10.9.17

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε


Cy Twombly, 4 saisons: Αutomne, 1993-1995



γράφει η Εύη Καρκίτη

Καμιά φορά λέω πως δεν έχω κοιμηθεί ποτέ. Σίγουρα πάντως δεν έκλεισα μάτι τη νύχτα πριν από την πρώτη μέρα της πρώτης Δημοτικού. Δεν είχα βέβαια λόγο στην πραγματικότητα, ήξερα από πολύ νωρίς και από προβλήματα ύπνου και από σχολεία. Αν βέβαια μπορεί να θεωρηθεί σχολείο ο παιδικός σταθμός. Είναι αλήθεια πως μου έμαθε έναν σωρό πράγματα, μου στέρησε όμως άλλα τόσα. Δεν χόρτασα το σπίτι μου, δεν είχα ποτέ χρόνο να χαζέψω τη λιακάδα ή να ακούσω τη βροχή χωρίς να χρειαστεί να σηκωθώ από το κρεβάτι, εκτός κι αν ήταν Κυριακή. Έξι μέρες την εβδομάδα σερνόμουν νυσταγμένη στους δρόμους μέχρι να φτάσω, άκουγα τον ήχο της μεταλλικής ψωμιέρας πάνω στο μακρόστενο τραπέζι της κουζίνας όπου τρώγαμε πρωινό και μεσημεριανό, και έβλεπα το φως απο τις γρίλιες των παραθύρων του άχαρου κοιτώνα της υποχρεωτικής ανάπαυσης. Δεν νομίζω να κατάφερα ποτέ να κοιμηθώ σε εκείνον τον χώρο. Άκουγα όμως τα άλλα παιδιά να παραδίδονται στον ύπνο, να βγάζουν πνιχτούς ήχους, και έλεγα στον εαυτό μου μια ιστορία για ένα αστέρι που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, μέχρι που αποφάσισε να πάει να ζήσει σε έναν άλλο ουρανό.
Μου έλειπε πολύ, πάρα πολύ, η μαμά μου.
Όμως, μέχρι να βρεθώ στο προαύλιο του Δημοτικού σχολείου, το είχα πάρει απόφαση.
Δεν το είχαν πάρει όλοι.

Εκείνο το πρωί, φτάνοντας στο σχολείο σχετικά νωρίς, με την άνεση του ανθρώπου που έμαθε να στέκεται στα πόδια του από το χάραμα, και μάλιστα χωρίς να έχει κοιμηθεί και πολύ, είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τα άλλα παιδιά. Μερικά τρομαγμένα, άλλα ανυπόμονα, μερικά χτενισμένα, άλλα τσαλακωμένα και λιγότερο φροντισμένα, μερικά με συντροφιά, άλλα μόνα τους. Τα πρωτάκια έκαναν μπαμ, σαν να υπήρχε πάνω τους μία κόκκινη σειρήνα που στριφογύριζε δαιμονισμένα γύρω από τον εαυτό της, έβγαζε φως και έναν εκκωφαντικό ήχο. Έχοντας μάθει να φροντίζω μόνη τον εαυτό μου, να πλένομαι, να χτενίζομαι, να ντύνομαι, δεν ανησυχούσα και τόσο για την εμφάνισή μου, και φυσικά διαπίστωσα πως ανήκα σε εκείνους που θα έμπαιναν στην τάξη χωρίς δάκρυα. Τα δικά μου είχαν κυλήσει τέσσερα χρόνια πριν. Επίσης, ήμουν έτοιμη να βοηθήσω, εάν διαπίστωνα πως κάποιος είχε την ανάγκη μου.
Και κάποιος την είχε.

Ήταν ένα αγόρι. Κάτασπρο σαν φάντασμα, ταραγμένο σαν παιδί παραμυθιού που το εγκατέλειψαν στο δάσος και δεν σκέφτηκε να αφήσει πίσω του πετραδάκια, ώστε να βρει τον δρόμο της επιστροφής.
Είναι αλήθεια πως δεν το είχε σκεφτεί.
Ήταν ένα αγόρι εντελώς άβγαλτο, θα έλεγε κανείς πως μόλις εκείνο το πρωινό το είχε κάποιος ξεκολλήσει από την αγκαλιά της μαμάς του.
Υπήρχαν τόσο τυχεροί άνθρωποι στον κόσμο που έζησαν για πολλά πολλά χρόνια μέσα σε εκείνη την αγκαλιά.
Ήθελα να πάω κοντά του, από συμπόνοια αλλά και από έναν τυφλό θυμό, έναν βαθύ σκοτεινό θυμό, αλλά είχε μια τέτοια έκφραση που δεν μου έδινε το παραμικρό δικαίωμα να πλησιάζω πιο κοντά από τα δύο μέτρα. Ήταν ένα αγόρι τρομαγμένο, που πολύ σύντομα θα μάθαινε πως η ζωή της μέρας ―και σε αντίθεση με όσα θα άκουγε πολλά χρόνια αργότερα για τη ζωή της νύχτας― είναι μια ζωή άγρια και κουραστική, έχει ανταγωνισμό, υποχρεώσεις, ωράρια, νύστα, νύστα άφθονη, ακόμη κι αν καταφέρνει να κοιμάται καλά το βράδυ. Ήταν όμως κι ένα αγόρι περήφανο, που σε ανύποπτο χρόνο κάποιος, κουνώντας ένα δάχτυλο μπροστά από το πρόσωπό του, του έμαθε πως δεν πρέπει να δίνει δικαιώματα.
Δεν υπήρχε περίπτωση να δώσει σε κάποια σαν εμένα.
Ωστόσο, πέρα από τον φόβο και την περηφάνεια, υπήρχε και κάτι άκομη. Κάτι επιτακτικό, που δεν μπορούσε να πάρει αναβολή.
Το αγόρι κατουριόταν.
Απόρησα γιατί δεν πήγαινε μέχρι την τουαλέτα να ξεμπερδέψει από αυτό το μαρτύριο ― θα γνώριζα αργότερα πολλούς ανθρώπους που αρνούνταν να ξεφύγουν από τα μαρτύριά τους, συνηθίζοντας να τα κουβουλούν σαν ένα χαρακτηριστικό τους γνώρισμα, ένα διακριτικό στον απέραντο κόσμο, ένα είδος τρυφερής ταυτότητας.

Δεν μπορούσα να αφήσω το αγόρι να κατουρηθεί πάνω του μπροστά σε όλο το σχολείο.
Μόνο ένα παιδί, γιατί τέτοιο ήμουν, θα σκεφτόταν πως αυτό συμβαίνει επειδή δεν ξέρει πού βρίσκεται η τουαλέτα.
Το πλησίασα και του είπα «Πάμε, θα σου δείξω πού είναι, έχω ξανάρθει εδώ». Όμως, το αγόρι δεν έλεγε να κουνηθεί. Και τότε άπλωσα το χέρι μου, έπιασα το δικό του και άρχισα να το σέρνω απρόθυμα.
Είχα πάρει δικαιώματα από μόνη μου.
Έσπρωξα την ξύλινη πόρτα αλλά τη βρήκα κλειδωμένη. Και τότε σκέφτηκα πως το αγόρι αυτό το γνώριζε ήδη.
«Περίμενέ με εδώ, πηγαίνω να φέρω κάποιον να την ανοίξει», του είπα.
Είχα μόλις γυρίσει την πλάτη μου, όταν άκουσα έναν ήχο ανεπαίσθητο, αφάνταστα διακριτικό, σαν να ανοίγει κανείς μια βρύση με προσοχή, από φόβο μην ξυπνήσει ή ενοχλήσει τους άλλους.
Τελικά είχε συμβεί.
Δεν ήθελα να γυρίσω να κοιτάξω αλλά δεν γινόταν να μην.
Τα ούρα έκαναν μούσκεμα το σορτσάκι του, έτρεχαν στα πόδια του και άχνιζαν.
Έτρεχαν τα ούρα σαν ορμητικός ποταμός, σαν το αγόρι να μην είχε κατουρήσει ποτέ στο παρελθόν, σαν να το φυλούσε όλο γι' αυτήν την κρίσιμη, δύσκολη μέρα, την πρώτη μέρα του στο σχολείο, την πρώτη του μέρα μακριά από την αγκαλιά της μάνας του.
Γύρισε την πλάτη και βγήκε με σταθερό αξιοπρεπές βήμα από την πόρτα, χωρίς να νοιαστεί που το κουδούνι δεν είχε ακόμη χτυπήσει, χωρίς να ενδιαφερθεί για το ότι η πρώτη μέρα του στο σχολείο θα χανόνταν για πάντα στη λιμνούλα που σχημάτισε έξω από την πόρτα της τουαλέτας.

Τον έβλεπα καθημερινά τα έξι χρόνια του Δημοτικού. Τα τρία χρόνια του Γυμνασίου. Τα τρία χρόνια του Λυκείου. Τον βλέπω μέχρι σήμερα να περπατά στους δρόμους του προαστίου, να ψωνίζει στο σούπερ μάρκετ, να περιμένει στη στάση του λεωφορείου.
Αυτό είναι ένα από τα μαρτύρια τού να ζεις στην περιοχή που μεγάλωσες: το βήμα σου διαρκώς διασταυρώνεται με το παρελθόν. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Γι' αυτό και πάντα θα μετανιώνω που ζω μια συμβατική, κανονική ζωή και όχι τη ζωή του πλάνητα που ονειρεύτηκα έφηβη, να γυρνάω από εδώ, να γυρνάω από εκεί, και κάθε μέρα να είναι σαν να ξεκινούν όλα από την αρχή.
Τον είδα και πάλι χθες βράδυ να φορά ένα ελαφρύ μπουφάν για την ψύχρα του Σεπτεμβρίου. Δεν μιλήσαμε, φυσικά. Αν εξαιρέσει κανείς εκείνες τις δύο φράσεις που του είπα την πρώτη μέρα του σχολείου, δεν ανταλλάξαμε ποτέ λέξη.


[ Η Εύη Καρκίτη (Θεσσαλονίκη, 1965) είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, με ειδίκευση σε θέματα βιβλίου. ]

Πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου




-->


Δεν υπάρχουν σχόλια: