15.4.15

Πανσέδες στο τσιγκελάκι

της Σοφίας Φιλιππίδου



Το τρένο που με πήγαινε στη Θεσσαλονίκη τη Μεγάλη Τρίτη, 7 Απριλίου, σταματούσε όπως πάντα στους προκαθορισμένους χορταριασμένους σταθμούς, με τα πέτρινα σταθμαρχεία και τις "αόμματες" βρύσες. Ο χαρακτηρισμός "αόμματες", που αναδύθηκε από τη βαθιά θάλασσα του υποσυνειδήτου μου όπως στα όνειρα, με βασάνιζε όλη τη Μεγάλη Βδομάδα, χωρίς να μπορώ και σήμερα ακόμα να δώσω μια ερμηνεία... Μόνο ξέρω πως, άμα τις είδα με τη βαθιάληγή" εκεί, στη θέση της μπρούντζινης κάνουλας, θυμήθηκα τον πατέρα μου, που ερχόταν σπίτι το Μεγάλο Σάββατο ―ο ήλιος είχε δύσει προ πολλού― χωρίς ψώνια! Όλα του τα λεφτά γινόντουσαν εμπορεύματα: λαμαρίνες... παλιά μπρούντζα, μπακίρια, τσίγκοι, αλουμίνια από εντομοκτόνα, παλιοσίδερα...

Φώναζε η μάνα μου, κατέβαζε ο πατέρας μου όλες τις χριστοπαναγίες και έφευγε από το σπίτι, νύχτα σχεδόν του Μεγάλου Σαββάτου. Πάντα την τελευταία στιγμή, τότε που κατέβαιναν τα κεπέγκια της αγοράς στο Βαρδάρη, αγόραζε με πίστωση ό,τι έβρισκε... Όλοι γνώριζαν τον Φίλιππο Φιλιππίδη! Έτσι, την Κυριακή πλέον, αφού τα Μεγάλα Σάββατα δεν μιλιόμασταν, μαγειρεύαμε για να "γιορτάσουμε" την Πασχαλιά!

Αυτά γινόντουσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60... Τότε που ακόμη στόλιζα τον Επιτάφιο και που μια Μεγάλη Παρασκευή πήρα το βιβλιαράκι με τα τροπάρια, που μου είχε ξεμείνει από το κατηχητικό, και τραγούδησα στην περιφορά το λυπητερό «έραναν τον τάφον αι μυροφόραι μύρα»... Η καρδιά μου δεν ήταν όμως "εν τάφω", αντιθέτως χτυπούσε δυνατά για τον Νικολάκη. Και αν ύψωνα κάπως τον τόνο της φωνής, ξεφεύγοντας από το μοιρολόι, ήταν για να μην με χάνει εκείνος μες στο πλήθος... Εκείνη την φορά ήρθε και την Κυριακή το πρωί στη Δεύτερη Ανάσταση.


Εμένα θα με έβρισκες πάντα στον γυναικωνίτη, ψηλά στο μπαλκονάκι της εκκλησίας των Αγίων Πάντων, με τη γιαγιά μου. Εκείνος στεκόταν ακριβώς από κάτω μου. Έσκυβα εγώ όλη την ώρα, πατώντας στα νύχια των ποδιών, κι αυτός σήκωνε τα μάτια προς τα πάνω... Αυτό μπορεί κανείς να το πει και αυτοσχέδια ερωτική σκηνή... αγάπη ίσως ή και μόνο φυσική χαρά.

Ο Νικολάκης με κυνηγούσε κάθε μέρα στην αυλή του σχολείου, για «να μου πει», και δεν κουραζόταν να περνάει μπροστά από το σπίτι μου για να με βλέπει, πότε ακουμπισμένη στο παράθυρο και πότε στον δρόμο να παίζω με τα παιδιά στα χώματα... Αυτός και κανα-δυο ακόμα αγοράκια, κολλητοί του από την άλλη γειτονιά... Δεν με έπιασε ποτέ, γιατί δεν μπορούμε να με φτάσει. Κι αν καμιά φορά με στρίμωχνε στον τοίχο, ξεγλιστρούσα για να κάνω τρέχοντας γύρω γύρω τους αγαπημένους μου κύκλους.

Όταν τέλειωσε εκείνος το Δημοτικό κι εγώ ήμουνα ακόμα στην πέμπτη τάξη, ήρθε ένα κακό αγόρι και μου είπε πως άρχισε να κυνηγάει μιαν άλλη. Νομίζω πως αυτή ήταν η πρώτη μου κατάθλιψη, που με συνόδευε έκτοτε σε όλη μου την εφηβεία... 

Και φέτος, που το τρένο με πήγε ακόμα μια φορά εκεί, πίσω από τον σταθμό Θεσσαλονίκης, στο σπίτι της μάνας μου στην παλιά μου εβραίικη γειτονιά... και με φέρνει τώρα πίσω στην Αθήνα, σκέφτομαι πως ίσως δεν είναι μόνο που εγώ δεν σταμάτησα τότε «να μου πει», αλλά που κι αυτός δεν "ήξερε" μάλλον να μιλήσει

Νομίζω πως αυτό το παιχνίδι, το ερωτικό κυνηγητό, σημάδεψε όλη μου τη ζωή και είναι το χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς μου αν θέλετε να με καταλάβετε! Και επίσης, γιατρέ μου, να μην ξεχάσω να σας πω πως, μετά που σταμάτησε να με κυνηγάει ―μια Κυριακή του Πάσχα ήτανε πάλι― θα ήμουνα έντεκα χρονών, αυτός δεκατεσσάρων, φόρεσα το κόκκινο μου φουστάνι, τα πρώτα μου κόκκινα λουστρίνια με μπερέτα... πήδησα από το παράθυρο (αφού η μάνα μου με είχε κλειδώσει πάλι μέσα για τιμωρία) και πήγα εκεί που στεκόμουνα πάντα για να περάσει να με δει! Και εκείνη την Κυριακή του Πάσχα, δύο χρόνια αφότου με "άφησε"..., επέστρεψε για μια τελευταία φορά! Ήμουν εκεί πάνω στις σκουριές, στο υψωματάκι. Στο στήθος μου, που ακόμα δεν είχε καθόλου σχηματιστεί, στη μεριά της καρδιάς, είχε ράψει η μάνα μου ένα μπουκετάκι λουλουδάκια, κάτι σαν πανσέδες πλεγμένους στο τσιγκελάκι! Μόλις τον είδα να τρέχει απο μακριά, μου φάνηκε πως τα ψεύτικα λουλουδάκια στο φουστάνι μου ζωντάνεψαν από μια αύρα, κάτι σαν πνοή... τη φαντασία μου ίσως!


Η Σοφία Φιλιππίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατοικεί στα Εξάρχεια. Είναι αγαπημένη Ελληνίδα ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Έχει συνεργαστεί με την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το όνομα της έχει συνδεθεί με μεγάλες θεατρικές και τηλεοπτικές επιτυχίες. Σπούδασε Θέατρο στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης και Γερμανική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Έκανε για έναν χρόνο μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Δραματουργίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με καθηγητή τον θεατρολόγο Νικηφόρο Παπανδρέου. Εργάστηκε επί οκτώ χρόνια παράλληλα με το θέατρο ως καθηγήτρια γερμανικών στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης απ' όπου και παραιτήθηκε. Έχει υπάρξει μέλος του Θεατρικού Εργαστηρίου της "Τέχνης" (1972 - 1979) και της Πειραματικής Σκηνής της "Τέχνης" (1980 - 1985). Την πρώτη της εμφάνιση στο Θέατρο την κάνει το 1972. Ερμηνεύει τον ρόλο της "Μαριάνθης" στην παράσταση "Φαύστα" του Μποστ, που ανεβάζει το Θεατρικό Εργαστήρι της "Τέχνης". Το 1997 συναντιέται ξανά με το συγκεκριμένο έργο. Αυτή την φορά όμως υποδύεται την "Φαύστα" στη Νέα Σκηνή του "Εθνικού Θεάτρου". Το 1985 κατεβαίνει στην Αθήνα και συνεργάζεται με τα μεγάλα αστικά θέατρα για το ανέβασμα κλασικών έργων, επιθεωρήσεων και μουσικών παραστάσεων.
Αυτόν τον καιρό πρωταγωνιστεί στις Ευτυχισμένες μέρες του Σάμουλ Μπέκετ, που παίζεται στο Εθνικό Θέατρο (θέατρο «Ρεξ»).
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το βιβλίο της Με μια σκάλα στο φεγγάρι.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: