21.12.15

Όλη η χαρά της Όλυ




Χριστουγεννιάτικη ιστορία

του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου


Με λένε Ολυμπία κι όλοι με φωνάζουν Όλυ. Στην αρχή μπερδευόμουν. Άκουγα τη μαμά να ρωτάει στο τηλέφωνο «όλοι καλά;» και  απορούσα. Μα δεν με βλέπει; Τι ρωτάει;  Αφήστε δε τη σύγχυση όταν πρωτόπαιξα το «γύρω γύρω όλοι». Ενώ με είχαν βάλει στη μέση του κύκλου, όλα τα παιδιά να τραγουδάνε «γύρω γύρω όλοι…»  Για καιρό νόμιζα ότι εκείνη η μέση λέγεται «γύρω γύρω». Με τον ίδιο  καιρό μεγάλωσα και συνήθισα. Ακόμα όμως, καμιά φορά, με πιάνουν στον ύπνο  και νομίζω ότι απευθύνονται προσωπικά σε μένα. Να, όπως  τα παραγγέλματα της κυρίας στη χορωδία του σχολείου. «Όλοι μαζί» φωνάζει αυτή, τσιρίδα σοπράνο εγώ, που το παίρνω πάνω μου και θέλω να της παραβγώ.
        Σήμερα όμως λείπουν όλοι για ρεβεγιόν στους θείους από πάνωκι εγώ, η  Όλυ, μόνη σπίτι μου. «Ας την αφήσουμε να κοιμηθεί» άκουσα να λέει η μαμά μες στον ύπνο μου. Ύστερα, άκουσα τα βήματα τους να φεύγουνε, την πόρτα να διπλοκλειδώνει και μετά μόνο η σπαστική μουσική από τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια του δέντρου έμεινε ν’ ανάβει τα δικά μου λαμπάκια. Νευρίασα, εκεί ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο μου. Σηκώθηκα να τα βγάλω από την πρίζα, να κοιμηθώ με την ησυχία μου. Τα λαμπάκια τα έβγαλα, σταμάτησε η μουσική, αλλά αγριεύτηκα στο σκοτάδι κι άναψα το φως. Τουλάχιστον αυτό δεν κάνει θόρυβο, σκέφτηκα. Μετά, δίψασα. Κι έτσι βρέθηκα στην κουζίνα.
     Όλοι να λείπουν και η Όλυ, μόνη, στο βασίλειο της μαμάς. Νερό πήγα να πιω. Πότε βρέθηκα με την ποδιά περασμένη στον λαιμό και δεμένη στη μέση, ούτε που το κατάλαβα. Καθρεφτίστηκα στο τζάμι της ηλεκτρικής κουζίνας. Βασίλισσα σκέτη. Τότε μου ήρθε και η ιδέα. Να τους κάνω μια έκπληξη. Άνοιξα τα ντουλάπια που έφτανα. Επιστράτευσα καρέκλες γι' αυτά που δεν έφτανα. Πάλι έμειναν κάποια που δεν έφτανα, αλλά ήδη είχα αποφασίσει. Τα υλικά που ήθελα τα βρήκα. Δε σου λέω. Θα δεις! Χριστούγεννα ξημέρωναν. Αυτό ήταν!  Έλα μου όμως που δεν είχα τη συνταγή. Σιγά τα λάχανα. Τι βασίλισσα είμαι! Σκασίλα μου με τη συνταγή.
        Άρπαξα με ενθουσιασμό ένα πακέτο μακαρόνια. Τι σκληρά που ήταν μες στο πακέτο! Άρα, κατάλαβα, μάλλον θα πρέπει να τα βράσω. Η κατσαρόλα ήταν ήδη επάνω στο μάτι της κουζίνας, καθαρή καθαρή. Ανέβηκα, την πήρα, κατέβηκα, ξανανέβηκα στην άλλη καρέκλα και τη γέμισα νερό στον νεροχύτη. Πάω να κατέβω για να την ξαναβάλω στο μάτι, ασήκωτη η άτιμη. Θα σου δείξω εγώ, της λέω. Αφήνω λίγο νερό, όσο μπορούσα να σηκώσω ανεβοκατεβαίνοντας στις καρέκλες, μία μπροστά στον νεροχύτη και μία μπροστά στην κουζίνα. Τι ψηλούς τους κάνουνε τους πάγκους! Μετά, συμπλήρωνα με το ποτήρι, ώσπου να γεμίσει σχεδόν νερό. Έβαλα και τα μακαρόνια μέσα κι άνοιξα το μάτι. Περιμένοντας, είδα ότι κοκκίνισε το διπλανό, λες και ήταν αλλήθωρη η κουζίνα. Με τη δεύτερη προσπάθεια, δεν είδα να κοκκινίζει κανένα άλλο, άρα πέτυχα το σωστό.
       
Πήρε το νερό να βγάζει μουρμπουλήθρες και σιγά σιγά να γεμίζει ατμούς η κουζίνα. Εγώ είχα ήδη κατέβει, το κοίταγα από μακριά, γιατί είμαι και φοβιτσιάρα. Είχε σχεδόν τελειώσει μέχρι να ξαναπλησιάσω. Το άφησα επίτηδες για να μαλακώσουν καλά τα μακαρόνια. Έσβησα το μάτι και περίμενα να κρυώσουν. Τι βαρετό να περιμένεις τα μακαρόνια να κρυώσουν! Ανακάτεψα καλά με την κουτάλα αλλά κάτι δεν μου καθότανε καλά. Αυτά ήταν ακόμα μακαρόνια. Εγώ τα ήθελα όμως μαλακά σαν ζυμάρι. Είδα κι αποείδα, κι έτσι στο τέλος σήκωσα τα μανίκια κι άρχισα να ζυμώνω με τα χέρια μου. Ήταν ακόμα ζεστά τα μακαρόνια αλλά δεν καίγανε. Τα έπιανα μες στις χούφτες  μου και τα έλιωνα και μετά πάλι και πάλι. Τι βαρετό να περιμένεις τα μακαρόνια να λιώσουν! Αφού τα ζύμωσα αρκετή ώρα επάνω στην καρέκλα, μέχρι που γίνανε λάσπη όπως ήθελα, άρχισα να πλάθω  δοκιμαστικά μπαλίτσες, όπως είδα τη μαμά να κάνει τους κεφτέδες. Κάτι είδα να γίνεται και, αποφασιστικά, με ανεβοκατεβάσματα πάντα, άνοιξα το ντουλάπι δίπλα στο ψυγείο.
        Πήρα το βάζο με το μέλι που μας φέρνει η γιαγιά από το χωριό, και ανέβα - κατέβα συνέχεια, το έριξα μεμιάς μες στην κατσαρόλα με τα μακαρόνια. Τα πρώην μακαρόνια, δηλαδή. Θέλουν και λίγη κανέλα σκέφτηκα. Ανεβοκατεβαίνω καρέκλες, παίρνω το βαζάκι με την κανέλα κι ευτυχώς σκέφτηκα να το μυρίσω πριν πασπαλίσω την κατσαρόλα. Αψιούυυυ!  Αυτή η κόκκινη σκόνη δεν μύριζε κανέλα αλλά πιπέρι. Σάλιωσα το δάχτυλο, ακούμπησα όσο λιγότερη σκόνη μπορούσα και σιγουρεύτηκα όταν μου 'καψε τη γλώσσα. Πιπέρι!  Τελικά, μυρίζοντας τα μπουκαλάκια ένα ένα, βρήκα την κανέλα, ανεβοκατέβηκα καρέκλες κι έριξα μια γερή δόση στην κατσαρόλα μου. Μετά, βούτηξα τα χέρια μου και ξανάρχισα τη δουλειά.  Δυσκόλεψαν τα πράγματα με το μέλι. Κόλλαγε και έκανε το ζύμωμα πιο δύσκολο. Ζύμωνα πάλι και πάλι, μέχρι να ανακατευτούν καλά τα υλικά μου. Κι όλο οι μπούκλες πέφτανε συνέχεια μες στα μάτια μου και με δυσκολεύανε.       
Τι βαρετό να περιμένεις τα υλικά να ανακατευτούν.  Όταν άρχισαν να πονάνε τα χέρια μου, σταμάτησα. Άρχισα να ξαναφτιάχνω μπαλίτσες, όπως είδα τη μαμά να κάνει τους κεφτέδες και να τις πατάω επάνω στον πάγκο σαν πλαστελίνη. Πολύ ασπρουλιάρικες μου φάνηκαν όμως. Αλλά τι βασίλισσα είμαι... Θα τις μαυρίσω λίγο. Κατεβαίνω από την καρέκλα, βγάζω το ταψί από τον φούρνο, ανεβαίνω στην καρέκλα, το αφήνω στον πάγκο και τις αραδιάζω μέσα. Μετά, ανάβω και τον φούρνο, ανάβω και το λαμπάκι του φούρνου για να βλέπω. Κατεβαίνονταςπαραλίγο τη γλίτωσα την καταστροφή. Τι βαριά που είναι τα ταψιά. Ουφ! Φουρνίζω επιτέλους. Μια ζωή ολόκληρη στα φουστάνια της μαμάς, κάτι έμαθα κι εγώ.
       Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, σαν να πήραν λίγο χρώμα είδα κι έσβησα τον φούρνο. Τι  βαρετό πράγμα να περιμένεις να κρυώσουν τα μελομακάρονα. Τι θα πει ποια μελομακάρονα; Αυτά που μόλις έφτιαξα. Χριστούγεννα ξημέρωναν. Τι άλλο να έφτιαχνα δηλαδή;  Γαλοπούλα γεμιστή; Πιο εύκολα βρίσκεις μέλι και μακαρόνια σε ένα σπίτι. Όταν τα έτρωγα ώς τότε, δεν φανταζόμουν ότι θέλουν τόσο κόπο για να φτιαχτούν.  Μπορεί βέβαια να υπάρχει και καμιά πιο εύκολη συνταγή. Ποιος να ξέρει! Περίμενα όσο μπορούσα. Μετά, νευριασμένη, πήρα την πιατέλα Άη-Βασίλης, πήρα και τα γάντια της κουζίνας κι έβγαλα προσεκτικά ένα ένα τα ζεστά μελομακάρονά μου από το ταψί και τα τακτοποίησα στα άσπρα μούσια του Άη-βασίλη. Όσα περίσσεψαν, θα τα βάλω σ’ ένα κουτί αύριο και θα τα πάω στο πάρκο για τα άλλα παιδάκια, σκέφτηκα. Πήρα με προσοχή την πιατέλα να την πάω κάτω από το δέντρο, και θα τα 'χα καταφέρει, αν δεν ακουγόταν η πόρτα να ξεκλειδώνει.
       Εγώ καταμεσής του σαλονιού, με την ποδιά της μαμάς μες στα μέλια, με τα γάντια της κουζίνας να κρατάω μια πιατέλα Άη-Βασίλης με ολόφρεσκα, ζεστά μελομακάρονα, τα μαλλιά κολλημένα από το μέλι, κι εκεί, στην πόρτα, η μαμά, ο μπαμπάς, ο μεγάλος μου αδερφός, η γιαγιά και ο παππούς που είχαν έρθει επίσκεψη από το χωριό για τις γιορτές, να έχουν γυρίσει από το ρεβεγιόν, να  με κοιτάζουν όλοι με γουρλωμένα μάτια και να φωνάζουν έκπληκτοι όλοι, «Όλυ!»
      Γλίτωσα τα χειρότερα χάρη στον καλό Χριστούλη μάλλον, που είχε γενέθλια. Η γιαγιά αναστατωμένη μού πήρε την πιατέλα Άη-Βασίλη από τα χέρια, ο μπαμπάς νευριασμένος μου έβγαλε τα γάντια, ο αδερφός μου ο σπαστικός μού έβγαλε την ποδιά, η μαμά έξαλλη έβγαλε κάτι τσιρίδες χριστουγεννιάτικες πιο ενοχλητικές κι από τα λαμπάκια του δέντρουπριν μ’ άρπάξει από το χέρι για το μπάνιο. Άδικα κοίταγα με απόγνωση τον καλό μου τον παππού, που δεν  ήρθε να πάρει τίποτα κι ήταν ο μόνος που χαμογέλαγε. Όταν βγήκα τυλιγμένη στο μπουρνούζι και κλαμένη, περνώντας μπροστά από την κουζίνα, με την άκρη της ματιάς είδα τη γιαγιά να πετάει τα μελομακάρονά μου στον σκουπιδοτενεκέ. Τα μελομακάρονά μου! Εκεί μ’ έπιασε το μεγάλο παράπονο κι άρχισα να κλαίω με αναφιλητά από αγανάκτηση.

Το πρωί που ξύπνησα, κανένας δεν μίλησε γι’ αυτό. Μου είπαν όλοι χρόνια πολλά και μαζί με το γάλα μου βάλανε στο τραπέζι κι ένα πιάτο αφράτα μελομακάρονα από το ζαχαροπλαστείο. Τα κοίταζα με μισό  μάτι. Ούτε που τ’ ακούμπησα όμως. Σας τ’ ορκίζομαι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: