπορούσε να τα αγοράσει. Μου τα έφερνε και μέχρι το απόγευμα τα είχα τελειώσει. Μη φανταστείτε, στο σπίτι μας δεν διάβαζε κανείς. Στο πατρικό μου δεν είχαμε καν βιβλιοθήκη. Έχω διαβάσει Ντοστογιέφσκι στα 16 μου, ας πούμε. Όλον. Τόσο, που τώρα θέλω να τον ξαναδιαβάσω, αλλά δεν μπορώ. Τον Τσβάιχ όλο. Πήγαινα στα σπίτια των άλλων, άνοιγα τις βιβλιοθήκες κι έπαιρνα βιβλία.
Στα 17 έγραψα το πρώτο ποίημα. Ήθελα να εκφράσω την ερωτική απογοήτευση που πέρασα. Του 'δωσα και κατάλαβε. Εγώ πίστευα πως αυτό το πρώτο μου βιβλίο ήταν μια κουταμάρα, αλλά με έκπληξη διαπίστωσα πως κάποιοι με ενθάρρυναν. Έτσι είπα «θα γίνω ποιήτρια». Ένας από εκείνους ήταν ο Σαχτούρης. Με φώναξε στη Φωκίωνος Νέγρη και ήπιαμε καφέ. Μου είπε: «Κυρία Λαϊνά, βλέπω εδώ κάποια πράγματα. Τα πράγματα δεν τα γράφουμε όταν μας πονάνε, τα γράφουμε όταν δεν μας πονάνε πολύ, αλλά μας πονάνε ακόμα». Εγώ τότε ήμουν μειράκιο, αλλά τα λόγια του τα τήρησα όσο μπόρεσα.
Πριν πάρω το Κρατικό Βραβείο, ο Σαχτούρης μου έστειλε μια καρτούλα. Μου έλεγε ότι τα ποιήματα που είχα στη συγκεκριμένη συλλογή ήταν από τα ωραιότερα που είχε διαβάσει στη ζωή του. Κάθισα εδώ κι έκλαψα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου το βραβείο. Ακόμα συγκινούμαι όταν το θυμάμαι. Πήγαινα και τον έβλεπα – περίεργος άνθρωπος, δεν μίλαγε. Μπορούσαμε να καθόμαστε δέκα λεπτά αμίλητοι. Ερχόμουν σε απελπισία μερικές φορές. Έμενε σε ένα πολύ φτωχικό σπίτι. Είχε μια πλαστική ντουλάπα. Με κοιτούσε. Και τον κοιτούσα. Και σκεφτόμουν, «τι να πω τώρα;». Ώσπου κάποια στιγμή μου είπε: «Κυρία Λαϊνά, γράφετε;». Του απαντώ: «Κύριε Σαχτούρη, γράφω». Μου λέει: «Να γράφετε, γιατί θα έρθει η στιγμή που δεν θα μπορείτε να γράψετε».
Μερικά ποιήματά μου είναι καλά. Για παράδειγμα, για τον στίχο «Λατρεύτηκε κανείς εδώ; / Υπήρχε κάποιος / ή πέρασε απλώς ο χρόνος και άφησε την ομορφιά του;» καμαρώνω. Με κατηγορούν συχνά ότι δεν ενδιαφέρομαι για το κατ' εξοχήν ελλαδικό στοιχείο. Δεν με ενδιαφέρει. Εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Δεν καταγράφω την επικαιρότητα. Με επηρεάζουν αυτά που συμβαίνουν, αλλά αυτό μπορεί να το μεταγράψω σε μυρμήγκι, σε δέντρο. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη την τέχνη όταν είναι ευτυχισμένος. Έτσι πιστεύω. Η τέχνη είναι παρηγοριά, έτσι έχει πει ο Φρόιντ.
Δεν με ενδιαφέρει πολύ το γράψιμο, να σας πω την αλήθεια. Με ενδιαφέρει ο έρωτας, τα ταξίδια, τα εικαστικά, οι εικόνες, η φύση. Ξέρω μουσική: πιάνο, κιθάρα, ακορντεόν. Έχω και δίπλωμα. Τα μαθηματικά έχουν σχέση με τη μουσική και τα μαθηματικά και η μουσική έχουν σχέση με την ποίηση. Σου διδάσκουν οικονομία στον λόγο και ρυθμό. Δεν μπορώ χωρίς ρυθμό. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη δυσκολία μιας μετάφρασης. Καμιά φορά περνάω δύο μέρες για να βρω ένα τετρασύλλαβο προπαροξύτονο επίθετο. Όταν το βρίσκω, χοροπηδάω. Νιώθω χαρά σαν παιδί.
Το πρώτο έργο μου που παίχτηκε στο θέατρο ήταν ο Κλόουν. Κατ' ουσίαν, δεν είναι θεατρικό, είναι ένας παραληρηματικός μονόλογος που τον έγραψα με ραγκτάιμ. Αν μου σταμάταγες τη μουσική, σταμάταγα να γράφω. Η Πασιέντζα είναι ένα έργο που αγαπώ ιδιαίτερα και θα ήθελα να το δω να ανεβαίνει, γιατί είναι λίγο διεστραμμένο. Δεν μου αρέσουν οι απλές ιστορίες. Ο άντρας, η γυναίκα που τον άφησε και όλα αυτά. Θα σας πω κάτι περίεργο. Μου παραγγέλνουν έργα για γυναίκες κι εγώ γράφω για άντρες. Και στο Δέντρο, που παίζεται τώρα, υπάρχει μόνο μία γυναίκα. Δυσκολεύομαι να μιλώ για τα έργα μου. Θα πω κάτι που θα φανεί ίσως περίεργο: δεν μπορώ να περιγράφω με λέξεις τις λέξεις μου. Θα πω, λοιπόν, μόνο δυο κουβέντες: Μιλά για τη μοναξιά και γι' αυτό που μπορεί να βλέπουν κάποιοι άνθρωποι και να μην το βλέπουν κάποιοι άλλοι. Και θα ευχαριστήσω τη Χρύσα Καψούλη και την ομάδα της για τη δουλειά που έκαναν. Όσο και να φαίνεται περίεργο, θέατρο μπορώ να γράψω έχοντας γύρω μου στο ίδιο τραπέζι τους φίλους μου. Όταν γράφω ποιήματα, ούτε στο διπλανό δωμάτιο δεν θέλω άνθρωπο.
Έχω σταματήσει να διδάσκω. Η διδασκαλία μού άρεσε πολύ. Νομίζω ότι μου έδιναν τους χειρότερους μαθητές. Με ενδιέφερε να βάλω στο μυαλό του άλλου το ότι η γλώσσα είναι σαν τα μαθηματικά. Ήταν φοιτητές και όταν έμπαινα στην τάξη τρόμαζαν. Φαίνεται ότι έχω μια φάτσα αυστηρή. Με ενδιέφερε να πάρει το μυαλό μπροστά. Με κάποιους κρατώ επαφή και μου στέλνουν και δωράκια. Σταμάτησα επειδή θύμωσα. Θυμώνει ο άνθρωπος. Μεγάλη ιστορία. Πάντως, ήταν σπουδαία ευχαρίστηση να παίρνουν μπρος οι μαθητές, να ξεθαρρεύουν, να γίνεσαι φίλος τους. Αλλά το εξάμηνο περνούσε γρήγορα, έφευγαν κι έκλαιγα. Κι ερχόντουσαν άλλα παιδιά και εκεί στενοχωριόμουν πάρα πολύ. Κάποια στιγμή μου βγήκε η ψυχή.
Θυμώνω. Και αδικαιολόγητα πολλές φορές. Όμως τον ξεσπάω το θυμό. Ο γιατρός μού είπε ότι θα πεθάνω με υγιή καρδιά μάλλον. Συνήθως με θυμώνουν η αχαριστία και η αγνωμοσύνη. Την έχω εισπράξει. Και μάλιστα συνδυασμένη με αδιαφορία. Δεν αντέχω τους ανθρώπους που φέρονται σαν να τους χρωστά πράγματα η ζωή. Με θυμώνει επίσης η ασχήμια. Γίνομαι έξαλλη με την απουσία αισθητικής. Έχω χαλάσει σχέση επειδή είδα ρούχο που δεν μου άρεσε. Ένα κίτρινο, συγκεκριμένα. Μου αρέσει πολύ το μαύρο και το κόκκινο. Σιχαίνομαι, επίσης, τους ανθρώπους που έχουν μια αφροντισιά αισθητική, που παχαίνουν από αδιαφορία όχι μόνο απέναντι στον εαυτό τους αλλά και απέναντι στον διπλανό τους. Είναι σαν να σου λένε: «Εμένα θα μου δώσουν σημασία και ας είμαι έτσι». Είναι ένας εγωισμός και μια αδιαφορία προς τους γύρω που δεν αποδέχομαι. Εγώ, από την άλλη, δυστυχώς είμαι ανορεξική. Αν μου φέρετε πετροσωλήνες, θα φάω πέντε πιάτα. Αν μου δώσεις κακό φαΐ, δεν το τρώω.
Το ωραιότερο μέρος που επισκέφθηκα είναι το Μαρόκο. Σκοπεύω σύντομα να πάω πάλι στην Ταγγέρη. Είναι συγκλονιστικό μέρος. Κι ας με ενοχλεί ο τρόπος που συμπεριφέρονται στις γυναίκες. Σου κολλάνε, σε τραβάνε. Κάποια στιγμή αγανάκτησα και άρχισα να τους βρίζω στα ελληνικά. Αφήστε που στα ταξί πρέπει να κάνεις την προσευχή σου για να φτάσεις ζωντανός. Και η Ινδία, όμως, ήταν σπουδαία εμπειρία. Κι ας βγήκα άρρωστη μετά την επίσκεψή μου στο Βαρανάσι. Σταμάτησα να τρώω. Με βιταμίνες κρατιόμουνα. Να σκεφτείτε ότι στο αεροδρόμιο, έτσι αδύναμη κι αδύνατη που με είδαν, με έψαξαν για ναρκωτικά. Ξυπνάω πολύ πρωί. Και στις 2 να κοιμηθώ, στις 7 είμαι όρθια. Προτιμώ να δουλεύω το πρωί, διότι 11 π.μ. με 3 μ.μ. λειτουργεί το σύστημα. Το βράδυ βγαίνω λίγο. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Τώρα που το σκοτάδι πέφτει από τόσο νωρίς, στενοχωριέμαι. Τηλεόραση δεν ανοίγω. Ραδιόφωνο ακούω. Το Ντεσεβό μου το έχω ακόμα, αν και δεν το πολυχρειάζομαι πια. Για να γράψω χρησιμοποιώ το κομπιούτερ. Δυστυχώς, δεν γράφω στο χέρι πια. Παλαιότερα χρησιμοποιούσα γραφομηχανή και μου άρεσε πολύ. Είχε ήχο. Μου έκανε κάτι. Μετά αναγκάστηκα να προσαρμοστώ στην τεχνολογία γιατί μου ζητούν τα κείμενα σε ηλεκτρονική μορφή.
Τα καλοκαίρια δεν μου αρέσει η Αθήνα. Ούτε ο χειμώνας μου αρέσει. Θα έμενα σε μια πόλη που έχει κοντά της θάλασσα. Όμως, θα μου άρεσε να μένω στο Βερολίνο. Το λατρεύω, τα τελευταία τρία χρόνια έχω πάει τρεις φορές. Οι Βερολινέζοι δεν είναι πολύ Γερμανοί, είναι άλλου τύπου άνθρωποι. Βρίσκεις σε αυτή την πόλη κάτι μπαράκια που στην είσοδο έχουν ένα μικρό βιβλιοπωλείο, έναν πάγκο με παλιά βιβλία, μια κουβερτούλα που δανείζεσαι για το κρύο, ακούς μια μουσικούλα πολύ γλυκιά, το βράδυ έχουν μια παράσταση. Πάντα ξεκινούσα να πάω εδώ, εκεί και στο ενδιάμεσο όλο και κάτι έβλεπα και με αιχμαλώτιζε. Και ξέρετε και κάτι άλλο; Έχουν τρομερό σεβασμό στα δέντρα. Φιλοξενήθηκα μια μέρα σε ένα σπίτι και είδα ένα κλαδί –φιλύρα– να μπαίνει στην κυριολεξία μέσα στο σπίτι. Σχεδόν επάνω στο κρεβάτι τους. Δεν μπορούσαν να το κόψουν. Το κλαδί, όχι το δέντρο. Επίσης, με ευχαριστεί η απίστευτη ευγένειά τους. Μπαίνω μια μέρα στο μετρό και σταματάει μια ηλικιωμένη, 90 ετών περίπου, που προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Στο Βερολίνο δεν έχω φοβηθεί ποτέ. Έχω φοβηθεί στη Νέα Υόρκη.
Στη γειτονιά μου, το Παγκράτι, έχει αλλάξει ο πληθυσμός. Γενικά, δεν φοβάμαι. Όμως, τώρα τελευταία συλλαμβάνω τον εαυτό μου να γυρίζω και να κοιτάζω όταν ακούω βήματα πίσω μου. Κάποτε εδώ ζούσαν άνθρωποι όμορφα ντυμένοι. Πάει, τέλειωσε αυτό. Καθημερινά, όταν βγαίνω βόλτα το πρωί, παίρνω κάποιον και τον βάζω στον φούρνο να του ψωνίσω κάτι να φάει. Δεν μου κοστίζει τίποτα φοβερό. Βλέπω τις κυρίες απέναντί μου που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, κι εγώ κάπως δυσκολεύομαι. Θα αποφάσιζα να ζήσω στην εξοχή, γιατί είμαι βαρεμένη με τη φύση. Στην Αθήνα μένω επειδή εδώ είναι οι φίλοι μου. Αλλά όταν βρεθώ κοντά στη θάλασσα, είμαι ευτυχισμένη. Παλιά ήμουν κολυμβήτρια και κολυμπούσα χειμώνα-καλοκαίρι.
Δεν θέλω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Δεν θέλω χαιρετούρες, δεν θέλω συγχαρητήρια. Δεν τα πιστεύω. Και δεν με ενδιαφέρουν. Θέλω λίγους. Από την άλλη, δεν προτιμώ τη μοναξιά. Παρέα θέλω. Αλλά ξέρετε, οι άνθρωποι που μένουν μόνοι τους γίνονται ιδιότροποι με τα χρόνια. Κάποιος φίλος μου μού έχει πει ότι είμαι παραπλανημένη αισιόδοξη. Επίσης, έχω κι ένα ακόμα ελάττωμα: δεν είμαι τακτική και χάνω τα πράγματα που αγαπώ. Τα γυαλιά που αγαπάω, το πορτοφολάκι μου, το στυλό που μου αρέσει – παρόλο που το κρατάω σφιχτά στο χέρι μου. Μια βεντάλια της αδερφής μου την άφησα στο ταξί. Ένας άλλος φίλος μου έχει πει «δεν χρειάζεται να δουλεύω, αρκεί να έρχομαι από πίσω σου».
Τους διαβάζω τους νέους ποιητές και δεν θέλω να φανεί αλαζονικό, αλλά καταλαβαίνω πολύ εύκολα αν κάποιος αξίζει. Αξίζει κάποιος αν έχει έναν δικό του τρόπο, μια παραξενιά –η παραξενιά για μένα είναι συστατικό της ποίησης–, γιατί αν λες τα ίδια και τα ίδια και λες και τον καημό σου, δεν γίνεται τίποτα.
Ένας, λοιπόν, που μου αρέσει είναι ο Γιάννης Τζανετάκης. Είναι περίεργο, γιατί ενώ δούλευε σε ένα περιοδικό κυριλέ και βλέπεις έναν άνθρωπο τυπικό, τακ, σ' τη ρίχνει.
Γράφω. Τη συνέχεια του Νοήματος. Τη δεύτερη πράξη. Τι να κάνω, παιδιά; Έτσι γεννήθηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου