του Γιώργου Τυρίκου-Εργά
Σήμερα πήγαμε με την Κατερίνα να κάνουμε μάθημα και έλειπε σχεδόν η μισή τάξη. Έπρεπε να είχαμε καταλάβει τι είχε συμβεί από την πρωτόγνωρη ησυχία που έκαναν οι υπόλοιποι μπαίνοντας, από τα σφιγμένα τους πρόσωπα. «Πού είναι οι άλλοι; Κοπάνα έκαναν πάλι;» είπα αστειευόμενος. «Οχι. Τους απέλασαν. They were deported». Mας κόπηκε το χαμόγελο μαχαίρι. Τα μάτια μου έπαιξαν ανήσυχα να μετρήσω απώλειες, να δω ποιοι ήταν εδώ και ποιοι... «Δηλαδή τέλος;». Βλακεία αντίδραση. Τέλος βέβαια, τι ρωτάω και ποιον ρωτάω. Δε θα ξαναδούμε τους μαθητές μας. Κοιτάς μετά τη λίστα στο χαρτί και τη λίστα που έχεις μέσα σου. Σκέφτεσαι τους ανθρώπους με τους οποίους έχεις δεθεί και που πλέον είναι σε «ασφαλή τρίτη χώρα». Πάει ο Ισάμ, που έμαθε ελληνικά για να λέει καλημέρα και που κάποτε αντί για μια καλή κουβέντα στα ελληνικά έλαβε κυνισμό και πάγο. Ο Ισάμ, μαζί με τα άλλα του προβλήματα, σχεδόν είχε χάσει την όρασή του, είχε εκλάμψεις κατά τις οποίες όλα σκοτείνιαζαν, φάσεις που γινόταν όλο και ποιο συχνές. Πίστευε ότι, εκτός από τη φτώχεια, ίσως στην Ευρώπη κάνει κάτι και για τα μάτια του. Πάει ο Σάμυ, που ήξερε να παίζει το κρουστό «τάμπλα» και να απαγγέλλει τις νότες του, με τα σμαραγδί μάτια, που έλεγε πως κατάγεται από τους μισθοφόρους τους Μεγάλου Αλεξάνδρου και που έκανε κάτι καταπληκτικά καλλιγραφικά γράμματα με θρησκευτική προσοχή. Ο Σάμυ, που για να πει μάθημα σηκωνόταν όρθιος ,παρόλο που του έλεγα ότι δεν είναι ανάγκη γιατί «έτσι τιμάει τον δάσκαλο που εθελοντικά δίνει την καρδιά του». Πάει και ο Χασάν που ήταν αναλφάβητος και που ντρεπόταν να το πει και που σκάλιζε τα ελληνικά γράμματα σαν να βαστούσε καλέμι και να πολεμούσε πέτρες. Κι άλλοι, κι άλλοι έλειπαν. Η Ευρώπη είναι πλέον πιο ασφαλής δίχως αυτούς. Πιο καθαρή.
Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς βγάλαμε το μάθημα σήμερα. Αυτοί οι άνθρωποι που έφυγαν και που ποτέ δεν θα ξαναδούμε, ξέρουμε πως γυρνούν πίσω σε μια κόλαση. Το ξέρετε και εσείς όλοι, απλά για μερικούς από εσάς αυτό δε σημαίνει τίποτα. Και δεν σημαίνει γιατί δεν τους είπατε ούτε μια κουβέντα. Δεν περάσατε ούτε μια ώρα μαζί τους. Δεν τους ρωτήσατε γιατί έφυγαν από τα σπίτια και τους συγγενείς τους, γιατί και πώς ήρθαν. Σας έχουν πει ό,τι χρειάζεστε να ξέρετε τα κανάλια και οι δικοί σας καθηγητάδες. Λαθρομετανάστες, τζιχαντιστές, όλα αυτά...
Σας εύχομαι ποτέ να μην σας έχουν εμπιστευτεί και αγαπήσει άνθρωποι που μετά θα μάθετε πως τους έστειλαν κάπου όπου πεινούν, κινδυνεύουν, σέρνονται να επιβιώσουν. Σας εύχομαι να μην χρειαστεί ποτέ να ζήσετε με αυτή τη γνώση.
Προς το τέλος του μαθήματος ο Γκαλρίμ, ένας άνθρωπος που έχει υποστεί βασανιστήρια και διώξεις και που παρ' όλα αυτά εκκρεμεί εναντίον του απέλαση, ήρθε και με αγκάλιασε. Σαράντα χρονώ μαντράχαλος, με αγκάλιασε σφιχτά και πολύ ώρα σα μωρό παιδί. «Τι έγινε, ρε φίλε;» του λέω. «Μπορεί να μην τα ξαναπούμε, δάσκαλε, ευχαριστώ για όλα.»
Ένας ένας ήρθαν και μας αγκάλιασαν, μια βουβή τελετουργία εν μέσω του μαθήματος. Σας εύχομαι τέτοιες αγκαλιές να μη σας δώσουν ποτέ. «Θα τα πούμε την άλλη Τετάρτη, παλιοπακιστανοί» τους φώναξα. «Ειδαλλιώς στον άλλο κόσμο!» Γέλασαν όλοι, δεν έλεγαν να φύγουν. Ο Σαμ, μεταφράζοντας τα λόγια μου, χρησιμοποιούσε πάντοτε τον τιμητικό πληθυντικό αριθμό «άντενε...» Λες και αυτοί πήραν από εμένα πιο πολλά από ό,τι εγώ πήρα από αυτούς πλουτίζοντας τα μέσα μου.
Ήταν νύχτα όταν βγήκαμε από το μάθημα. Αυτήν την ώρα που γράφω έρχονται μπροστά μου τα πρόσωπά τους. Μερικά από αυτά θα τα ξεχάσω σε λίγο καιρό, όπως ξεχνάει ο άνθρωπος από φυσικού του. Δε θα ξεχάσω όμως την πίκρα της δικής τους ματαίωσης, την αγκαλιά που μας έδωσαν, αυτήν που είχε μέσα της κάτι από τελευταίο ασπασμό.
Παιδιά, αυτή τη στιγμή η Ευρώπη απελαύνει με φτηνότατες δικαιολογίες και προχειρότατες διαδικασίες φτωχούς, αρρώστους και ανθρώπους που χρήζουν διεθνούς προστασίας. Μα πάνω από όλα, καταστρέφει γέφυρες. Επενδύει στα τείχη. Αφήνει πολέμους να μαίνονται και αθώους να χάνονται. Δεν οδηγεί πουθενά αυτό. Και βυθίζει την καρδιά και τα κουράγια μας σε μέρη από όπου δεν γίνεται να ανασυρθούν.
Υ.Γ. Ένα καϊκάκι είναι αραγμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Παλιότερα κουβαλούσε τους Μυτιληνιούς απέναντι να αγοράσουν πράγματα και να χαζέψουν στο παζάρι της Πέμπτης. Τώρα έχει ναυλωθεί για να κουβαλάει ψυχές ανεπιθύμητες, ζωές, όνειρα πλεονάζοντα. Αν το δεις μια καθημερινή τι ήρεμο που τραμπαλίζεται εκεί δεμένο, δεν πάει ο νους τη δουλειά που κάνει. Εγώ πια το βλέπω με φρίκη και γυρνώ αλλού. Είναι το σύμβολο της συλλογικής μας ντροπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου