«Είκοσι χρόνια μετά, μπρος στο μπλοκ που μέναμε»
Φωτογραφία και λεζάντα από το βιβλίο.
Ο Λεών Περαχιά είναι ο μεσαίος της φωτογραφίας
του Γιώργου Κορδομενίδη
Λεών Χ. Περαχιά. Μαζάλ: Αναμνήσεις από τα στρατόπεδα του θανάτου (1943-1945). Θεσσαλονίκη, [ιδιωτική έκδοση] 1990, 144 σελ.
Η αναγγελία μιας κηδείας σε τοπική εφημερίδα έκανε γνωστό τον θάνατο, σε ηλικία 79 ετών, του Λεών Χανανέλ Περαχιά, ενός από τους ελάχιστους Θεσσαλονικείς Εβραίους οι οποίοι επέζησαν από τη γενοκτονία των ναζιστικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως.
Ο Περαχιά έφυγε πλήρης ημερών, όπως λένε σε τέτοιες περιπτώσεις, έμεινε όμως το χνάρι του: το βιβλίο του Μαζάλ: Αναμνήσεις από τα στρατόπεδα του θανάτου, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1990, με ένα σχέδιο του Κάρολου Τσίζεκ στο εξώφυλλο και γενική επιμέλεια του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Είναι η προσωπική του μαρτυρία για τα οριακά γεγονότα που έζησε, βλέποντας την κάποτε ακμαία εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης να αποψιλώνεται με απίστευτη ταχύτητα και βιαιότητα, αλλά και συγγενείς, φίλους ή γνωστούς να χάνονται στη δίνη της παράλογης απανθρωπιάς που τύλιξε την Ευρώπη πριν από εξήντα χρόνια.
Το βιβλίο του Λεών Περαχιά αναφέρεται κυρίως στη ζωή των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως Μπιρκενάου και Αουσβιτς. Η αφήγησή του ακολουθεί το ίδιο μοτίβο με τις περισσότερες αφηγήσεις επιζώντων από τη γενοκτονία του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου: σύντομη εξιστόρηση της ζωής του αφηγητή πριν από τη σύλληψή του, περιγραφή του ταξιδιού με το τρένο προς τα στρατόπεδα, αφήγηση της ζωής στα ίδια τα στρατόπεδα. Ο Περαχιά ανήκει, μαζί με τον Μαρσέλ Νατζαρή, στις ελάχιστες εξαιρέσεις, που στα κείμενά τους αναφέρονται σε γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, όπως είναι ο ελληνοαλβανικός πόλεμος και το αντάρτικο.
Ο Περαχιά επίσης έχει το σπάνιο ταλέντο να μας κάνει εξαρχής συμπάσχοντες, καθώς μας ενώνει με μια φράση που μας περιέχει όλους, «Ο κάθε γονιός κοπιάζει και μοχθεί για τα παιδιά του», συμφιλιώνοντάς μας με την ανάγνωση ενός βιβλίου που ξέρουμε τι περιέχει: κακουχίες, εξευτελισμούς, απόλυτη βία, εκατόμβες θυμάτων με σκελετούς και στάχτες...
Η ματιά του πάνω στον κόσμο των στρατοπέδων συγκεντρώσεως δεν είναι αφελώς μανιχαϊστική: από εδώ οι εγκληματίες και από εκεί τα θύματα. Γερμανοί και έγκλειστοι μοιράζονται την ίδια κόλαση. Ο σαδισμός των πρώτων κολλάει, σαν κακιά αρρώστια, στους δεύτερους, ο χαρακτήρας των οποίων αλλοιώνεται κάτω από την ανελέητη πίεση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης.
Ο Περαχιά βλέπει τον γερμανικό λαό ως σύνολο αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να περιγράψει τη διαφορετική συμπεριφορά απέναντί του ενός Γερμανού αξιωματικού, με τον οποίο θα αναπτύξει την ισχυρότερη σχέση του βιβλίου. Ακόμη, κρίνει ελεύθερα τους ομοθρήσκους του, συμμερίζεται την κατακραυγή κατά του αρχιραββίνου Κόρετς και του προδότη Χασόν, αλλά και κατακρίνει την έλλειψη αντίδρασης εκ μέρους των τοπικών αρχών της Θεσσαλονίκης στις διώξεις κατά των Εβραίων συμπολιτών τους.
Η αφήγηση του Περαχιά είναι δομημένη με τέχνη, με ιδιαίτερη ικανότητα στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην περιγραφή χαρακτήρων, σχολιάζει στο βιβλίο της Το Ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων (Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής 1993) η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η οποία έχει μελετήσει και παρουσιάσει διεξοδικά και τεκμηριωμένα τις προφορικές και γραπτές μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων. Ο συγγραφέας, συνεχίζει, επιμένει περισσότερο από τους άλλους στην προβολή μιας κεντρικής μορφής ήρωα-αφηγητή, γύρω από τον οποίο οργανώνεται η ιστορία, που περιλαμβάνει προσωπικά παθήματα αλλά και πολλά κατορθώματα. [...] Αποδίδει την επιβίωσή του όχι μόνο στην τύχη αλλά και στις δραστηριότητες που ανέπτυξε στο Αουσβιτς ως τραγουδιστής και ως πεπειραμένος εργάτης.
Η παρουσία ενός τόνου χιούμορ στην αφήγησή του μπορεί να ερμηνευθεί ως ψυχολογικός αμυντικός μηχανισμός αλλά και ως επιθυμία του συγγραφέα να υποστηρίξει την ύπαρξη μιας θετικότητας στα σκοτεινά εκείνα χρόνια και να υπογραμμίσει τη σημασία του αγωνιστικού πνεύματος.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι ο Περαχιά αποδίδει ξεχωριστή σημασία στην προέλευσή του: Ελληνας από τη Θεσσαλονίκη. Αντιγράφω τη σχετική επισήμανση από άρθρο του Χρήστου Καββαδά, από τα πρώτα και λιγοστά που γράφτηκαν γι' αυτό το βιβλίο (Εντευκτήριο, τχ. 13, Δεκέμβριος 1990): Η πρώτη εκατονταρχία της νυκτερινής βάρδιας αποτελείται μόνον από Θεσσαλονικείς Εβραίους και πηγαίνει στη δουλειά τραγουδώντας [...]. Την επανάσταση στα κρεματόρια αποπειρώνται Ελληνες, και σε όλη την περιγραφή της Ελληνες αποκαλεί τους έγκλειστους ομοθρήσκους του, θεωρώντας ότι μια τέτοια υψηλή και απόκοτη πράξη είναι απαραίτητο να την αποδώσει στη γενικότερη και πιο ουσιαστική τους ιδιότητα: Αυτήν του Ελληνα. Αλλά και σε μία από τις σπάνιες φορές του βιβλίου που προβάλλει τον εαυτό του στο επίκεντρο ενός επεισοδίου προσωπικού ηρωισμού, στο τέλος και σε ερώτηση του Γερμανού Γενικού, «Οι Γραικοί είναι σαν εσένα;», θα απαντήσει: Οχι, εγώ είμαι σαν τους Γραικούς.
Αν και ο Περαχιά δεν θέλησε ίσως να αφήσει τίποτε περισσότερο από την προσωπική του μαρτυρία, το βιβλίο του είναι γοητευτικό, καμωμένο με την ίδια επιδεξιότητα με την οποία χειριζόταν τον τόρνο... Εχει τη σφραγίδα του προσωπικού του πάθους, της αγάπης του για τη χειρωνακτική δουλειά του, για το τραγούδι, για τη ζωή. Ανοίγει, μ' αυτόν τον τρόπο, μικρές χαραμάδες που ξανοίγουν το αναπόφευκτο, βαθύ σκοτάδι: Απ' τη Θεσσαλονίκη φύγαν 19 αποστολές με ένα σύνολο 45.650 ανθρώπων. Στα στρατόπεδα ανδρών μπήκαν 6.742 άτομα και στα στρατόπεδα γυναικών 4.234. Οι υπόλοιποι εστάλησαν κατευθείαν στα κρεματόρια.
Παρά ταύτα, το βιβλίο του είναι μια επίμονη κατάφαση ζωής, μιας ζωής κερδισμένης σίγουρα με τύχη αλλά και με βαρύ, δύσκολο, ανυποχώρητο αγώνα.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 26.9.1999]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου