του Γιάννη H. Iωάννου
πηγή: περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 109
Κυριάκος Ευθυμίου. Κυρτός αλατοπώλης. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015, 72 σελ.
Το έργο χωρίζεται σε πέντε ενότητες, που διατηρούν μεταξύ τους μια σχετική ανεξαρτησία. Η οργάνωση της συλλογής δεν φαίνεται να πραγματοποιήθηκε με στόχο μια οποιανδήποτε νοηματική αιτία. Παρ’ όλ’ αυτά, επιτυγχάνεται μια εξελικτική πορεία που εγκαινιάζεται με τους αποφθεγματικούς στίχους με τους οποίους ανοίγει και κλείνει η συλλογή: «Το φεγγάρι φωτίζει τρυφερά τ’ ακατάληπτο. Ένα σώμα αμίλητο με τα μάτια κλειστά». Η είσοδος αυτή ανακοινώνει την επιδίωξη του ποιητή στην πορεία που θα διανύσει. Αναζητά το ακατάληπτο μέσα από μια μοναχική πορεία, αποξενωμένος, με ελάχιστη κατανόηση από τον περιβάλλοντα κόσμο. Διεισδύει σε μύχιες σκέψεις, ενοχές, αγωνίες, πληγές και φοβίες, και τις ανασύρει στην επιφάνεια με λέξεις μέσα στις οποίες συχνά δεν χωρούν τα νοήματα, τα βιώματα και οι καταστάσεις που αποκαλύπτει. Oι λέξεις προσωποποιούνται, χαρακτηρίζονται από έναν ανθρωπομορφισμό, επικυρώνοντας τη θέση του Mallarmé, ότι δηλαδή η ποίηση γίνεται με λέξεις, όχι με ιδέες. Μέσα από αυτόν τον ανθρωπομορφισμό, επιτυγχάνεται η υπέρβαση της βούλησης του ποιητή και η αυθεντική έκφραση του υποσυνείδητου.
Ο Κυριάκος Ευθυμίου διαβάζει ποιήματά του
στην 5η Λογοτεχνική Σκηνή, Θεσσαλονίκη, 18.11.2016
Αναδεικνύεται μια διάσταση ανάμεσα στον ποιητικό εαυτό και στον υπαρξιακό. Oι δύο διαστάσεις συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται: «Αυτός που ήμουν έγινα» (σ. 51), κατ’ αναλογία προς το ελυτικό «Αυτός που γύρευα είμαι» (Το Άξιον Εστί) και το “Je est un autre” («Εγώ είναι ένας άλλος») του Rimbaud. Η πληθυντική αυτή έκφραση τον οδηγεί σε μια αυτοδιάσπαση που του επιτρέπει να αποσυντίθεται και να διαλέγεται με τα στοιχεία που συνθέτουν το είναι του: φωνή, ψυχή, δάκτυλα κτλ. Έτσι, διοχετεύεται μέσα στο κείμενο μια πολυφωνική μορφή έκφρασης, που αναδεικνύει έναν υπαρξιακό πλουραλισμό ο οποίος ακυρώνει την έννοια της αντίφασης. Η αντίφαση είναι χαρακτηριστικό της λογικής, όχι της καλλιτεχνικής δημιουργίας: «Επιστρέφω μέσα μου ήσυχα» (σ. 11), «Έλα, ύπνε, κλείσε την πόρτα της φωνής» (σ. 12), «Έλα, φωνή μου, παρακαλώ σε, ας φύγουμε από δω, μιλώντας» (σ. 17) ή «παίρνω την ψυχή μου αγκαλιά» (σ. 20): «Απόμακρος καθίσταμαι. Ενδύομαι το πρόσωπο που είμαι» (σ. 37). Η πολυφωνία αυτή εκφράζει έναν συνεχή διάλογο με τον εαυτό του, ο οποίος αναδεικνύει βιωματικές καταστάσεις, αισθήματα και συν-αισθήματα που αλληλοσυγκρούονται μέσα σε έναν κόσμο χαοτικό. Η προσωποποίηση των λέξεων λειτουργεί ως υπέρβαση της ατομικής βούλησης και στηρίζει αυτόν τον διάλογο, επιτρέποντας την αυθεντική έκφραση του υποσυνείδητου: «Τούτες τις λέξεις ποιος τις γράφει, ποιος είν’ αυτός που νομίζει πως είμαι;» (σελ. 60) ή «Το στόμα σου κατάμεστο από λέξεις/ λέξεις που λουφάζουν μην τις μιλήσεις/ λέξεις που φωνάζουν να τις φωνάξεις/ λέξεις που σφάζονται μεταξύ τους..» (σελ. 59). Oι λέξεις ανεξαρτητοποιούνται από το υποκείμενό τους, θέτοντας τον ποιητικό εαυτό πάνω από τον υπαρξιακό. O ποιητικός άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί να συλλάβει την πληρότητα ενός κόσμου αντιφατικού, χαοτικού και σίγουρα τραυματικού.
O γενικός τόνος της συλλογής είναι χαμηλός, συχνά διακριτικός. Υποβόσκει μια συνεχής απαισιοδοξία, μια ματαιοδοξία γι’ αυτό που άλλοι θα αποκαλούσαν κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές ή ιδεολογικές αξίες, ή ακόμη κοινωνική καταξίωση, μια παρακμιακή ατμόσφαιρα σε έναν κόσμο αυτοαναιρούμενο, γεμάτο ενοχές, μύχιους και ανομολόγητους φόβους, αγωνίες, υποκρισίες και διαψεύσεις: «Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής. Μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες» (σ. 14). Καμιά μεγάλη ιδέα ή προοπτική δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσει ή να πληρώσει το υπαρξιακό κενό. Μόνο οι μικρές καθημερινές χαρές μέσα από την σπουδή του ασήμαντου. Η στοργή και η τρυφερότητα της μάνας έρχεται να απαλύνει τις πληγές. Ενώ οι μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειες αναδεικνύονται πολύ σημαντικές στην καθημερινότητα του ποιητή. Η λύπη είναι το κυρίαρχο συναίσθημα στη σχέση του ποιητή με τον κόσμο: «λυπημένων ψαράδων», «ουράνια λύπη», «ασάλευτη λύπη», «δεν μεγαλώνει η λύπη μου», «σαν λυπημένο χρώμα», «λυπημένη διαύγεια», λυπημένα ασάλευτα χείλη», «δίκαιη λύπη» ― και αυτές οι εκφράσεις είναι μόνο ενδεικτικές. Η μοναξιά είναι το καταφύγιό του, που κατοικείται από τους φόβους, τις φοβίες, τα τραύματα, τις ενοχές, τον πόνο, τις πληγές και την πίκρα. Ταυτόχρονα, επιτρέπει στον ποιητή να υιοθετήσει μια διερευνητική προσέγγιση στη σχέση του με τον περιβάλλοντα κόσμο, έναν κόσμο υποκριτικό, παρακμιακό λειτουργώντας λυτρωτικά, απελευθερώνοντας τη δημιουργική δύναμη που αποτελεί την άμυνά του έναντι του κόσμου αυτού.
Η συλλογή κλείνει με δύο αποφθεγματικούς στίχους, που προφανώς λειτουργούν ως έξοδος και απαντούν στους αντίστοιχους της εισόδου: «Κάθε αυγή ντυμένη ξενιτιά. Με ρούχα που μυρίζουν αναχωρήσεις», μια ρήση που θυμίζει το ποίημα «Αναχώρηση» (σ. 29): «Ώρα να φύγω τώρα. Να πάω.» Η αποξένωση του ποιητή από τα ανθρώπινα και τα εγκόσμια, και η συνεχής αναχώρησή του για την αναζήτηση του εαυτού του ουσιαστικά κλείνει τη συλλογή, δημιουργώντας την προοπτική της συνεχούς αναζήτησης ενός κάποιου νοήματος σε έναν κόσμο που δεν έχει νόημα.
Από αισθητική άποψη, τα κείμενα της συλλογής είναι πολύ προσεγμένα, γραμμένα σε μια γλώσσα ταυτόχρονα απλή αλλά και βασανιστικά μελετημένη. Oι λέξεις χρησιμοποιούνται σε ιδιαίτερα δυναμικούς συσχετισμούς και μεταφέρουν μια ιδιαίτερη φόρτιση σε σχέση με το νοηματικό τους περιεχόμενο. Επιτυγχάνεται έτσι μια νοηματική ακρίβεια που συνδυάζει τον ρυθμό με την παρηχητική μουσικότητα του στίχου.
Το μεταφορικό σύστημα είναι πράγματι πλούσιο και πρωτότυπο και χαρακτηρίζεται από τολμηρούς συσχετισμούς που δημιουργούν εικόνες προσωπικές, προσδίδοντας ένα ιδιαίτερο στίγμα ταυτότητας στο αισθητικό του σύστημα: «σκυθρωπών διαψεύσεων» (σ. 43), «λυπημένη διαύγεια» (σ. 44), «δριμύ ψέμα των ουρανών» (σ. 46), «πρόσφυγες φόβοι» (σ. 54), «θυμωμένη πληγή» (σ. 55) «πνιγμένο κουράγιο» (σ. 59), «ενάρετα ξίφη» (σ. 61), «μάταιο λυγμό» (σ. 65). O μηχανισμός της εικονοπλασίας στηρίζεται στην σύζευξη επιθέτων ή επιθετικών προσδιορισμών φορτισμένων με έντονα συναισθήματα ή ηθικό περιεχόμενο από τη μια και αφηρημένες έννοιες και βιωματικές καταστάσεις από την άλλη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πρωτότυπες εικόνες που προκαλούν συνεχώς το πνεύμα του αναγνώστη και ασυναίσθητα εισχωρούν και αποτυπώνονται μέσα του, αφυπνίζοντας και ερεθίζοντας ό,τι πιο ανθρώπινο ενυπάρχει ως απωθημένο βίωμα, φοβία, χαρά ή λύπη, αγωνία ή ενοχή, ή ακόμη και περιέργεια.
Η συλλογή του Κυριάκου Ευθυμίου είναι στην πραγματικότητα μια λυτρωτική πράξη που του επιτρέπει να περάσει από τους βασανιστικούς προβληματισμούς για τον κόσμο και τη ζωή, στην ανάδειξη της σεμνότητας, της αυθεντικότητας, της ειλικρίνειας, της απλής και ασήμαντης καθημερινότητας, ως αξιών της πορείας μας από τη γέννηση στον θάνατο. Ενδεικτικό γι’ αυτό είναι το ποίημα «Παράφορο φιλί», όπου ο ποιητής αναμετράται με την αγωνία και τον φόβο μας του θανάτου, για να φτάσει στη λύτρωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου