31o Δημοτικό Σχολείο, Σαράντα Εκκλησιές
γράφει η Άννα Κουστινούδη
(Για τη Βερονίκη, τον Λεωνίδα, τον Παντελή,
που από [συμ]μαθητούδια της Α΄
Δημοτικού,
βρεθήκαμε δάσκαλοι και δασκάλες του Διαπολιτισμικού).
Τη λέγανε κυρία Άσα. Την πρώτη μου (μας) δασκάλα
της Α΄ Δημοτικού. Τη θυμάμαι μεσόκοπη, μάλλον κοντούλα, μελαχρινή και κάπως ευτραφή,
με μπάσα και ελαφρώς βραχνή φωνή, και διαρκώς χαμογελαστή. Εν μέσω Χούντας, παρελάμβανε τα πρωτάκια εκείνου
του Σεπτέμβρη του 1971 από τα χέρια των μανάδων και των γιαγιάδων που τα
έφερναν – με απειλές (ενίοτε και ξυλιές) ή με καλοπιάσματα, ανάλογα με την
περίπτωση – μέχρι τη βαριά σιδερένια εξώπορτα του πέτρινου 31ου δημοτικού
σχολείου 40 Εκκλησιών. Κρατούσε ψηλά με το ένα της χέρι κάτι που έμοιαζε με
λάβαρο, όμορφα στολισμένο με κορδελίτσες, λουλουδάκια και φρουτάκια. Ανάμεσά
τους ξεχώριζε ένα καρτελάκι που έγραφε με μεγάλα κεφαλαία γράμματα «Α’
Δημοτικού».
Ήμουν από εκείνα τα πρωτάκια
της χρονιάς μου πού ούτε απειλές ούτε και καλοπιάσματα χρειάστηκαν για να πάνε
σχολείο, αφού τα δύο προηγούμενα χρόνια ―ελλείψει νηπιαγωγείου στον συνοικισμό
μας― τα πέρασα κρεμασμένη στα κάγκελα του μικρού μας μπαλκονιού, που αγνάντευε
από αρκετά μεγάλη απόσταση ολόκληρο το πέτρινο σχολικό κτίριο και την αυλή του,
περιμένοντας να έρθει και για μένα το πλήρωμα του (σχολικού) χρόνου. Άπραγο και
ολομόναχο μοναχοπαίδι της κακοτράχαλης τότε (και τώρα) οδού Νοταρά (μόνο ο
Στέργιος υπήρχε στη γειτονιά, κι εκείνος ήταν ένα χρόνο μικρότερος και
φιλάσθενος), κάθε πρωί παρακολουθούσα βιωματικώς, ανελλιπώς και απαρεγκλίτως,
τη συγκέντρωση στη γραμμή των μαθητών και των μαθητριών, το πανομοιότυπο
κούνημα των δεξιών χεριών( πάνω-κάτω-δεξιά-αριστερά-κέντρο), την προσευχή και
την έπαρση της σημαίας μετά του εθνικού ύμνου. Φορούσα μάλιστα (δανεικιά) την
παλιά, ξεθωριασμένη, μπλε ποδιά και το άσπρο πικεδένιο γιακαδάκι της
Αθανασούλας (της μεγαλύτερης αδελφής του Στέργιου), και είχα μάθει απέξω κι
ανακατωτά την καθημερινή διαδικασία που εκτυλισσόταν μηχανιστικά
(βρέξει-χιονίσει), από Δευτέρα μέχρι και Σάββατο, στην αυλή του σχολείου. Την
ακολουθούσα πιστά κι εγώ από το μπαλκόνι μας, μιμούμενη τις ίδιες ακριβώς
κινήσεις και ψάλλοντας δυνατά, αν και δεν καταλάβαινα και πολύ καλά ―λόγω
απόστασης από το σημείο των τεκταινόμενων ― τα στρατιωτικά παραγγέλματα των
δασκάλων. Όταν έλεγαν, λ.χ., «στοιχηθείτε» και αμέσως μετά εκείνο το «ατενώς»,
εγώ άκουγα «ατμός», «ατνός» ή κάτι τέτοιο, κι όταν ρώτησα τη μάνα να μου
εξηγήσει τι ακριβώς λένε και τι σημαίνουν τα λόγια αυτά, εκείνη δεν ήξερε να
μου πει. Ήμουν ωστόσο μία καθημερινή, εξάχρονη, απελπιστικά κωμική φιγούρα/παλιάτσος
στο μπαλκόνι μας, σαν εκείνες του Μπέκετ. Διετέλεσα ξεκαρδιστικό θέαμα-ακρόαμα
της οδού Νοταρά για τη γειτονιά, που δεν έχανε το σπαρταριστό πρωινό μου
δρώμενο με τίποτα! Μα εγώ ζήλευα τόσο πολύ,
ήθελα να είμαι κι εγώ εκεί, μαζί με τ’ άλλα παιδιά, όχι μόνο στη γραμμή μα και
στα ενδότερα της αίθουσας, εκεί που μάθαιναν τα λεγόμενα γράμματα. Μα ήμουν
μικρή ακόμα κι έπρεπε να περιμένω. Άτιμο πράγμα η μοναξιά, και μάλιστα η
παιδική.
Όταν λοιπόν με παρέλαβε η
κυρία Άσα, εμένα και την άδεια σάκα μου, εκείνο το πρωί του Σεπτέμβρη του 1971,
πήρε στα χέρια της έτοιμο φρούτο, ώριμο, γινωμένο και ιδεολογικά πουσαρισμένο, όλο
μεράκι και χαρά για σχολειό και
γράμματα, αλλά προπάντων, για συνομήλικη συντροφιά. Άφησα το χέρι της μάνας
κι έπιασα, κάπως ντροπαλά, της κυρίας Άσας.
Εκείνη παίνεψε εν πρώτοις τα γαλάζια μου μάτια κι είπε στη μάνα: «Τι χαρούμενο
παιδάκι είναι αυτό, προβλέπω μεγάλη πρόοδο και επίδοση!» Κι η μάνα, όλο καμάρι,
μ’ άφησε ξένοιαστη στα χέρια της δασκάλας κι αποσύρθηκε. Κι ήταν η πρώτη και
μοναδική φορά που με πήγε στο σχολείο. Από τη δεύτερη κιόλας μέρα, πήγαινα μόνη
μου, κι ήταν χαρά και γλέντι ο δρόμος για το σχολείο και τώρα πια άρχισα κι
εγώ, επίσημα πλέον, να συμμετέχω στα πρωινά τελετουργικά της γραμμής, του
«στοιχηθείτε», του «ατενώς», του «Σε γνωρίζω από την όψη» κτλ. Και τ’ άλλα τα
πρωτάκια, μαζί και η δασκάλα, απορούσαν κι αναρωτιόντουσαν πού τα ’ξερα εγώ τόσο
καλά όλα αυτά και τα εκτελούσα εντελώς σωστά σαν προγραμματισμένο μηχανικό
παιχνίδι, που έψαχνε το δόλιο να σκαρφιστεί τρόπους να διασκεδάσει την αφόρητη
ανία και πλήξη τής μέχρι τούδε ασυντρόφευτης παιδικής υπόστασής του.
Η σάκα μου γέμισε με τετράδια,
βιβλία ―όλα καπλαντισμένα και νοικοκυρεμένα υπό την επίβλεψη της Κυρίας μας―
και με όλα τα άλλα σχολικά είδη. Η Κυρία Άσα αποδείχθηκε θησαυρός ανεκτίμητος.
Τι παιχνίδια, τι θεατρικά, τι παντομίμες, τι πλαστελίνες, τι ομορφοτυπωμένα (με
stencil) καρτελάκια, καθημερινά, με προτασούλες του τύπου: «Φάγαμε γλυκά μήλα» και
μας μοίραζε φρέσκα μήλα του Σεπτέμβρη μαζί με το καρτελάκι της ημέρας, που τα
τρώγαμε λαίμαργα και μοσχομύριζε η τάξη. Επίσης: «μετρώ με ξυλαράκια» και μας γέμιζε
χρωματιστά ξυλαράκια να μάθουμε αριθμητική διασκεδάζοντας, παίζοντας. Υλοποιημένη,
βιωματική μάθηση το 1970, τώρα που το σκέφτομαι, και ακόμα θυμάμαι και χαίρομαι.
Μας μάθαινε ακόμα να δοκιμάζουμε γεύσεις· μέχρι και βρώμη έμαθα να τρώω εκεί μαζί
της, γιατί την ανακατεύαμε με γάλα, μήλο και μέλι (βάζαμε και κανέλα) την ώρα
του κολατσιού, και πρώτη και καλύτερη η κόρη της κυρίας, η Στάσα, την έτρωγε!
Δεν ξανασυνάντησα άλλη τέτοια δασκάλα και δάσκαλο ομού, καθ΄ όλη τη διάρκεια
των μετέπειτα εγκύκλιων σπουδών μου, κι αυτό είναι ένα παράπονό μου, μία
έλλειψη οδυνηρή.
Αλλά, ως γνωστόν, τα καλά
πράγματα στη ζωή κρατάνε λίγο. Εξακριβωμένο. Μέχρι τον Φλεβάρη του 1972, για
την ακρίβεια. Τότε δηλαδή που η πρώτη τάξη μας χωρίστηκε σε δύο τμήματα – ήρθαν
κι άλλα παιδάκια εν τω μεταξύ και πλήθυνε οριακά το ένα και μοναδικό, ώς τότε,
τμήμα. Ο διαχωρισμός έγινε με αυστηρά αλφαβητική σειρά! Βρέθηκα, φυσικά, στο 2ο
τμήμα, με καινούργια δασκάλα, νεοφερμένη, ξερακιανή, φωνακλού – μια
αποκρουστικά τσιριχτή φωνή θυμάμαι – και καταθλιπτική, ένα πλάσμα θλιβερό και κατακουρασμένο.
Το όνομά της το απώθησε η μνήμη στα άδυτά της, αλλά τη θυμάμαι να κάθεται
μόνιμα στην έδρα με τη ζακέτα ή το παλτό ανάρηχα ριγμένο στους ώμους, με το
βιβλίο ανοιχτό μπροστά της να απαγγέλλει αδιάφορα το μάθημα κι εμείς να
καθόμαστε ακίνητα, βαριεστημένα, αδίδακτα κι απορημένα με το ανέλπιστο
σχολικό ριζικό μας. Πού πήγαν τα
καρτελάκια, τα ξυλαράκια, οι πλαστελίνες, τα μήλα, τα παιχνίδια, οι
μεταμφιέσεις, οι παντομίμες, όλα εκείνα τα ωραία βιωματικά της κυρίας Άσας, που
σ΄ έκαναν να μαθαίνεις και να διασκεδάζεις ταυτόχρονα; Μείνανε και συνεχίστηκαν
στο τμήμα Α1, στους τυχερούς εκείνους και εκείνες που το επώνυμό τους άρχιζε από «Α» έως και «Ι». Έχασα τον σχολικό μου κόσμο όλο κάτω απ’ τα
πόδια μου μαζί με την Κυρία Άσα κι έχυσα δάκρυα ατέλειωτα στο σπίτι.
Τα έφερε έτσι η τύχη κι έγινα
δασκάλα. Ποτέ δεν το μετάνιωσα κι ούτε ποτέ με φαντάστηκα να κάνω κάτι άλλο. Μαζί
με μένα και η Βερονίκη, ο Λεωνίδας και ο Παντελής, οι φίλοι/ες-συμμαθητές από το θρανίο της Α΄ Δημοτικού, και μετέπειτα
(τύχη αγαθή) συνάδελφοι στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο. Ο Λεωνίδας ήταν από τους
τυχερούς που μείνανε με την κυρία Άσα. Οι υπόλοιποι/ες βιώσαμε το υπόλοιπο της
σχολικής χρονιάς ως κοινό τραύμα παιδικό, και ίσως αθεράπευτο. Ο Λεωνίδας και ο
Παντελής εξακολουθούν να διαμένουν στην οδό Νοταρά και σήμερα διδάσκουν στο
Πειραματικό του κέντρου. Εγώ και η Βερονίκη παραμένουμε στο Διαπολιτισμικό.
Κανένας από τους τέσσερίς μας δεν κάθεται στην έδρα όταν κάνουμε μάθημα. Πάντα,
σχεδόν, όρθιοι/ες και κοιτάμε τα παιδιά μας στα μάτια.
[ Η Άννα Κουστινούδη γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του τμήματος Αγγλικής γλώσσας & Φιλολογίας του Α.Π.Θ., στο οποίο έχει διδάξει μαθήματα λογοτεχνίας και Δεξιοτήτων Έρευνας ως λέκτορας επί συμβάσει. Οι δημοσιεύσεις της και τα ακαδημαϊκά - ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο βικτωριανό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, με έμφαση στην αφηγηματολογία, τον μεταδομισμό, τον φεμινισμό και την ψυχανάλυση. Ακαδημαϊκά άρθρα της και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα περιοδικά και ανθολογίες. Άρθρα της, πεζά, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως Παρέμβαση, Το Δέντρο, Οροπέδιο, Εντευκτήριο, Εμβόλιμον, Φρέαρ, The Books Journal Vakxikon, Bibliotheque κ.ά. Η μονογραφία της με τίτλο: "The Split Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction" (To Διχασμένο Αφηγηματικό Υποκείμενο στα Πρωτοπρόσωπα Έργα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ) εκδόθηκε το 2011 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Lexington Books". ]
-->
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου