του Άκη Δήμου
πηγή: http://www.parallaximag.gr
Ήταν ωραίες εκείνες οι ακλόνητες γυναίκες, ωραίες και επίμονες έτσι όπως είχαν βαλθεί να μετατρέψουν τα ανεμομαζώματα των χωρισμών σε σπάνια, αμύθητη αποσκευή, τα ξένα χέρια σε χάδια ανεξίτηλα και κάθε νέα γνωριμία σε ανοιχτό στοίχημα. Και τα κατάφεραν. Στις οικογενειακές ταβέρνες και στα κέντρα διασκεδάσεως της δεκαετίας του ’70 και νωρίτερα, άλλοτε μ’ ένα τσίτι κι άλλοτε μ’ ένα βραδινό σκούρο φόρεμα, να ξεχωρίζει η τρέσα στο μπούστο, όλη παγέτες, κόκαλο το μαλλί από τη λακ κι η ψεύτικη βλεφαρίδα μέχρι το φρύδι. Και, την άλλη μέρα, σε σαλοτραπεζαρίες, αυλές και μπαλκόνια, σε συνεργεία αυτοκινήτων, εργοτάξια και καθαριστήρια, στο Δεύτερο Πρόγραμμα και στα μεταμεσονύχτια των ραδιοπειρατών, εκείνα τα παράξενα χρόνια που η Ελλάδα έψαχνε το βήμα της στον κόσμο αλλά ήταν πάντα έτοιμη να σηκωθεί απ’ την καρέκλα της ακολουθώντας τις τρίλιες της φωνής (και το τίναγμα της λεκάνης) της Μαίρης Λίντα για να δει ποιος περνάει από κάτω κι αν θα γυρίσει για μια στιγμή να την κοιτάξει.
Όχι, δεν πρόκειται για νοσταλγία. Και δεν πρόκειται για νοσταλγία γιατί, πολύ απλά, δε νοσταλγείς ποτέ ένα δώρο που σου κάνανε όταν κανένας χρόνος δε στάθηκε ικανός να το αχρηστέψει. Τέτοια δώρα είναι και οι φωνές αυτές, και τα τραγούδια τους. Κι εκτός από δώρα, είναι και μέτρα σύγκρισης για όλο το ασυνάρτητο μετά, - φτάνει ν’ ακούσεις μια φορά τη Μοσχολιού στα «Δειλινά» του Ζαμπέτα να στέλνει αδιάβαστους όλους τους μετέπειτα τροβαδούρους του μικρομεσαίου αισθήματος και θα καταλάβεις σε ποιον ουρανό ανέβηκε κάποτε ο πήχης.
Να την ακούς, λοιπόν, την Πόλυ Πάνου κι όλες τις άλλες και να μαθαίνεις τα τραγούδια τους απέξω, να τα σιγοτραγουδάς και να σκέφτεσαι ότι αν δεν ερωτεύεσαι πια όπως θα ‘θελες, ακαριαία δηλαδή και σπαρταρώντας από χαρά, μπορεί να φταίει που φεύγουν όλοι εκείνοι που βάζανε νότες και λόγια στο θέλω μας. Κι ό,τι κι αν λες, όσο καλύτερα κι αν υποκριθείς τον ψύχραιμο και τον συγκρατημένο, πάντοτε μια βαθιά σου επιθυμία θα θέλει, πριν καεί, να το κάψει. Αλλά ποιος να της κάνει σιγόντο; Ποιος να της χτυπήσει παλαμάκια έτσι στα μουγκά που τελειώνουν οι νύχτες μας; -
πηγή: http://www.parallaximag.gr
Το απόγευμα του θανάτου της Πόλυς Πάνου, από μια βεράντα της οδού Ίμβρου –δίπλα ακριβώς στο καφέ «Ζαΐρ», αν αυτό σε βοηθάει να προσανατολιστείς –, κατέβαινε στο δρόμο ένα τραγούδι του Γιάννη Καραμπεσίνη με τη φωνή της. «Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη», παραπονιόταν η τραγουδίστρια, βαλαντωμένη αλλά και θυμωμένη μαζί, πώς αλλιώς; Του είχε τόσα και τόσα μαζεμένα, καταδικασμένη η σχέση τους απ’ την αρχή, έπρεπε να το έχει καταλάβει πλην όμως μεγάλη καψούρα, πού να το πάρεις πρέφα ότι ο άλλος «έχει στο αίμα του την αμαρτία» έτσι που σου καίει το φιλί του τις αντιστάσεις;
Αν θες να κάτσεις και να το αναλύσεις –κατάλαβες ποιο τραγούδι λέω, από το 1972 που πρωτοακούστηκε το ‘χει τραγουδήσει η μισή Ελλάδα – μπορείς να πεις ότι είναι ένα μελοδραματικό, υπερβολικό ξέσπασμα αλλά τι νόημα έχει ν’ αναλύεις τους έρωτες όταν παραδίνουν το πνεύμα και το σώμα τους (στους επόμενους έρωτες); Τέλος πάντων.
Εκεί στην Ίμβρου λοιπόν, την ώρα του τραγουδιού, ένας μεσήλικας στο καφενείο άκουγε προσηλωμένος, στο τραγούδι ή στα δικά του δεν ξέρω, στο ρεφρέν πάντως αναποδογύρισε το φλιτζάνι του και το άφησε να στεγνώνει. Το τραγούδι συνεχίστηκε μέχρι που τέλειωσε, ευτυχώς που ήταν αυτό, σκέφτηκα, κι όχι το άλλο, το «Τι σου ‘κανα και πίνεις» που είναι το ίδιο υπέροχο αλλά το ξεφτιλίσανε διάφορες μετά στις επανεκτελέσεις, αρχής γενομένης από ένα θλιβερό κορίτσι σ’ ένα παμπάλαιο «τάλεντ σόου», δεν ξέρω αν το θυμάσαι. Κλείνει το πλάνο.
Εκεί στην Ίμβρου λοιπόν, την ώρα του τραγουδιού, ένας μεσήλικας στο καφενείο άκουγε προσηλωμένος, στο τραγούδι ή στα δικά του δεν ξέρω, στο ρεφρέν πάντως αναποδογύρισε το φλιτζάνι του και το άφησε να στεγνώνει. Το τραγούδι συνεχίστηκε μέχρι που τέλειωσε, ευτυχώς που ήταν αυτό, σκέφτηκα, κι όχι το άλλο, το «Τι σου ‘κανα και πίνεις» που είναι το ίδιο υπέροχο αλλά το ξεφτιλίσανε διάφορες μετά στις επανεκτελέσεις, αρχής γενομένης από ένα θλιβερό κορίτσι σ’ ένα παμπάλαιο «τάλεντ σόου», δεν ξέρω αν το θυμάσαι. Κλείνει το πλάνο.
Τις επόμενες μέρες, η Πολυτίμη Κολιοπάνου ή, κατ’ άλλους, Πολυτίμη Μπίθα συνέχιζε να λείπει αλλά και όχι. Εάν δεν είσαι πωρωμένος με την ξένη δισκογραφία κι αν, εκεί που περπάτησες, πήρε ποτέ το μάτι σου τίποτα κυριακάτικα μισοπεθαμένα απογεύματα ή κάνα βράδυ αδέσποτο σ’ ένα τυχαίο ραδιόφωνο, δε μπορεί, θα θυμήθηκες το «Άσε πρώτα να ξεχάσω» ή το «Ένα σφάλμα έκανα» ή κάποιο άλλο απ’ τα πολλά της («Το παρελθόν μου το βαρύ», ας πούμε, υπόδειγμα στιχουργικής της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου), όπως θα θυμήθηκες και την εποχή που είχες ένα λόγο να τα τραγουδάς, συνήθως ένα λόγο με όνομα και μ’ ένα ζευγάρι μάτια που άλλοτε κοίταζαν εσένα κι άλλοτε αλλού, όπου, ωστόσο, κι αν κοιτάζανε, έτρεχε ένα τραγούδι να σε βρει όταν έσβηνε το βλέμμα.
Μέχρι να φτάσουμε στις σαμπάνιες άνευ αποδείξεως και στις τσικουδιές με εισιτήριο, στις κλαψιάρικες ομφαλοσκοπήσεις των «έντεχνων» και στα ξερατά των λαϊκοπόπ, υπήρξε μια ολόκληρη εποχή που οι άνθρωποι τραγούδαγαν πολύ και δυνατά γιατί ο καημός τους έτρεμε από ένα παράξενο κρύο κι άλλον τρόπο να τον ζεστάνουν δεν είχαν. Και πολλά τραγούδια από κείνη την εποχή (πολλά, όχι όλα) φτάσανε μέχρι εδώ σαν επικλήσεις σ’ ένα Θεό πρόθυμο όχι μόνο να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου αλλά και να σε παρακινήσει να αμαρτήσεις, γονατισμένος καθώς ήταν και κείνος απ’ τα πάθη και τους ζόρικους έρωτες (αν και περισσεύει το «ζόρικοι». Άμα ο έρωτας είναι έρωτας κι όχι αγαπούλα του Σαββατοκύριακου ζόρικος είναι, δεν γίνεται αλλιώς.) Ερχόταν η ξένη φωνή καταπάνω σου και, πριν τις τελευταίες νότες, είχες προλάβει να συνδεθείς απευθείας με τα υπόγεια της καρδιάς κι από κει να αναμεταδώσεις τη μαργαριταρένια σκόνη που αφήνει πίσω του ο άνθρωπος όταν ξημερώνεται ιδρωμένος, χωρίς όνειρα αλλά με μια φωτιά στο στόμα.
Δεν είναι απλή υπόθεση τέτοια τραγούδια. Όχι μόνο γιατί νίκησαν το χρόνο αλλά γιατί γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν από ανθρώπους γενναίους, που βγαίνανε στο πάλκο κατευθείαν απ’ τους χωματόδρομους κι έχτιζαν εκεί πάνω, με τα ελάχιστα αλλά δυσεύρετα υλικά τους, «πετραδάκι πετραδάκι», ένα αίσθημα βαρύ κι ευάλωτο: το αίσθημα μιας αγάπης αποφασισμένης να το γλεντήσει πριν την προδοσία και ύστερα. Κι ακόμα πιο πολύ: να το γλεντήσει τη στιγμή της προδοσίας, αφού εκείνη ακριβώς τη στιγμή (που σου απορρίπτουν την κλήση) είναι που σε πιάνει ν’ ανέβεις στα τραπέζια και να τα σπάσεις.
Μερικά απ’ αυτά τα τραγούδια τα είπε η Γιώτα Λύδια κι άλλα η Καίτη Γκρέϋ. Μερικά άλλα η Δούκισσα και μερικά η Μαρινέλλα, τότε που τραγούδαγε με τον Καζαντζίδη σ’ ένα μαγαζί στο Καραμπουρνάκι κι όσοι δεν είχανε λεφτά να πάνε παίρναν το καραβάκι και στέκονταν απέναντι ακούγοντας όλο το πρόγραμμα πάνω στο κύμα. Κάποια τα είπε η Ρίτα Σακελαρίου και κάποια άλλα η Πόλυ Πάνου. Το «Τι να την κάνεις τη ζωή», ας πούμε, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Αλέκου Γαλανού, που λίγο αργότερα το είπε ο Νίκος Ξανθόπουλος στον «Ζητιάνο μιας αγάπης» κι εκατομμύρια χρόνια μετά το είπα κι εγώ, σ’ ένα μπαλκόνι στη Χαριλάου ξημερώματα, με μοναδικούς ακροατές έναν κάκτο και μια ξεχασμένη διαφημιστική πετσέτα θαλάσσης στα κάγκελα του απέναντι μπαλκονιού, περιμένοντας μια επίσκεψη που κόλλησε στην κίνηση και δεν ήρθε ποτέ.
Ήταν ωραίες εκείνες οι ακλόνητες γυναίκες, ωραίες και επίμονες έτσι όπως είχαν βαλθεί να μετατρέψουν τα ανεμομαζώματα των χωρισμών σε σπάνια, αμύθητη αποσκευή, τα ξένα χέρια σε χάδια ανεξίτηλα και κάθε νέα γνωριμία σε ανοιχτό στοίχημα. Και τα κατάφεραν. Στις οικογενειακές ταβέρνες και στα κέντρα διασκεδάσεως της δεκαετίας του ’70 και νωρίτερα, άλλοτε μ’ ένα τσίτι κι άλλοτε μ’ ένα βραδινό σκούρο φόρεμα, να ξεχωρίζει η τρέσα στο μπούστο, όλη παγέτες, κόκαλο το μαλλί από τη λακ κι η ψεύτικη βλεφαρίδα μέχρι το φρύδι. Και, την άλλη μέρα, σε σαλοτραπεζαρίες, αυλές και μπαλκόνια, σε συνεργεία αυτοκινήτων, εργοτάξια και καθαριστήρια, στο Δεύτερο Πρόγραμμα και στα μεταμεσονύχτια των ραδιοπειρατών, εκείνα τα παράξενα χρόνια που η Ελλάδα έψαχνε το βήμα της στον κόσμο αλλά ήταν πάντα έτοιμη να σηκωθεί απ’ την καρέκλα της ακολουθώντας τις τρίλιες της φωνής (και το τίναγμα της λεκάνης) της Μαίρης Λίντα για να δει ποιος περνάει από κάτω κι αν θα γυρίσει για μια στιγμή να την κοιτάξει.
Όχι, δεν πρόκειται για νοσταλγία. Και δεν πρόκειται για νοσταλγία γιατί, πολύ απλά, δε νοσταλγείς ποτέ ένα δώρο που σου κάνανε όταν κανένας χρόνος δε στάθηκε ικανός να το αχρηστέψει. Τέτοια δώρα είναι και οι φωνές αυτές, και τα τραγούδια τους. Κι εκτός από δώρα, είναι και μέτρα σύγκρισης για όλο το ασυνάρτητο μετά, - φτάνει ν’ ακούσεις μια φορά τη Μοσχολιού στα «Δειλινά» του Ζαμπέτα να στέλνει αδιάβαστους όλους τους μετέπειτα τροβαδούρους του μικρομεσαίου αισθήματος και θα καταλάβεις σε ποιον ουρανό ανέβηκε κάποτε ο πήχης.
Να την ακούς, λοιπόν, την Πόλυ Πάνου κι όλες τις άλλες και να μαθαίνεις τα τραγούδια τους απέξω, να τα σιγοτραγουδάς και να σκέφτεσαι ότι αν δεν ερωτεύεσαι πια όπως θα ‘θελες, ακαριαία δηλαδή και σπαρταρώντας από χαρά, μπορεί να φταίει που φεύγουν όλοι εκείνοι που βάζανε νότες και λόγια στο θέλω μας. Κι ό,τι κι αν λες, όσο καλύτερα κι αν υποκριθείς τον ψύχραιμο και τον συγκρατημένο, πάντοτε μια βαθιά σου επιθυμία θα θέλει, πριν καεί, να το κάψει. Αλλά ποιος να της κάνει σιγόντο; Ποιος να της χτυπήσει παλαμάκια έτσι στα μουγκά που τελειώνουν οι νύχτες μας; -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου