24.12.16

Στάση Μπράλος

του Διονύση Μαρίνου

πηγή: Facebook


της λένε έλα για τις γιορτές μην κάθεσαι μόνη σου, να σε δούνε τα παιδιά, γιαγιά τους είσαι, ο παππούς έγινε σκόνη πέρυσι, του έπηξε ο εγκέφαλος στο χωράφι τσαπίζοντας, θα σε πάρουμε από το σταθμό εμείς, φόρα και κάτι καλό, γιορτές είναι, η Αθήνα έχει φωτιστεί, όχι όπως παλιά, αλλά δεν είναι χωριό, δεν θέλει, τους λέει καλά είμαι, βλέπω τηλεόραση τα βράδια, κοιτάζω το νερό που φουσκώνει στο μπρίκι, ανένδοτοι, θα έρθεις, βάζει μια νυχτικιά και δύο ζευγάρια κάλτσες στη βαλίτσα, Καλαμπάκα-Αθήνα, κοντά πέντε ώρες, θα πλέκω, λέει, στο τρένο, θα ξεχαστώ που δεν έχω κάτι καλό να φορέσω, να μην μπορώ να κάνω δώρα στα παιδιά, τα χέρια της πλέκουν τα χέρια της, οι διπλανοί την κοιτάζουν που κατεβαίνει στον Μπράλο, τους είχε πει Αθήνα, ξέχασε και τη βαλίτσα της στο δίχτυ, να ρίχνει βροχή καρφί, αργούμε για Αθήνα της φωνάζουν, κι εκείνη μπαίνει σε ένα καφενείο, τίγκα ως απάνω ο καπνός, κάθεται σε ένα ακριανό τραπέζι, σκεπάζεται με το φθαρμένο παλτό της, θα την περιμένουν σκέφτεται, να τους ειδοποιήσω, αλλά το ξεχνάει, όταν της φέρνει τον καφέ ο άνδρας της λέει θες κάτι άλλο, χρόνια πολλά του λέει, χρόνια πολλά κυρά μου καλά Χριστούγεννα, έξω από το παράθυρο βουή, να μην τελειώνει η βροχή, το τρένο να φεύγει, όλα να φεύγουν δίχως νόημα και να μην ξέρει πότε θα έρθει το επόμενο τρένο κι αν πρέπει να πάει στο χωριό ή την πόλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: