συνέντευξη στον Αντώνη Γεωργίου
πηγή: εφημερίδα Χαραυγή [Κύπρου], dialogos.com
Ο Γιώργος Κορδομενίδης από το 1987 εκδίδει στη Θεσσαλονίκη το λογοτεχνικό περιοδικό Εντευκτήριο. Τριάντα δύσκολα χρόνια, μια και «κάθε εκδοτική δραστηριότητα εκτός κέντρου συνεπάγεται μόνο προβλήματα και εμπόδια», όμως, όπως μας δήλωσε, δεν μετάνιωσε ποτέ. Το Εντευκτήριο ξεκίνησε με συνεργασίες του Χριστιανόπουλου, του Ταχτσή, του Πετρόπουλου, του Μπακόλα, του Πάνου Θεοδωρίδη, του Δασκαλόπουλου και πολλών άλλων, και αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα ελληνόγλωσσα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι η φωνή, το βήμα έκφρασης, η φωλιά, το σπίτι πολλών συνεργατών-λογοτεχνών και αναγνωστών του. Για τον ίδιο τον κ. Κορδομενίδη, είναι ο τρόπος «για να κρατήσει το κεφάλι του πάνω από νερό στη θάλασσα της ζωής».
Ο κ. Κορδομενίδης θα βρίσκεται στην Κύπρο για να πάρει μέρος στη διοργάνωση «Κοινωνία του βιβλίου: Μια απόπειρα χαρτογράφησης», που οργανώνει το Κέντρο Λόγου και Τεχνών «Τεχνοδρόμιο», σε συνεργασία με τη Βιβλιοθήκη του ΤΕΠΑΚ, στις 11 Δεκεμβρίου, στο κτίριο «Τάσος Παπαδόπουλος» στο ΤΕΠΑΚ, στη Λεμεσό.
Πώς αποφασίσατε την έκδοση του Εντευκτηρίου,
πότε και ποια ήταν τα πρώτα μέλη της συντακτικής επιτροπής;
Αποφάσισα, λόγω μιας συγκυρίας, να εγκαταλείψω τη
δημοσιογραφία, την οποία ασκούσα στο περιθώριο της βιοποριστικής εργασίας μου
στην Εθνική Τράπεζα, και να κάνω το μεγάλο βήμα για την έκδοση λογοτεχνικού
περιοδικού. Είχα το προνόμιο να θητεύσω κοντά στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, κατά
τα τελευταία χρόνια έκδοσης του λαμπρού περιοδικού του, της Διαγωνίου, και βρήκα στο πρόσωπό του τον
πρώτο ένθερμο υποστηρικτή της απόφασής μου.
Η προετοιμασία της έκδοσης άρχισε τον Φεβρουάριο 1987, το
πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε στις αρχές Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Για περισσότερα από 20 χρόνια, το Εντευκτήριο ήταν καθαρά ατομικό εγχείρημα. Τα τελευταία χρόνια
υπάρχει συντακτική ομάδα, αλλά δεν δημοσιοποιείται η σύνθεσή της προκειμένου να
αποφεύγονται ποικίλες πιέσεις στα μέλη της.
Θυμάστε το πρώτο τεύχος; Τους πρώτους συνεργάτες; Την πρώτη δική σας
αντίδραση ή άλλων αναγνωστών;
Θυμάμαι σχεδόν κάθε λεπτομέρεια που αφορά το πρώτο τεύχος.
Και βέβαια τις, τιμητικές για το περιοδικό, συνεργασίες φυσικά του
Χριστιανόπουλου αλλά και του Ταχτσή, του Πετρόπουλου, του Μπακόλα, του Πάνου
Θεοδωρίδη, του Δασκαλόπουλου και πολλών άλλων.
Το βράδυ που μπήκα στο σπίτι με το τεύχος στα χέρια, η
μητέρα μου με ρώτησε «είσαι ευχαριστημένος, αγόρι μου, από το πώς βγήκε το
βιβλίο σου;». Αυτό θυμάμαι πιο έντονα.
Κάποιες συνεργασίες, κάποια αφιερώματα όλα αυτά τα χρόνια, που νιώθετε πως
έχουν κάποια ιδιαίτερα σημασία;
Κατεξοχήν, το τολμηρό αφιέρωμα στον θεσμό
της φυλακής (τχ. 1)· ακόμη, τα αφιερώματα στον Γ. Ιωάννου, στον Αναγνωστάκη,
στον Ελύτη, στη Δημουλά, στον Σαχτούρη, στον Χριστιανόπουλο, στον Μαρωνίτη,
στον αυτοβιογραφικό λόγο, στο Κακό.
Πόσο δύσκολα ήταν αυτά τα 30 χρόνια;
Πολύ δύσκολα ― αλλά δεν με υποχρέωσε
κανείς να υφίσταμαι αυτή τη διαρκή “δυσκολία”. Ήταν επιλογή μου, για την οποία δεν μετάνιωσα.
Το Εντευκτήριο δεν είναι μόνο
περιοδικό όμως. Είναι επίσης εκδοτικός οίκος αλλά υπάρχει και ο χώρος
εκδηλώσεων «Underground Εντευκτήριο». Πείτε μας λίγα λόγια γι’
αυτές τις δραστηριότητες.
Οι Εκδόσεις Εντευκτηρίου στεγάζουν κυρίως
βιβλία συνεργατών του περιοδικού. Μέχρι τώρα αριθμούν περί τους 50 τίτλους.
Φέτος είχαμε τη χαρά να βραβευτούν δύο τίτλοι: Ο Κυρτός αλατοπώλης του Κυριάκου Ευθυμίου με κρατικό βραβείο ποίησης
της Κύπρου, και το Ποιητικό Αίτιο τού
(αλβανικής καταγωγής) Ένο Αγκόλλι με το βραβείο Βαρβέρη για πρωτοεμφανιζόμενο
ποιητή.
Το «Underground Εντευκτήριο» στεγάζει από τον Δεκέμβριο 2001 τις
εκδηλώσεις που οργανώνει το περιοδικό: ποιητικές ολονυχτίες στην Παγκόσμια
Ημέρα Ποίησης, μαραθώνιους ανάγνωσης Ροΐδη και Παπαδιαμάντη, θεατρικά αναλόγια,
διαγωνισμούς poetry slam,
μουσικές βραδιές με νέους εκτελεστές και συνθέτες, αφιερώματα σε συγγραφείς,
προβολές κτλ. ― μέχρι τώρα πάνω από 90 εκδηλώσεις υψηλού, κατά κοινή
αναγνώριση, επιπέδου.
Ποια πιστεύετε ότι είναι η σημασία της ύπαρξης λογοτεχνικών περιοδικών;
Δεν μπορώ να φανταστώ την ύπαρξη
λογοτεχνικής ζωής χωρίς λογοτεχνικά περιοδικά. Σ’ αυτά οι καθιερωμένοι
συγγραφείς “προβάρουν”
τα νέα βιβλία τους, οι νέοι βρίσκουν βήμα να εμφανιστούν· σ’ αυτά θα
δημοσιευτούν αφιερώματα σε πρόσωπα και θέματα της λογοτεχνίας, κριτικές·
επιπλέον, άρθρα, δοκίμια και μελέτες που δεν επρόκειτο ποτέ να βρουν θέση στις
σελίδες των εφημερίδων.
Ποια πρέπει να είναι η σχέση ενός τέτοιου περιοδικού με τους λογοτέχνες
αλλά και όλους τους παράγοντες που σχετίζονται με την έκδοση και διακίνηση ενός
βιβλίου;
Κάθε σοβαρό περιοδικό οφείλει να σέβεται
τους συνεργάτες του, που το αιμοδοτούν με τα κείμενά τους, όπως και τους
συνδρομητές και τους άλλους αναγνώστες του ― αυτό το μικρό σύμπαν που δίνει
υπόσταση στο έντυπο· δίχως συνεργάτες και αναγνώστες κανένα περιοδικό δεν
μπορεί να υπάρξει (το Φυλλάδιο του
αείμνηστου φίλου Γιώργου Ιωάννου, που το έγραφε εξ ολοκλήρου ο ίδιος, αποτελεί
λαμπρή εξαίρεση).
Το κράτος υποτιμά συστηματικά τον πολιτισμό
Αναγνωρίζεται αυτή η αξία από τους λογοτέχνες, από τους αναγνώστες, από το
κράτος;
Ακόμη και οι πιο καθιερωμένοι, βραβευμένοι
κτλ. συγγραφείς αποδίδουν στα λογοτεχνικά περιοδικά την αξία που τους αναλογεί
(φυσικά, δεν λείπουν οι εξαιρέσεις). Το αναγνωστικό κοινό των περιοδικών,
κυρίως στα τελευταία χρόνια, της μεγάλης οικονομικής κρίσης, έχει μειωθεί
αρκετά, ωστόσο παραμένει ένας σημαντικός αριθμός φανατικών αναγνωστών τους, γι’
αυτό και εξακολουθούν να υπάρχουν λογοτεχνικά περιοδικά.
Το κράτος, πάνω από δύο δεκαετίες τώρα,
υποτιμά (συστηματικά, θα έλεγε κανείς) τον πολιτισμό. Τα λογοτεχνικά περιοδικά
δεν θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική μοίρα. Άλλωστε, τα πιο πολλά καλλιεργούν
την κριτική σκέψη, γεγονός που τα καθιστά ενοχλητικά (έστω όσο ενοχλητικό είναι
το πέταγμα μιας μύγας στο δωμάτιο) για όλες ανεξαιρέτως τις εξουσίες.
Με ποια αφορμή θα είστε Κύπρο;
Ήμουν στη Λευκωσία
στα τέλη Μαρτίου για μια ομιλία στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών
του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έρχομαι πάλι σε λίγες μέρες, αυτή τη φορά στη Λεμεσό,
προκειμένου να πάρω μέρος στην ημερίδα «Βιβλίο και κοινωνία», που οργανώνει το
Κέντρου Λόγου και Τεχνών «Τεχνοδρόμιο» στις 11 Δεκεμβρίου. Θα είναι για μένα
μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξανασυναντήσω παλιούς φίλους αλλά και να γνωρίσω
από κοντά λογοτέχνες που γνωρίζω μέσω του έργου τους ή και από τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης.
Η “εξαγωγή” της κυπριακής λογοτεχνικής παραγωγής στην Ελλάδα είναι ίσως ένα θέμα που θα έπρεπε να απασχολήσει (κάπως περισσότερο) το κυπριακό υπουργείο Παιδείας.
Πόση επαφή έχει το αναγνωστικό κοινό
αλλά και οι λογοτέχνες της Ελλάδας με το έργο Κύπριων λογοτεχνών;
Έχω την εντύπωση ότι το ελλαδικό
αναγνωστικό κοινό δεν γνωρίζει καλά το κυπριακό λογοτεχνικό τοπίο σ’ όλη του
την έκταση· ώς έναν βαθμό, αυτό είναι λογικό, καθώς γνωρίζουμε μόνο τα βιβλία
Κυπρίων που κυκλοφορούν από ελλαδίτικους εκδοτικούς οίκους ― κι αυτοί οι
συγγραφείς είναι ελάχιστοι. Απ’ όσο ξέρω, δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα τα
κυπριακά λογοτεχνικά περιοδικά (ομολογώ πως θυμάμαι με τρυφερότητα και
νοσταλγία τον Κύκλο του Φοίβου
Σταυρίδη), που θα μπορούσαν να μας συστήσουν και νέα ονόματα Κυπρίων
λογοτεχνών. Έχουν γίνει, κατά καιρούς, αφιερώματα στην (ελληνο)κυπριακή
λογοτεχνία από ελληνικά περιοδικά (τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες από το Αντί, το Διαβάζω, τη Λέξη, τη λαρισινή Γραφή,
την Καθημερινή και τα Σύγχρονα Θέματα, αν θυμάμαι σωστά), όμως
φοβάμαι πως αυτό δεν αρκεί. Η “εξαγωγή” της κυπριακής λογοτεχνικής παραγωγής στην Ελλάδα είναι ίσως
ένα θέμα που θα έπρεπε να απασχολήσει (κάπως περισσότερο) το κυπριακό υπουργείο
Παιδείας.
Γενικά οι λογοτέχνες εκτός της Αθήνας, εκτός του κέντρου, πόσο εύκολα
μπορούν να εκδώσουν έργα τους αλλά και να τύχουν της απαραίτητης προβολής και
αναγνώρισης;
Η λογοτεχνική εκδοτική παραγωγή στην
Ελλάδα γίνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη, λόγου χάρη, δεν
υπάρχει ούτε ένας εκδοτικός οίκος που εκδίδει πάνω από 5 λογοτεχνικά βιβλία
ετησίως. Είναι λίγοι οι συγγραφείς που ζουν εκτός Αθηνών και περιλαμβάνονται
στους καταλόγους των αθηναϊκών εκδοτικών οίκων (κι αυτοί πολύ σπάνια αξιώνονται
τη δημοσιότητα που τους αξίζει και τους αναλογεί)· οι υπόλοιποι ασφυκτιούν και,
από καιρό σε καιρό, τυπώνουν τα βιβλία τους βάζοντας το χέρι βαθιά στην τσέπη.
Το Εντευκτήριο εκδίδεται εκτός
του κέντρου»· πόσο το επηρέασε αυτό, θετικά ή αρνητικά;
Κάθε εκδοτική δραστηριότητα εκτός κέντρου
συνεπάγεται, σχεδόν αποκλειστικά, μόνο προβλήματα και εμπόδια: στη συγκέντρωση
συνεργασιών, στη διακίνηση, στην προβολή, στην εξασφάλιση (παλαιότερα, γιατί
τώρα δεν υπάρχουν) διαφημίσεων, χορηγιών κτλ. Δυσκολεύομαι να επικαλεστώ κάτι
θετικό που να προέκυψε από το ότι έδρα του Εντευκτηρίου
είναι η Θεσσαλονίκη. Απλώς, έτυχε να ζω και να εργάζομαι εδώ.
Έχετε συνεργασίες με άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, στην Ελλάδα, στην Κύπρο,
στο εξωτερικό;
Με ελλαδίτικα περιοδικά όχι (δεν ξέρω και
τι περιεχόμενο θα μπορούσε να έχει μια συνεργασία)· με κυπριακά περιοδικά θα
μπορούσε να υπάρξει, σε επίπεδο ανταλλαγής συνεργασιών.
Διάβασα κάποιες δηλώσεις αναγνωστών, συγγραφέων
και άλλων σε ένα αφιέρωμα για το Εντευκτήριο, όπου το περιέγραφαν ως «μια φωνή», «ένα
σημαντικό βήμα έκφρασης», «μια φωλιά», «ένα σπίτι». Πώς θα περιγράφατε εσείς το
Εντευκτήριο; Τι είναι για σας το Εντευκτήριο;
Χμ, κρατήσατε τη
δύσκολη ερώτηση για το τέλος! Θα έλεγα, η πολύωρη καθημερινή απασχόληση και
συντροφιά μου, το αγχολυτικό και το αντικαταθλιπτικό μου σε μια συσκευασία, ο
τρόπος που επινόησα πριν από 29 ολόκληρα χρόνια για να κρατήσω το κεφάλι μου
έξω από τη θάλασσα της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου