31.1.15

Αδέσποτες ιστορίες: Ο σκύλος (του Παναγιώτη Σιδηρόπουλου)



πηγή: Facebook


Κοίταξε το φαγητό του. Δεν είχε καμία όρεξη να φάει. Μόνο νερό θα του ήταν αρκετό, και αυτό έκανε. Μετά; Ο δρόμος για να πάει ίσα στην κρεβατοκάμαρα. Ξάπλωσε στο κάτω μέρος του κρεβατιού, όπως συνήθιζε για να ξεκουραστεί. Όχι. Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν ο Τζόνι, ο σκύλος του κυρ-Λάμπρου. 
Γύρω του είχαν μαζευτεί όλα τα αφεντικά του. Πρώτος απ’ όλους ο κυρ-Λάμπρος, μετά οι δύο του κόρες, και τέλος ο άνθρωπος που πάντα τον πονούσε, ο κτηνίατρος. Η αγαπημένη του κυρία, η γυναίκα του κυρ Λάμπρου, πριν πολύ καιρό έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Αυτό είχε γεμίσει θλίψη τον Λάμπρο, και εκείνος έκανε τα πάντα για να του την πάρει. Μερικές φορές τα κατάφερνε, και χαιρόταν γι’ αυτό. Κουνούσε την ουρά του και πήδαγε πάνω του όλο χαρά.
 Ο γιατρός τον εξέτασε. Δεν μπορούσε να του αντισταθεί, ως συνήθως. Ο γιατρός γύρισε στον Λάμπρο και του έκανε ένα νόημα. Ήταν και αυτός λυπημένος, όπως και όλοι τους. Του ήταν δύσκολο να κουνήσει ακόμα και το κεφάλι, και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο τι έλεγαν, παρά μόνο κούρνιασε ξανά στο τελείωμα του κρεβατιού. 
Το βράδυ ήρθε και κανένας από αυτούς, εκτός από τον γιατρό, δεν έφυγε από κοντά του. Στα δεκατρία χρόνια που ήταν σε αυτό το σπίτι, ποτέ πριν δεν τους είχε, έτσι,  όλους μαζί, και του άρεσε. Μόνο που δεν μπορούσε να τους χαρεί, γιατί ήταν κουρασμένος. 
Μέσα στη βραδιά, από το παράθυρο του μπαλκονιού, είδε μια λάμψη. Αυτή ήρθε κοντά του και πήρε την μορφή ανθρώπου. Αν και στην αρχή ήθελε να του γαυγίσει, αισθάνθηκε ότι ήταν τόσο καλός… Τον κοίταξε μόνο με τα μεγάλα του μάτια. Ο άγγελος του χαμογέλασε.
- Έλα. Πάμε, ήρθε η ώρα να φύγουμε.
 Κατά παράξενο τρόπο, καταλάβαινε απόλυτα αυτά που του έλεγε.
― Να πάμε; Πού;

― Στην κυρά σου, σε περιμένει.

― Και μετά; Θα γυρίσουμε; 

― Όχι.

― Δεν μπορώ. Δεν θα τους αφήσω εδώ. Δεν γίνεται.

― Τους έδωσες ό,τι ήταν να τους δώσεις. Τώρα πρέπει κι εσύ να ξεκουραστείς. Θα τα καταφέρουν, μην φοβάσαι.

― Όχι, όχι. Άσε με να μείνω λίγο ακόμα. Να παίξω λίγο με τον Λάμπρο … Να … έλα τώρα. Έχουμε περάσει τόσα μαζί. Δεν μπορούν χωρίς εμένα. Τι θα κάνει ο Λάμπρος μόνος του; Θυμάμαι όταν έφυγε η κυρία… ήταν κάτι …

― Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Έχεις δίκαιο να τους αγαπάς τόσο. Πάντα σε σκεφτόντουσαν και πάντα σε αγαπούσαν.
― Ω!, ναι … ναι. Πάντα. Ο Λάμπρος μου χτυπούσε τα καπούλια και γελούσε. Ήταν η ώρα του παιχνιδιού. Με έπαιρνε αγκαλιά και έκλαιγε στο πρόσωπο μου… είναι τόσα πολλά… και ποτέ…  ποτέ δεν με… τους αγαπώ τόσο… δεν θέλω να φύγω μακριά τους, σε παρακαλώ.

― Πρέπει. Τους βλέπεις; Έχεις φυτέψει μέσα τους έναν σπόρο. Τον σπόρο της αγάπης. Αυτός σιγά σιγά θα μεγαλώσει και… Τελείωσες εδώ, φίλε μου. Ώρα να γευτείς τους καρπούς της επιτυχίας σου. Εκεί που θα πάμε, θα μπορείς να τους βλέπεις. Αυτά που θα δεις είναι πέρα από τη φαντασία σου. Βλέπεις τις κόρες του κυρ-Λάμπρου;

Οι κόρες του ήταν ξαπλωμένες δίπλα του. Αυτές τις κρίσιμες στιγμές δεν μπορούσαν να τον αφήσουν μόνο. Είχαν αποκοιμηθεί, χαϊδεύοντας το κουρασμένο κορμάκι του. Τις κοίταξε και σαν ένα δάκρυ να κύλησε από τη μουσούδα του. Με αυτά τα κορίτσια είχε κάνει πανέμορφα παιχνίδια στα τόσα χρόνια. Τι κι αν έφυγαν κάποτε από το σπίτι; Πάντα ερχόντουσαν για να παίξουν μαζί του.
― Αυτές θα πάρουν την αγάπη και την ευλογία σου. Από εκεί πάνω θα δεις τον σπόρο που τους φύτεψες να γίνεται πανέμορφο, πολύχρωμο λουλούδι, που θα μυρίζει σε όλον τον τόπο με τέτοιο άρωμα… Εσύ το κατάφερες αυτό. Έλα, πάμε.

Ο σκύλος σήκωσε το κεφάλι του για τελευταία φορά, με σκοπό να τους αποχαιρετήσει όλους. Κοιμόντουσαν, μα τα χέρια των κοριτσιών σαν να χάιδεψαν τη ράχη του. Ο Τζόνι χάρηκε. Κατέβασε το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια οριστικά. Κατάλαβε και ο ίδιος ότι ήταν η ώρα. 
Έγινε λάμψη και στάθηκε δίπλα στον άγγελο. Τότε, χωρίς να το περιμένει, όλη η αγάπη που ένιωθε, όλη η αγάπη που νιώθανε και οι άλλοι γι’ αυτόν, τον γέμισαν. Τον έκαναν τόσο λαμπερό… Για πρώτη φορά αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος. Τόσο σημαντικός. Πέρασε από έναν  έναν ξεχωριστά και έβαλε λίγη από τη λάμψη του στις καρδιές τους, έτσι, για να απαλύνει τον πόνο τους. Στον κυρ-Λάμπρο όμως… Έμεινε λίγο παραπάνω μαζί του. Του είπε λόγια που δεν μπορούσε σαν σκύλος να του πει. Κατά παράξενο τρόπο, γνώριζε ότι αυτά του τα λόγια ο Λάμπρος θα τα ακούσει.
Ο άγγελος του χαμογέλασε. Είχε δίκιο σε ό,τι του είπε. Ο σκύλος, χωρίς δισταγμό, του άπλωσε το χέρι. Και οι δύο μαζί χάθηκαν στον καθαρό ουρανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: