του Αντώνη Γκρίτση
πηγή: Facebook
Γιαγιά; Μ' ακούς; Εκεί που πήγα, στο Λονδίνο, γύριζα σπίτι. Δεν είχα κάτι να φάω, πεινούσα. Βρε, τι να φάω, βρε, τι να φάω, δεν έβρισκα τίποτα. Κι έπαιζε τότε στην τηλεόραση μια διαφήμιση. Από εκεί τη θυμήθηκα, γιαγιά, τη θεία Φανή. Είδα την κοπέλα στη διαφήμιση και τη θυμήθηκα. Μου τη θύμισε, γιαγιά, η κοπέλα στη διαφήμιση, πώς εσύ μίλαγες με το «Κωνσταντίνου και Ελένης»; Είχε ένα πρόσωπο... Φωτεινή, και τη θυμήθηκα.
Αχ, κακομοίρα θεία Φανιώ, είπε η γιαγιά τότε. Κι αν σου πω, απ' αυτόν τον καημό πήγε, πουλί μου... Κάτι που πέθαναν από τους τρεις δυο της γιοι, κάτι που στ' αχαμνά της εκείνη ακόμα δεν έλεγε να βασιλέψει... Όπως σας το λέω, αλλά μην το πείτε και μαθευτεί...
Είχαμε μαζευτεί όλα τα εγγόνια, κι η γιαγιά μιλούσε, μιλούσε. Στα τελευταία της, αλλά μιλούσε. Κι εμένα σα να κοιτούσε πιό πολύ, εμένα κοιτούσε. Και σε μένα μιλούσε πιο πολύ σαν να μου 'λεγε γράφε. Η γιαγιά. Για τη συνυφάδα, τη θεία Φανή. Για κάτι που δεν έπρεπε να μαθευτεί σε μένα μιλούσε.
Τη βρήκανε με πεντέξι κολώνιες. Εκεί που πλενόταν τη βρήκαν. Ήπιε έξι κολώνιες για να σκοτωθεί, κι ας είπαν γλίστρησε και σπάσανε τα μπουκάλια. Σκοτώθηκε με τις έξι κολώνιες που ήπιε για να ησυχάσει.
Δε με παίρνει ο ύπνος, Ελένη, αδελφή. Ακόμα να με πάρει, Ελένη, ο ύπνος... Τι τη θέλουμε στα 90 μας γυναίκες, μωρή Ελένη, τόση ζωή, τι τη θέμε; Δε θα πεθάνω, Ελένη, να το δεις... Θα περάσει, μωρή, ο ύπνος και δε θα με πάρει... Βρε, πέθανε πρώτα εσύ κι ο ύπνος, δουλειά του είναι, θα περάσει και θα σε πάρει. Γίνεται να πέσεις χάμω και να χαθείς; Ε, πέσε και πέθανε! Χάσου! Αχ, μωρή γκόρμπα, κακομοίρα θεία Φανή...
Έτσι μας τα έλεγε η γιαγιά και γελούσε. Κλινήρης, στο κρεβάτι κι αυτή. Τα έλεγε όλα αυτά και γελούσε. Κι όταν σταμάτησε να γελάει, την κατάλαβα, είπε, εκείνο το πρωί. Είχα περάσει να τη δω από κει. Να πάει να πλυθεί ετοιμαζότανε, είπε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου