γράφει η Ελένη Χοντολίδου
Το όριο των 60
είναι πολύ σημαντικό. Έχεις κάνει τα πράγματα που μπορούσες (όχι αναγκαστικά
αυτά που ήθελες), ξέρεις τα όριά σου καλά. Βαθμοί ελευθερίας απεριόριστοι. Δεν
σε νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι για σένα. Άλλωστε, οι μισοί δικοί σου έχουν
αρχίσει να αποχωρούν σιγά σιγά. Οι γονείς-τέρατα δεν ζουν πια, άσχετα αν σε
έχουν μαρκάρει όπως οι γελαδάρηδες τα μοσχάρια. Ανεξίτηλα.
Δεν υπάρχει σίγουρα
η σκέψη: «Τι θα κάνω όταν μεγαλώσω». Λ.χ., δεν θα διδάξω στο σχολείο, δεν θα
γίνω δήμαρχος, ούτε καν πρύτανης. Δεν θα παντρευτώ τον Χάρη, με πρόλαβε η
Μέγκαν. Δεν θα γνωρίσω ποτέ την Ιαπωνία, την Ωκεανία, την Κίνα. Δεν πειράζει
όμως, γιατί δεν αγαπώ τα ταξίδια. Φεύγω στη μέση παραστάσεων που δεν μου
αρέσουν, αφήνω αδιάβαστα βιβλία, διαπράττω και άλλες αμαρτίες που δεν τολμούσα
να κάνω στη νεότητά μου. Ό,τι ήταν να γίνω έγινα. Μοναδική μου επιθυμία να φύγω
πριν από τις φίλες και τους φίλους που μου έχουν απομείνει.
Καταλαβαίνω τον
εαυτό μου καλύτερα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω ακόμη, και δεν πρόκειται ποτέ να
καταλάβω, είναι η έλλειψη νοήματος σε όλο αυτό. Ούτε «μεγάλες αφηγήσεις» ούτε
μεγάλες προσδοκίες. Μικρά και καθημερινά, τα φωτάκια μας ο ένας στον άλλον,
«συμμαχίες ποντικών» λέγαμε κάποτε με μία φίλη.
Η σύνταξη με
απασχολεί κάπως από την άποψη της δόμησης του χρόνου μου. Δεν σκοπεύω να
συνεχίσω να δουλεύω στο Πανεπιστήμιο, και θα αφήσω το γραφείο μου πριν από τον
Αύγουστο του 2024. Δεν ξέρω καν εάν θα συνεχίσω την ταπεινή μου συγγραφική
δραστηριότητα. Ούτως ή άλλως, δεν θα χάσει η Βενετιά βελόνι! Το μόνο που θα μου
λείψει είναι αυτή η αναζωογονητική επίδραση των φοιτητριών μου και των λίγων
φοιτητών μου. Ποιους θα καταπιέζω, ποιους θα “φροντίζω”, με ποιους θα κανονίζω εκπαιδευτικές εκδρομές και
θεατρικές παραστάσεις; Ποιον θα διορθώνω για την κατάχρηση του «απλά», του
«μέσα από» και του «κάτω από»;
Τα κορίτσια μου.
Όμορφες, νέες, χωρίς τα ιδεολογικά βαρίδια της δικής μου γενιάς,
μισο-εργαζόμενες και κακοπληρωμένες σε μπαρ και όπου βρουν, απτόητες,
χαρούμενες και διψασμένες για ζωή. Αυτές θα μου λείψουν, γιατί κυρίως αυτό
έκανα όσο δούλευα: προσπάθησα να είμαι καλή δασκάλα.
Ανησυχώ εάν θα πουν
καλά λόγια στην κηδεία μου οι άθλιες, γιατί όταν… δημοκρατικά ζήτησα από μία,
την πιο αγαπημένη από όλες, να είναι καλή μαζί μου στον επικήδειο, μου είπε: «Πέθανε
εσύ, και θα σε κανονίσουμε εμείς». Τόσο χάλια, δηλαδή, Χαρούλα μου;
Σαράντα εννέα
χρόνια στη Φιλοσοφική, ως προπτυχιακή και μεταπτυχιακή φοιτήτρια και μετά
εργαζόμενη, θα αφήσω κυριολεκτικά το δεύτερο σπίτι μου.
Καθώς είμαι και
άθεη, δεν πιστεύω ότι θα ζήσουμε κάτι άλλο, κάπου αλλού, ούτε ότι θα
συναντηθούμε κάποτε με τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Όπως και να ’χει, τους
κουβαλάμε μέσα μας, τους φέρουμε στη ζωή μας καθημερινά σχεδόν.
Κατά έναν περίεργο
τρόπο, ενώ ξέρω (το μόνο που γνωρίσω μετά βεβαιότητας) ότι «όλοι θα πεθάνουμε
μια μέρα», κάθε φορά που χάνω έναν άνθρωπο μένω έκθαμβη –σαν αθώο παιδί–
μπροστά στην απώλεια. Δεν καταλαβαίνω ούτε γιατί, ούτε πώς και, κυρίως, δεν
καταλαβαίνω το νόημα της φράσης: «Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά
Σου». Ποιος είναι ο Κύριος και γιατί έχει αυτά τα παράλογα δικαιώματα; Ας
είναι, Κύριε, εάν υπάρχεις, άφησε τους φίλους μου στην ησυχία τους. Έχουμε να
κάνουμε πολλά στη σύνταξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου