της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου
Μια φορά κι έναν καιρό
σ’ ένα βουνό μεγάλωνε ένα δέντρο. Πρασίνιζε και φούντωνε, μαζί με τ’ άλλα
δέντρα, κι όσο ψήλωνε ονειρευόταν πως κάποια στιγμή η κορυφή του θ’ άγγιζε τον
ουρανό.
«Μεγάλες προσδοκίες
έχεις, μικρό μου» έλεγε ο πατέρας του, όμως εκείνο είχε τη νιότη του μπροστά και
δεν φοβόταν τις δυσκολίες. Πίστευε τόσο πολύ πως θα τα κατάφερνε, ώστε στο
τέλος έπεισε και τον πατέρα του, που ήταν μεγάλος, και τον παππού του, που ήταν
ακόμα μεγαλύτερος και ο ψηλότερος στην περιοχή.
«Θα ψηλώνω κάθε
χρόνο ένα μπόι» έλεγε και στους δύο. Θ’ απολαμβάνω τον ήλιο πιο πολύ απ’ όλους
σας. Θα ρουφάω όλες τις θρεπτικές ουσίες από το χώμα, για να συγκρατούν τα
κλαδιά μου τη πράσινη φυλλωσιά τους. Θ’ αναπνέω τον καθαρό αέρα του βουνού και
θα λικνίζομαι ρυθμικά μέχρι να πέφτει από πάνω μου και ο τελευταίος κόκκος σκόνης
που θα μπορούσε να θολώσει το χρώμα των φύλλων μου. Θα είμαι το πιο λαμπερό
δέντρο σ’ όλο το βουνό. Όλοι θα με θαυμάζουν για το ύψος και την ομορφιά μου,
απολαμβάνοντας την ευωδιά που θα βγάζουν τα κλωνάρια μου.
Έτσι
και έγινε. Ο καιρός περνούσε και το δέντρο ομόρφαινε όλο και περισσότερο.
Θέριευε με τη δύναμη που μάζευαν οι ρίζες του από το χώμα και το νερό της
βροχής, και ψήλωνε ένα μπόι κάθε χρόνο. Ξεπέρασε όλα τα δέντρα κι ακούμπησε τα
σύννεφα. Ο αέρας το λίκνιζε, διώχνοντας τη σκόνη από πάνω του, ο ήλιος γυάλιζε τα
φυλλώματά του και η νύχτα τα έβαφε με το ασημί του φεγγαριού κι έστελνε τις
αντανακλάσεις τους στην πόλη του κάμπου. Μια μέρα, οι άνθρωποι τις πρόσεξαν κι
ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Έγινε συνωστισμός στο βουνό. Όσοι το έβλεπαν
έφερναν κι άλλους να το θαυμάσουν, τόσο όμορφο που ήταν, να το καμαρώσουν και
να μυρίσουν την ευωδιά που έβγαζαν τα κλωνάρια του. Σιγά σιγά, το δέντρο έγινε
διάσημο. Μικροί και μεγάλοι ανέβαιναν στο βουνό για να το γνωρίσουν. Κάποιοι
από αυτούς τού πήγαιναν και δώρα· ό,τι είχε ο καθένας ευχαρίστηση. Άλλοι
έφερναν λίπασμα, άλλοι ειδικό χώμα με βιταμίνες και άλλοι νερό από την πηγή,
για να ξεδιψάει τους θερμούς μήνες. Τα παιδιά κρέμαγαν στα κλωνάρια του πολύχρωμα
πανάκια και έκαναν ευχές. Κάθε φορά, όλο και περισσότεροι εμπιστεύονταν τον
ίσκιο του και προσπαθούσαν να υπολογίσουν ανάμεσα από τα φυλλώματα το ύψος της
κορυφής του.
Όμως, τον
χειμώνα με τις βροχές και τα χιόνια δεν ήταν εύκολο ν’ ανεβαίνουν οι άνθρωποι στο
βουνό για να το φροντίζουν. Έτσι, μια χρονιά που το κρύο ήρθε πρώιμα, κάποιος είχε
την ιδέα – και όλοι συμφώνησαν – να μεταφέρουν το δέντρο στην πόλη, για να το
προσέχουν. Την επόμενη κιόλας μέρα το έστησαν στην πλατεία και, επειδή τους φάνηκε
λυπημένο, το στόλισαν χριστουγεννιάτικο, κι ας ήταν ακόμα νωρίς για τις
γιορτές. Του κρέμασαν πολύχρωμα κουτάκια και το φώτισαν με λαμπάκια ασημένια
σαν το χρώμα του φεγγαριού, για να τους θυμίζει εκείνες τις μέρες που το είχαν
πρωτοδεί. Ο χρόνος κυλούσε κι έφερνε χαρούμενο κόσμο στην πλατεία να θαυμάζει το
στολισμένο δέντρο. Κι αυτό, έτσι όπως έλαμπε, ήταν τόσο όμορφο, ώστε όποιος
περνούσε από ’κει δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί κι έκοβε ένα κλωνάρι για να το
πάει στο σπίτι του, να το φωτίσει για τις γιορτινές μέρες που έρχονταν. Κανένας
δεν πρόσεξε τη λύπη του δέντρου, ούτε κατάλαβε πως οι σταγόνες πάνω στα φύλλα
του δεν ήτανε δροσιά αλλά τα δάκρυα που έφερνε ο πόνος του αποχωρισμού.
Πριν έρθουν οι
γιορτές των Χριστουγέννων, έφτασε κρύο δυνατό. Ο αέρας έφερνε τις κάπνες που ξέρναγαν
τα γύρω εργοστάσια και τις κόλλαγε πάνω στο δέντρο. Τα φύλλα του θάμπωναν, στάχτιαζαν
τα κλαδιά του. Παραμονή Χριστουγέννων, που σταμάτησαν τα εργοστάσια, το δέντρο
έστεκε ήδη ξερό, μαδημένο και άκαμπτο, καρφωμένο στις πλάκες της πλατείας,
χωρίς να μπορεί να λικνιστεί και να τινάξει από τα κλαδιά του τις σκόνες και τα
σκουπίδια που σφήνωναν μέσα τους. Τα φωτάκια του ήταν σβηστά, τα στολίδια του
βρόμικα και οι κορδέλες του ανέμιζαν λερές σαν πένθιμες. Ήταν τόσο θλιβερό,
ώστε ο κόσμος που περνούσε από μπροστά του για να πάει στην εκκλησία ούτε
γύριζε να το δει.
«Αν δεν
ήμουν το ψηλότερο και το ομορφότερο δέντρο του κόσμου, τώρα θα ήμουν ζωντανό.
Θα ζούσα στο βουνό, στον καθαρό αέρα, μαζί με τ’ άλλα δέντρα, λυγερό και καταπράσινο.
Δεν θα με στόλιζαν εκείνα τα πολύχρωμα πανάκια με τις ευχές των παιδιών αλλά θα μοσχοβολούσα. Και τώρα δεν
θα είχα κρεμασμένες αυτές τις θλιβερές κορδέλες, που μπλέκονται και σπάνε τα κλωνάρια
μου καθώς τις ανεμίζει ο αέρας» μονολογούσε το δέντρο, κι όλο και προσπαθούσε
να σκύψει την κορφή του και δει πόσος κορμός του είχε απομείνει.
Με τις καμπάνες της Γέννησης, φύσηξε αέρας
δυνατός· το δέντρο έσπασε κι έγειρε στο χώμα.
«Το δέντρο
πέθανε» είπε ένα παιδί.
«Τα δέντρα
πεθαίνουν όρθια» είπε ένα άλλο.
«Όχι όμως τα
κομμένα» είπε ένα τρίτο.
«Θα έρθουν να το πάρουν με το φορτηγό» είπε ξανά το
πρώτο.
«Δεν είχε καλό θάνατο» είπε το δεύτερο.
«Θα το φροντίσουμε εμείς» είπε το τρίτο, κι έδειξε στην
παλάμη του ένα μικρό σποράκι.
«Αν μέλλεται από τη φύση μου να γίνω το πιο ψηλό δέντρο,
ας μείνω αόρατο από ανθρώπου μάτι» ευχήθηκε ο σπόρος.
Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια
Φθιώτιδας.
Σπούδασε σκηνογραφία-ενδυματολογία. Εργάστηκε στην Εθνική
Τράπεζα.
Είναι τελειόφοιτη του Μεταπτυχιακού Τμήματος Δημιουργικής
Γραφής
του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της
συγγραφής. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορεί το βιβλίο της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες [2017].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου