γράφει ο Αργύρης Παλούκας
Η πρώτη μέρα μου στο σχολείο ήταν μαρτυρική, μαρτυρικότερη από κείνη ενός αγίου που δοκιμάζεται σωματικά και ψυχικά από τον σατανά προκειμένου να αποδείξει την πίστη του. Το νηπιαγωγείο από το σπίτι μου απείχε μόλις πέντε λεπτά με τα πόδια, όμως σε αυτό το πεντάλεπτο συνέβη ό,τι πιο τρομερό θα μπορούσε να συμβεί στη ζωή ενός παιδιού.
Με κρατούσε από το χέρι η μητέρα μου, και πηγαίναμε. Στον δρόμο συναντήσαμε μυθικά πρόσωπα. Τη Φρειδερίκη, μία πανύψηλη και αδύνατη γυναίκα, που διατηρούσε καθαριστήριο και με φοβέριζε πως, αν δεν ήμουν καλό παιδί στο σχολείο ,θα με έβαζε στην επαγγελματική πρέσα και θα με σιδέρωνε. Την Αργυρούλα, μία χοντρή, με κοντά μαύρα μαλλιά, η οποία ήρθε και δάγκωσε το χέρι μου. Μία γριά που σταυροκοπιόταν όλη την ημέρα αλλά τις Απόκριες φορούσε τα ρούχα του άντρα της, έδενε κι ένα γουδοχέρι μπροστά στο παντελόνι, μέθαγε κι έβγαινε στους δρόμους κοροϊδεύοντας τους περαστικούς.
Δεν ήταν όμως αυτό το πρόβλημα. Εκείνο το πρωί, ποιος θρήνος, ποιος οδυρμός, ποιο πένθος; Ούτε ο πόνος της Ερωφίλης όταν αντίκρισε το κεφάλι του Πανάρετου, του αγαπημένου της, κομμένο και σερβιρισμένο σε πιάτο από τον ίδιο της τον πατέρα, δεν μπορούσε να συγκριθεί με την άρνησή μου να πάω στο σχολείο. Σε όλη τη διαδρομή έκλαιγα και χτυπιόμουν από τοίχο σε τοίχο.
Η μητέρα μου άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Το χωριό δεν άργησε να μαζευτεί. Μέχρι και οι καμπάνες χτύπησαν, κι όλοι νόμισαν πως είχε κηρυχτεί πόλεμος. Ο πρόεδρος ήταν πολύ ηλικιωμένος και δεν ήταν εύκολο να ξυπνήσει. Έτσι, κάλεσαν τον παπά. Εξορκισμό, να κάνουμε εξορκισμό, έλεγε και ξανάλεγε. Με οδήγησαν τότε καμιά πενηνταριά άτομα προς την εκκλησία. Μπαίνοντας μέσα, τους γλίστρησα και πήγα εκεί όπου φύλαγαν το λιβάνι και τα καρβουνάκια. Ήξερα τα κατατόπια επειδή ουκ ολίγες φορές είχα διατελέσει βοηθός του ιερέα. Άρπαξα λοιπόν μια χούφτα λιβάνι, την έβαλα στο στόμα μου κι άρχισα να το μασάω με μανία. Σίγουρα εξορκισμός, φώναζαν κάποιοι. Γρήγορα. Τότε με βουτήξανε πέντε-έξι γεροδεμένοι, κι ήρθε ο παπάς από πάνω μου. Με σταύρωσε, με κατάβρεξε με αγιασμό και, αφού διέταξε ησυχία, ξεκίνησε. Πες μας ποιος είσαι, αποκαλύψου ενώπιόν μας.
Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε απόλυτη ησυχία. Αφού πέρασαν δυο-τρία λεπτά, άνοιξα το στόμα μου, έφτυσα το λιβάνι που ήταν πια σαν τσίχλα και, με τη στυφή γεύση του ακόμα πάνω στη γλώσσα μου μίλησα: Είμαι σαράντα δύο χρόνων και δεν βρήκα τίποτα πιο πολύτιμο στη ζωή μου ώς τώρα παρά την αγκαλιά της μητέρας ― όχι της ίδιας της μητέρας, αλλά όσων της μοιάζουν. Ας πούμε, η αποδοχή. Πριν από λίγο θελήσατε να με χωρίσετε από αυτήν, και τα καταφέρατε. Ευτυχώς, όμοιά της βρίσκει κανείς, αλλά μόνο στον έρωτα. Καλή τύχη.
[ Ο Αργύρης Παλούκας γεννήθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας το 1975. Σπούδασε θεατρολογία στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται από το 1994. Κείμενά του (ποιήματα και μελέτες) έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά, έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες κι έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Το ξέφτι (Μανδραγόρας 2007), Το αλάτι πίσω από τ' αυτί. Ένα ποίημα (Κέδρος 2009) και Θέλω το σώμα μου πίσω (Μεταίχμιο 2011, 1ο Βραβείο στο 32ο Συμπόσιο Ποίησης). Το 2016 ανθολόγησε αποσπάσματα από το πεζογραφικό έργο του Γιώργου Χειμωνά στον τόμο Αγάπη σαν ακολασία (Κριτική). ]
Πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου