Κανείς μας δεν είχε δει ποτέ
γλάρους να πετούν τόσο μεσόγεια.
Πάνω απ’ τα χωράφια της Ολύνθου.
Απορημένοι, σχολιάζαμε το φαινόμενο.
Έκρωζαν, έκαναν κύκλους, κοιλιές, βουτώντας.
Κάτι χόρτα κουνήθηκαν, χελώνα ξεπρόβαλε σκυφτή.
Σε λίγο, σκορπίσαμε ανάμεσα στις πέτρες των αρχαίων
κοιτώντας καταγής προσεκτικά, σοβαροί
σα να ψάχναμε χαμένη βέρα ή αναπτήρα βαρύ, ακριβό.
Κάτι έλαμψε, το τζαμάκι απ’ το ρολόι του Γιάννη
με σηκωμένο χέρι μου έκανε νόημα από αντίκρυ, σιωπηλά
με καλούσε, γονατιστός στο χώμα.
Πλησίασα. Βαθιά σε στέρνα με ρημαγμένο βυθό
ένα φίδι ατελείωτο σέρνονταν αργά. Λείο, ήρεμο.
Τριβόταν σύρριζα στην πέτρα
μ’ ελιγμούς. Ένας κόμπος μ’ ανέβηκε στο στήθος στιγμιαία
κι εξατμίστηκε. Κάτω απ’ τα λέπια
τα ξερόφυλλα τρίξαν τραγανιστά. Μούδιασα πια
ασυναίσθητα ξεκολνώντας την παλάμη από το χώμα λίγη σκόνη
σηκώθηκε στραφταλίζοντας και ράντισε το ερπετό καταχωνιάστηκε
σβέλτα κάτω απ΄την κοτρώνα ίσα στον πάτο της γης. Σιγή.
Σα να μην ήταν ποτέ. Όλος ορμή κι απόφαση, βούτηξα με τα μούτρα
Στην περισυλλογή. Πώς γίνεται να το βλέπεις μπροστά στα μάτια σου
Κάτι ν’ αφανίζεται ώς την τελευταία του κίνηση και να ’σαι εσύ
Η στέρνα και τα έγκατα που το ρουφούν όμως χωρίς να φτάνεις
να εμποδίσεις να συμβεί αφού πάλι είσαι εσύ
το χείλος της ψηλά κι η μαύρη σκιά ανακούρκουδα στο φως ανήμπορος
κι εσύ ο ουρανός, μια δαχτυλήθρα γαλάζιο ανεμάκι.
Ούτε που κατάλαβα για πότε μου ’ρθε η κουτσουλιά στο κούτελο.
[από τη συλλογή Απ’ το τίποτα, 1994 ― πρώτη δημοσίευση στο Εντευκτήριο, τχ. 27, Καλοκαίρι 1994]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου