23.1.17

Το αμάρτημα της μητρός μου





του Σπύρου Βούγια

πηγή: Facebook


Ενώ ο πατέρας μου ξεκουράζεται για πάντα στον μοναχικό, μακρινό και χιονισμένο Πεντάλοφο του Βοΐου, η μητέρα μου κοιμάται πιο κοντά, στο ήρεμο και περιποιημένο κοιμητήριο του Λιτοχώρου, στους πρόποδες του Ολύμπου, δίπλα στο φαράγγι του Ενιπέα.

Πήγα σήμερα να τη δω ύστερα από μήνες και χάρηκα γιατί τη βρήκα όμορφη και χαμογελαστή (στη φωτογραφία της ωριμότητας που διαλέξαμε να τη θυμόμαστε), ανάμεσα στ' αδέλφια της που υπεραγαπούσε και φρόντιζε μια ζωή.

Άναψα ένα κερί κι ένα τσιγάρο, της μίλησα για λίγο τρυφερά (ίσως όπως ποτέ πριν) και ξετύλιξα στα γρήγορα το τρέιλερ της ζωής της στη σκοτεινή οθόνη του μυαλού μου. 

Στην αρχή την είδα (μέσα απ' τις αφηγήσεις των άλλων), νέα και ποθητή για όλη την πόλη, να πηγαίνει βαρκάδες με τα αγόρια και τις εβραιοπούλες της γειτονιάς, υπό την αυστηρή παρακολούθηση και προστασία των τριών μεγαλύτερων αδελφών της.

Ύστερα να γοητεύεται (αυτή που ήθελε γιατρό ή αξιωματικό) από τη χορευτική ελαφράδα, τα όμορφα λόγια για μια άλλη κοινωνία και τα τριμμένα παντελόνια του γεωπόνου πατέρα μου. Να μετακομίζει (12 φορές σε 8 χρόνια), από το κυνηγητό, την εξορία και τη δίωξή του, λόγω φρονημάτων, απ' το δημόσιο.

Μετά, να κρατάει το σπίτι, τα παιδιά, τους δύσκολους λογαριασμούς, τους γονείς της στα γεράματα, ακόμη και τη φροντίδα των αδελφών της και των παιδιών τους. Τα τελευταία χρόνια, με τη ρόμπα στο μπαλκόνι, με κουρασμένο νου αλλά πάντα περιποιημένη και γοητευτική, να περιμένει μήπως περάσω να τη δω.

Αυτά κι άλλα πολλά είδα, που ήταν μόνο για μένα και δεν μπορώ ή δεν γίνεται να τα περιγράψω και, για να μη καταποντιστώ ―μέρα μεσημέρι― στο βαθύ σκοτάδι του πόνου, χάιδεψα απαλά τις καστανοκόκκινες μπούκλες της και γύρισα να φύγω. Το μόνο αμάρτημά της, σκέφτηκα, ήταν ότι έζησε μια όμορφη κια πλούσια σε συναισθήματα ζωή, όχι όμως ακριβώς τη δική της.

Λίγο πιο πέρα, στέκονταν διακριτικά και παρακολουθούσε τη σκηνή η αδελφή μου. Δεν ξέρω πόσην ώρα περίμενε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: